Τα έθιμα του Πάσχα από το παρελθόν στο σήμερα – Τρεις γενιές αφηγούνται
Τι έχει μείνει ίδιο και τι έχει αλλάξει;
Το Πάσχα είναι μια γιορτή γεμάτη έθιμα, που πάνε χρόνια πίσω και φτάνουν μέχρι την αρχαία Ελλάδα. Η γιορτή της “Λαμπρής”, το σούβλισμα του οβελία, η νηστεία 40 ημερών, το βάψιμο των κόκκινων αυγών και στη συνέχεια το τσούγκρισμά τους, το “Χριστός” και “Αληθώς Ανέστη”, είναι μερικές από τις παραδόσεις που έχουμε καταφέρει να διατηρήσουμε στο πέρασμα των χρόνων.
Οι καιροί έχουν αλλάξει και η νέα γενιά, έχουμε τη συνήθεια να παραμελούμε ή ακόμα και να ξεχνάμε τις παραδόσεις των γιορτών, όπως αυτή του Πάσχα. Οι περισσότεροι από εμάς, δυσκολευόμαστε να κρατήσουμε νηστεία έστω και για τη Μεγάλη Εβδομάδα, πόσο μάλλον αυτή των 40 ημερών. Οι επισκέψεις στην Εκκλησία είναι μετρημένες, αν όχι μηδαμινές, είτε λόγω αδιαφορίας και αποξένωσης από την πίστη, είτε λόγω ενός φορτωμένου προγράμματος, από μαθήματα, σπουδές ή/ και δουλειές.
Ακόμα όμως και επιφανειακά, προσπαθούμε να κρατάμε σταθερές μερικές από τις παραδόσεις. Οι περισσότεροι από εμάς, γυρνάμε στα πατρικά μας για το Πάσχα, έτσι ώστε να περάσουμε τις γιορτινές μέρες μαζί με τις οικογένειές μας. Προσπαθούμε οι μέρες αυτές, να είναι στενά συνυφασμένες με τον οικογενειακό μας κύκλο, βλέπουμε ξανά γιαγιάδες και παππούδες, θείες και θείους, τρώμε όλοι μαζί στα πατροπαράδοτα οικογενειακά τραπέζια. Ταυτόχρονα όμως, η διασκέδαση δεν σταματά. Τα βράδια, συναντιόμαστε με τις παρέες μας για ποτά, τι και αν είναι Μεγάλη Εβδομάδα; Το βράδυ του Μεγάλου Σαββάτου, είναι η στιγμή που θα πάμε στην Εκκλησία του χωριού, με το κερί στο χέρι – γιατί έχουμε μεγαλώσει για λαμπάδες (ή και όχι) – για να ακούσουμε το “Χριστός Ανέστη” και να πάρουμε το Άγιο Φως που θα μεταφέρουμε στο σπίτι. Το βράδυ συνεχίζεται με την μαγειρίτσα – ή μια παράλλαξή της για πολλούς – και το τσούγκρισμα των αυγών. Ένα βράδυ που κατακλύζεται από πολύ φαγητό, γέλια και “ανταγωνισμό” για το ποιος θα σπάσει τα περισσότερα αυγά. Την Κυριακή του Πάσχα, άλλοι την περνούν με τις οικογένειες τους, σουβλίζοντας το λαχταριστό αρνάκι – ή ψήνοντάς το στο φούρνο – ενώ άλλοι μαζεύονται σε παρέες και ψήνουν στο μπάρμπεκιου μπιφτέκια και σουβλάκια, με τις ρετσίνες και τις μπύρες στο χέρι.
Πόσες διαφορές έχει η νέα γενιά με τις προηγούμενές της, στους εορτασμούς του Πάσχα; Τι έχουμε κρατήσει ίδιο και τι έχει αλλάξει;
Ο Φώτης είναι τώρα 63 χρονών και θυμάται πώς γιόρταζε τις ημέρες του Πάσχα, όταν ήταν έφηβος και φοιτητής, κατά τις δεκαετίες ’70 και ’80:
«Στις δικές μας εποχές ήταν σχεδόν υποχρεωτικό να πηγαίνουμε όλη τη Μεγάλη Εβδομάδα στην εκκλησία. Στη Σαρακοστή, η “πρόφαση” των κοριτσιών για 40 μέρες ήταν ότι απαγορεύονται οι ερωτικές επαφές… Για εμάς, τους τότε νεότερους, οι πιο ενδιαφέρουσες μέρες της Μεγάλης Εβδομάδας ήταν η περιφορά του Επιταφίου. Μάλιστα, στα χωριά που ανάβαν φωτιές με ξύλα και “έκαιγαν τον Ιούδα”. Την Μεγάλη Τετάρτη, η χαρά των νέων κοριτσιών ήταν να στολίσουν τον Επιτάφιο, όπου περνούσαν όλο το βράδυ στην Εκκλησία. Την Μεγάλη Πέμπτη, συνήθως οι ψαλμωδίες γινόταν από τις κοπέλες, οι οποίες ήταν όλες μαυροφορεμένες και πάντα στην “πένα”.
Στα καφενεία την Μεγάλη Πέμπτη, έπαιρναν τον βαλέ από την τράπουλα και τον κρεμούσαν από κάπου ψηλά με κλωστή, για να συμβολίσουν τη σταύρωση του Χριστού και ταυτόχρονα, την απαγόρευση της χαρτοπαιξίας μέχρι την Κυριακή του Πάσχα. Από Μεγάλη Πέμπτη μέχρι Μεγάλη Παρασκευή, τα κέντρα διασκέδασης ήταν όλα κλειστά. Δεν τους υποχρέωνε κανείς να κλείσουν, αλλά λόγω του εθίμου του πένθους, οι ιδιοκτήτες ήξεραν ότι τα μαγαζιά δεν θα μαζέψουν κόσμο, οπότε δεν έβρισκαν λόγο να τα κρατήσουν ανοιχτά. Τη Μεγάλη Παρασκευή, ήταν λες και υπήρχε παντού απόλυτη ησυχία. Οι γυναίκες απαγορεύονταν να κάνουν οποιαδήποτε δουλειά έξω και μέσα στο σπίτι, συγκεκριμένα να πιάσουν ψαλίδι. Την Κυριακή του Πάσχα, ξυπνούσαμε από πολύ πρωί και κάναμε προετοιμασίες για να ψήσουμε το αρνί, το οποίο μιας και δεν υπήρχε ηλεκτρική σούβλα, γυρνούσαμε χειροκίνητα.
Στη φοιτητική ζωή, τα πράγματα άλλαξαν σταδιακά. Γυρνούσα από την Αθήνα όπου σπούδαζα, στο πατρικό μου για όλες τις γιορτές, όπως έκανα και σε αυτή του Πάσχα. Τα πρώτα χρόνια, συνεχίζονταν οι οικογενειακές μαζώξεις και τα τραπέζια, ακολουθώντας πάνω κάτω τα ίδια έθιμα. Αυτό που σίγουρα άρχισε να αλλάζει, είναι οι επισκέψεις στην εκκλησία. Πλέον, κανείς δεν μας υποχρέωνε να πηγαίνουμε, αλλά ακόμα το κάναμε σε μεγάλο βαθμό, γιατί έτσι είχαμε μάθει. Από την άλλη, ως φοιτητές, αρχίσαμε να γιορτάζουμε την Κυριακή του Πάσχα και με παρέες, πηγαίνοντας σε όποιον φίλο είχε ελεύθερο σπίτι και ψησταριά, τρώγοντας και πίνοντας εκεί ολημερίς».
Ο κύριος Γιώργος γεννήθηκε και μεγάλωσε στον Έβρο τη δεκαετία του ’30. Στα 89 του, αναπολεί τις ημέρες του Πάσχα, κατά τις δεκαετίες ’50 και ’60:
«Όταν ήμασταν παιδιά και πλησίαζε το Πάσχα, για 40 μέρες δεν τρώγαμε καθόλου κρέας, γιατί δεν είχαμε κιόλας. Οι πιο θρήσκοι από εμάς, τη Μεγάλη Εβδομάδα, δεν τρώγαμε καθόλου λάδι. Οι περισσότεροι που μεγάλωσαν έτσι, τηρούν τη νηστεία των 40 ημερών μέχρι και σήμερα, στα γεράματα. Πριν την περιφορά του Επιταφίου, την Μεγάλη Παρασκευή, οι εικόνες της εκκλησίας έβγαιναν σε δημοπρασία για τον κόσμο. Όποιος έπαιρνε τις εικόνες, τις πήγαινε σπίτι του, όπου τις κρατούσε εκεί 40 μέρες. Μετά από 40 ημέρες, τις επέστρεφαν στην εκκλησία. Τη Μεγάλη Παρασκευή, άντρες και γυναίκες, απαγορεύονταν να κάνουν οποιαδήποτε δουλειά. Οι άντρες δεν πήγαιναν ούτε στα εργοστάσια που δούλευαν, ούτε στα χωράφια. Οι μόνοι που μπορούσαν να δουλέψουν είναι αυτοί που είχαν τα ζώα και έπρεπε να τα ταΐσουν.
Όταν κόντευε το Πάσχα, για να πάμε να κοινωνήσουμε το Μεγάλο Σάββατο, έπρεπε πρώτα να συγχωρέσουμε ο ένας τον άλλον στην οικογένεια. Ζητούσαμε συγγνώμη μεταξύ μας αν είχαμε μαλώσει και “φιλιωνόμασταν”, γιατί αλλιώς δεν μπορούσαμε να κοινωνήσουμε. Πρώτα, ο μικρότερος ζητούσε πρώτος συγγνώμη και ύστερα ακολουθούσαν οι υπόλοιποι. Το βράδυ του Σαββάτου μετά την Ανάσταση, γυρνούσαμε σπίτι και τρώγαμε μαγειρίτσα, που κρατούσαμε και για την επόμενη μέρα.
Παλιά, το σπάσιμο των αυγών ήταν σοβαρή υπόθεση. Προσπαθούσαμε να βρούμε τα σκληρά αυγά, που ήταν συνήθως από φραγκόκοτες και όποιος έσπαγε το αυγό του άλλου, του το έπαιρνε. Σε εποχές που δεν είχαμε πολύ φαγητό στο τραπέζι και μπορεί να υπήρχαν μέρες που να πεινούσαμε, τα αυγά δεν ήταν απλά ένα παιχνίδι.
Την Κυριακή του Πάσχα, όσοι είχαν αρνιά, έφτιαχναν σούβλες με ξύλα και τις γυρνούσαμε με το χέρι. Μαζί με το αρνί τρώγαμε και τσιγαρίθρες, δηλαδή παστωμένο χοιρινό, γιατί δεν είχαμε πολύ κρέας για να φάει όλη η οικογένεια. Μετά, μαζεύονταν όλοι, μικροί και μεγάλοι, στην πλατεία του χωριού, όπου γλεντούσαν. Η μουσική ακουγόταν από ένα γραμμόφωνο που είχαν μέσα στο σχολείο, που βρισκόταν παραδίπλα».