Σου μιλάω. Μ’ ακούς;
Η Ιωάννα Κόπτση μας δίνει κάποια εύστοχα παραδείγματα για την αδυναμία μας στην επικοινωνία.
-Σου μιλάω. Μ’ ακούς;
-Όχι, βέβαια. Σάμπως γνωρίζω πώς είναι να ακούω; Ξέρω τί σημαίνει, αλλά δεν ξέρω πως γίνεται. Μην το παίρνεις προσωπικά, κανέναν δεν ακούω. Γιατί; Γιατί δεν μ’ έχουν ακούσει ούτε κι εμένα. Άρα, πώς μου ζητάς να έχω κατακτήσει αυτήν τη δεξιότητα;
-Σου μιλάω. Μ’ ακούς;
-Όχι, βέβαια. Έγνοια μου είναι να σου πω τη δική μου ιστορία, που μοιάζει βέβαια λίγο με αυτό που μου περιγράφεις. Έχω επίσης τόσο μεγάλη ανάγκη να μιλήσω, που σε χρησιμοποιώ μπαίνοντας στον ρόλο του ακροατή που μιλά ακατάπαυστα. Τί μου θύμησες τώρα; Άκου!
-Σου μιλάω. Με ακούς;
-Όχι, βέβαια. Δεν με ενδιαφέρει διόλου το βίωμά σου. Δεν είμαι εθελοντής διαλόγου. Κι όταν το κάνω, το κάνω επιλεκτικά. Ποιος είπαμε λοιπόν πως είσαι εσύ που μου μιλάς; Με εξυπηρετείς σε κάτι; Αν ναι, ευχαρίστως!
-Σου μιλάω. Μ’ ακούς;
-Κάτι ακούω, ωστόσο δεν ξέρω τί να σου πω. Βλέπεις, πρέπει να βρω αμέσως κάτι να πω. Έτσι, μου έχουν μάθει άλλωστε, πως είναι το σωστό. Όταν ακούω -για να φαίνεται ότι ενδιαφέρομαι- κάνω ερωτήσεις, κουνάω το κεφάλι μου, φαίνομαι καλός ακροατής. Αρλούμπες βέβαια λέω, αλλά δεν βαριέσαι. Σάμπως κι εσύ ακούς αυτά που σου λέω εγώ;
-Σου μιλάω. Μ’ ακούς;
-Πώς γίνεται να σ’ ακούω, εφόσον διαφωνούμε; Δεν έχω συνηθίσει στην ιδέα ότι μπορούμε να συμφωνούμε στο γεγονός ότι διαφωνούμε στο συγκεκριμένο θέμα.
-Σου μιλάω. Με…
-Άκου να δεις, η φωνή νικά τη συζήτηση. Η τσιρίδα μου νικά τη λογική σου, τις εύλογες απορίες σου, το επιχείρημα. Γιατί; Γιατί μπορώ. Γιατί μπορώ να σου φωνάξω κι έτσι να σε ακινητοποιήσω. Μη μιλάς, μη μου ζητάς μια λογική εξήγηση, θα σε υποτιμήσω με μια και μόνο ματιά μου κι έληξε, σε αποστόμωσα. Γιατί; Γιατί μπορώ. Γιατί μπορώ; Γιατί μπορούν κι άλλοι. Είμαστε πολλοί εμείς αυτοί που μπορούμε κι εσύ πλέον το αποδέχεσαι ως δεδομένο. Γι’ αυτό.
-Σου μιλάω. Μ’ ακούς;
-Η αλήθεια είναι πως τώρα που το λες συνειδητοποιώ πως δεν ακούω εσένα. Λίγο τα λόγια σου, λίγο η εικόνα σου, λίγο αυτό που συζητάμε, σα να με ταξίδεψαν στον χωροχρόνο. Έχω την αίσθηση λοιπόν, ότι “είδα” σε εσένα κι “άκουσα” από εσένα αυτά που ακούω συνήθως από τους άλλους να μου λένε. Είδα για μια ακόμα φορά τις ταμπέλες που έχω συνηθίσει να βάζω, τόσο στον εαυτό μου όσο και στους άλλους κι ανάλογα μετέφρασα τα λόγια σου. Πρόβαλα πάνω σου τις φοβίες μου και τις αυτό-εκπληρούμενες προφητείες μου –χωρίς να μου γίνεται απαραίτητα συνειδητό- κι αντέδρασα με βάση αυτές. Οπότε δεν γνωρίζω επί της ουσίας κατά πόσο καταφέραμε να συνδιαλαγούμε.
-Σου μιλάω. Μ’ ακούς;
-Η αλήθεια είναι πως σε ακούω. Χαίρομαι πολύ που μιλάμε. Συγχώρα με βέβαια αν, καμιά φορά στην προσπάθειά μου να επικοινωνήσουμε, συμπεριφέρομαι λίγο άγαρμπα. Βλέπεις, ενθουσιάζομαι που επικοινωνούμε. Για συνέχισε αυτό που έλεγες.