Τάνια Τσανακλίδου: Όλα έγιναν αναλώσιμα και μικρής αξίας
Μια εκ βαθέων εξομολόγηση της σπουδαίας Eλληνίδας ερμηνεύτριας στην parallaxi.
Την αγαπώ, την εκτιμώ και τη σέβομαι δεκαετίες. Από τότε που μικρός εγώ, λίγο μεγαλύτερη εκείνη, την είχα δει σε ένα από τα μεγάλα κέντρα του αεροδρομίου, τη Νεράιδα, με την αφρόκρεμα της ελληνικής σκηνής να τραγουδά. Τη γνώμη μου για κείνη την έχω γράψει προ πολλού, και τώρα ήρθε η ώρα για μια κουβέντα. Παρακολουθώ τον τρόπο που εξωτερικεύει, άφοβα, τις σκέψεις της, μέσα από τα social, σε μια εποχή που οι περισσότεροι επώνυμοι φοβούνται να μιλήσουν. Τη συνάντησα ένα απόγευμα Τρίτης στο σπίτι της στην Αθήνα και η κουβέντα μαζί της ήταν σαν να είχε ανοίξει στο τραπέζι ένα σπιτικό λικέρ, από κείνα που τη γεύση τους δεν την ξεχνάς ποτέ.
–Τη Δράμα, τη γενέθλια πόλη τη θυμάμαι καλά. Έφυγα μικρή, 4 χρόνων στη Θεσσαλονίκη και μεγάλωσα στη μεγάλη πόλη. Ζούσαμε πάντα κέντρο. Ναβαρίνου, Χρυσοστόμου Σμύρνης τα τελευταία σπίτια. Πάντα με τα πόδια. Τσιμισκή πάνω κάτω, Γκιγκιλίνης, έρωτες. Πήγαινα στο 1ο Θηλέων στη Β. Σοφίας. Η ζωή συνδεδεμένη με τη θάλασσα. Στην πρώτη στεναχώρια, στο πρώτο στρίμωγμα και γω και η μάνα μου και τα αδέρφια μου κατεβαίναμε στη θάλασσα. Έχω μια εικόνα του αδερφού μου να τον έχει μαλώσει η μάνα μου και έφυγε από το σπίτι. Κατεβαίνοντας με τους φίλους μου βόλτα στη θάλασσα τον είδα εκεί στα σκαλοπάτια που έδεναν τις βάρκες να κάθεται μόνος. Ήταν μια εικόνα που συντάραξε. Μια εικόνα μεγάλης λύπης. Ένα παιδάκι 7 χρόνων να κάθεται βαθιά λυπημένο στη θάλασσα. Ότι καυμό είχαμε πηγαίναμε στη θάλασσα. Θυμάμαι με γλύκα τα φοιτητικά χρόνια, το Φιλώτα, το κυλικείο στη Φιλοσοφική. Τους καθηγητές μου. Τους εξαιρετικούς δασκάλους στο γυμνάσιο. Ερωτευόμουνα τους δασκάλους μου. Ήθελα να είμαι αρεστή, η καλύτερη μαθήτρια για να με αγαπάνε οι δάσκαλοι. Μου άνοιξαν το μυαλό. Είχα την Ελένη την Κακριδή φιλόλογο που λάτρευε τον Όμηρο και τον λατρέψαμε και μεις. Η Ζιπίδου, ο μαθηματικός μου ο Μπάμπης Λασκαρίδης. Που μου επέτρεπαν να λύνω με δικούς μου τρόπους. Δεν ξεχνώ τους δασκάλους μου.
–Όταν έγινε η δικτατορία ήταν Παρασκευή. Είχαμε γυρίσει από εκκλησιασμό στο σχολείο. Μας εξήγησαν τι έγινε και εγώ σηκώθηκα και είπα τον εθνικό ύμνο σαν αντίδραση. Δεν με κατέδωσε κανείς μου είπαν να προσέχω. Δώδεκα χρονών είχα πάει κρυφά από το σπίτι σε διαδήλωση Λαμπράκηδων. Στην Τσιμισκή θυμάμαι να συγκρούονται Ερετζίδες να πετάνε αυγά με ξυραφάκια. Μεγαλώσαμε με έναν αστυνομικό έξω από την πόρτα. Στους γονείς μου χρωστάω τη μποέμικη νοοτροπία. Οι γονείς μου ήταν άνθρωποι φτωχοί, με πέντε παιδιά τα έβγαζαν δύσκολα. Όταν όμως εκδηλώναμε μια επιθυμία έτρεχαν να μας την προσφέρουν. Λέγαμε αγαπάμε τη ζωγραφική έτρεχαν να πάρουν μπογιές και καβαλέτα. Είπα μου αρέσει η φωτογραφία, πήγε η μάνα μου να μου πάρει μηχανή. Και ας τρώγαμε ένα πιάτο φακή την άλλη μέρα. Ήταν άνθρωποι που μετρούσε η ψυχή τους να ναι χαρούμενη και ευτυχισμένη. Τις φακές τις μοιραζόμασταν με φίλους, με τραγούδια και χαρά. Είχαμε γλέντια στο σπίτι. Είχαμε πέντε δεκάρες, ξοδεύαμε τις έξι. Δεν κάναμε οικονομία. Ότι επιθυμούσαμε το κάναμε. Έτσι γίναμε και μεις. Αυτή την πολυτέλεια πήραμε από τους γονείς μου.
–Στο σπίτι ακουγόταν αστικό τραγούδι. Η μαμά Αττίκ, ο μπαμπάς όπερες και οπερέτες. Τραγουδάγανε. Το πρωί μας ξύπναγε με τραγούδια. Το ότι ήμουν σε μια οικογένεια με τόσα παιδιά μου γεννούσε ένα έλλειμα αγάπης. Δεν γινόταν να έχω την προσοχή όλη πάνω μου όπως θα ήθελα. Ήμουν και το μεσαίο παιδί. Αλλά τα μεσαία είναι αυτοδημιούργητα. Αυτάρκη.
–Όταν ήμουν μικρή και πήγα μόνη στην Μαίρη Σωϊδου, γιατί είδα έξω από το Στρατιωτικό θέατρο, καθώς αλήτευα στις γειτονιές, είδα παιδάκια να παίζουν θέατρο και πήγα και της είπα θέλω και γω να παίζω. Κάποτε είχε ένα μπαλνταφάν στο Μεντιτερανέ και έπρεπε η μάνα μου να μου φτιάξει σχολή και έπρεπε να της το πω. Πιστεύω ότι θα φάω ξύλο. Κάθισε τρία μερόνυχτα και ξενύχτησε και έκανε τις πιο υπέροχες στολές που μπορείς να φανταστείς. Εμένα με έκανε βασίλισσα της νύχτας, κέντησε στο πέπλο μου αστέρια και φεγγάρια και τον αδερφό μου τον έκανε πρίγκηπα. Πήραμε και βραβείο. Τέτοιοι ήταν οι γονείς μου. Ποτέ δεν μου είπαν σταμάτα. Έπαιξα για χρόνια στο παιδικό θέατρο και μετά σπούδασα στη σχολή του ΚΘΒΕ παράλληλα με τη Φιλοσοφική. Όταν ολοκλήρωσα και το τρίτο έτος στο πανεπιστήμιο αποφασίζω να πάω να ζήσω στην Αθήνα. Ερωτεύτηκα και το Γιάννη (Φέρτη) και λέω στους δικούς μου φεύγω. Η μάνα μου δεν το πίστευε, μου είπε σε ένα μήνα θα είσαι πίσω. Της απάντησα ‘’σε ένα μήνα θα έρθω με αεροπλάνο’’. Δεν είχα μπει ποτέ σε αεροπλάνο. Σε ένα μήνα μπήκα στο αεροπλάνο, στην πτήση των έξι το πρωί, δεν θα ξεχάσω ποτέ αυτή την απογείωση, ήταν σαν έκσταση, με περίμεναν οι γονείς στο αεροδρόμιο με μια μπουγάτσα και τότε κάπνισα για πρώτη φορά μπροστά τους και τους είπα ότι είμαι πια οικονομικά ανεξάρτητη και θα καπνίζω μπροστά σας.
–Τα ηλιοβασιλέματα της Θεσσαλονίκης δεν μπορώ να τα ξεχάσω. Μέναμε κάποτε σε ένα σπίτι όταν ήμουν πολύ μικρή στο Κουλέ Καφέ, εκείνα τα τούρκικα σπίτια με τα σαχνισιά, ήταν ένα ηλιοβασίλεμα λες και ο ήλιος είχε χυθεί μέσα στο σπίτι. Δεν το ξέχασα ποτέ. Η ομορφιά λείπει πια από τη ζωή μας, από αυτό πάσχουμε. Φτάνει να του δώσεις ένα λεπτό να το παρατηρήσεις. Οι άνθρωποι δεν σηκώνουν πια τα μάτια τους από το κινητό. Προτιμούν να φωτογραφίζουν ένα ηλιοβασίλεμα από το να το δουν. Ζήστο ρε μαλάκα, κάνε παύση μέσα σου και ζήστο. Δεν αποθανατίζουν για αυτόν για να το κρατήσουν, για να το ξαναδούν. Αλλά για να το ανεβάσουν. Ακόμα συγκινούμαι με τα όμορφα πράγματα. Στη βιβλιοθήκη της ΧΑΝΘ οφείλω το μισό του εαυτού μου. Εκείνες οι αίθουσες με τα βιβλία, τα δεμένα με ύφασμα, η μυρωδιά, η ατμόσφαιρα. Τα έπαιρνα πέντε, πέντε. Τα καταβρόχθιζα.
–Είμαι άτρομη σε κάποια πράγματα και φοβιτσιάρα σε άλλα. Το βράδυ φοβάμαι να κυκλοφορώ. Αν συμβεί όμως κάτι, όπως όταν είχα πρωτοέρθει στη Αθήνα που με ακολουθούσε κάποιος μια νύχτα και εγώ επιτάχυνα από φόβο. Κάποια στιγμή λοιπόν σταματώ και αρχίζω να τον βρίζω. Αναγκάστηκε να το βάλει στα πόδια. Έχω κάτι μέσα μου ηρωϊκό παρότι είμαι φοβιτσιάρα. Κατάλαβα ότι ήρωες δεν είναι αυτοί που δεν φοβούνται. Φοβούνται πιο πολύ από τους άλλους αλλά δεν επιτρέπουν το φόβο να τους νικήσει, να τους παραλύσει.
–Βρέθηκα στην Αθήνα παραμονές Πολυτεχνείου. Είχαμε παίξει στο Ηρώδειο με το ΚΘΒΕ, ήμουν στο χορό. Παίρνω την απόφαση να μην γυρίσω. Πήγα στον Κιτσόπουλο, που ήταν τότε διευθυντής, ένας εξαίρετος άνθρωπος και του λέω εγώ δεν θα επιστρέψω πάνω. Με είχε στηρίξει πολύ, όπως και άλλους. Στο Λεοντή έδινε τη δυνατότητα να γράφει μουσικές, που ήταν κομμένος από παντού. Μην ξεχνάς ότι είμαστε στη Χούντα. Εμένα με κατηγορούσαν ότι είμαι αναρχοκομμουνίστρια και μου έλεγε: Είσαι καλό παιδί, δεν ακούω κανέναν. Όταν του είπα δεν θα ανανεώσω μου είπε σκοπεύω να γίνεις πρωταγωνίστρια, να έχεις ρόλους μεγάλους. Του είπα σας ευχαριστώ αλλά δεν θέλω να γίνω δημόσια υπάλληλος. Θέλω να μια καλλιτέχνης. Έμεινα, νοίκιασα τρίτο υπόγειο, κοιμόμουν σε ένα στρώμα θαλάσσης, δεν το βαλα κάτω. Αλλά μου ήρθαν όλα καλά. Παίζω στο Μορμόλη, με παίρνει ο Μαρκόπουλος, κάνω δυο δίσκους, παίζω και σε σίριαλ. Είναι παραμύθι όλο αυτό. Δεν κοιμόμουν ποτέ.
–Στη Θεσσαλονίκη ντυνόμουν λίγο περίεργα, λίγο χίπικα. Είχαν έρθει στην πόλη κάτι χίπιδες με μια ατμομηχανή, τους γνώρισα, έκανα και περατζάδα στην Τσιμισκή πάνω στο άρμα τους, βασίλισσα και μετά τους κουβάλησα σπίτι. Η μάνα μου σκίστηκε να τους περιποιηθεί.
Όταν γράφαμε τη Θητεία του Μαρκόπουλου στο στούντιο Columbia έχουμε μια εικόνα που γράφουμε τα Μαλαματένια Λόγια λίγες στιγμές αφότου είχα φύγει από το Πολυτεχνείο, στο πρόσωπο μου φαίνεται όλη η έξαψη. Προσπάθησα να οδηγήσω τρόλεϊ, να το κάνω οδόφραγμα. Δεν κατάφερα να το μετακινήσω ούτε ένα μέτρο.
–Απωθημένο μου είναι που δεν έκανα σινεμά. Όλα ξεκίνησαν σε μένα γιατί ήθελα να γίνω σκηνοθέτης κινηματογράφου. Έτσι πήγα στο θέατρο γιατί ήθελα να πάω στη νέα Υόρκη να σπουδάσω σκηνοθεσία κινηματογράφου αλλά ήταν πολύ ακριβό και έπρεπε να πάω με υποτροφία. Δεχόταν μόνο αρχιτεκτονική και φιλοσοφική. Έτσι πήγα στη Φιλοσοφική. Κάποια στιγμή το 86, και πρώτη φορά το λέω αυτό, είχα μπουχτίσει τα πάντα, δυο από τα αδέλφια μου ζούσαν στο Λος Άντζελες σηκώθηκα και πήγα. Πήγα στο Λι Στράσμπεργκ, έκανα οντισιόν και με πήρανε. Είχα στο νου μου να τα παρατήσω όλα, είχα μαζέψει και λίγα λεφτά, γύρισα όμως γιατί η μάνα μου είχε καρκίνο και δεν είχε ούτε έξι μήνες ζωή. Προτίμησα να μείνω με τη μάνα μου. Δεν ξέρω πως θα ήταν η ζωή αν είχα μείνει εκεί. Δεν πάει να κάνεις σχέδια εσύ; Η ζωή έχει μεγαλύτερη φαντασία από τη δική σου. Οπότε εμπιστεύσου την και ακολούθα την. Μπες μέσα και πλεύσε. Δεν με ξαφνιάζει τίποτε πια. Μόνο ο άνθρωπος με την αρνητική έννοια. Και η ομορφιά όπου τη συναντώ. Μια ωραία γεύση.
-Είμαι άνθρωπος των ηδονών. Και το νερό που πίνω το ευλογώ. Προσπαθώ πάντα να είμαι εύπλαστη. Κάνω κάθε μέρα ισολογισμό στις πράξεις μου. Δεν μου χαρίζομαι, είμαι πολύ σκληρή με τον εαυτό μου. Για αυτό και είμαι σκληρή και με τους άλλους. Κάποτε είχα πει σε ένα φίλο που είχε χάσει τον πατέρα του: Οι γονείς μας όταν πεθαίνουν μας κάνουν δώρο τη χειραφέτηση μας. Ο φίλος θύμωσε πολύ όταν του το είπα. Θεώρησε ότι δεν κατανοώ τον πόνο και την απώλεια του. Μετά από χρόνια μου ζήτησε συγνώμη για το θυμό, δεν είχα καταλάβει μου είπε τι εννοούσες. Όμως έτσι είναι η ζωή: όταν σταματάμε να έχουμε σημείο αναφοράς τους γονείς μας τότε είμαστε ελεύθεροι να επιλέξουμε, όταν δεν θα έχουμε να δώσουμε λόγο σε κανέναν. Αυτή είναι η χειραφέτηση μας.
–Στη σκηνή είναι σαν να ζεις σε συμπύκνωση όλες τις συγκινήσεις της ζωής σου. Αρνητικές και θετικές. Με μια ένταση και γίνονται κάτι άλλο. Σαν να δικαιώνεται όλη σου η ύπαρξη όταν συμβαίνει αυτό. Είναι κάτι προσωπικό, δεν έχει να κάνει με το κοινό. Όταν συμβαίνει σε μένα κατά ένα μαγικό τρόπο περνά και κάτω. Αν δεν μου συμβεί εμένα, μπορεί να τους ξεγελάσω μια δυο φορές αλλά…Αν έχω νεύρα θα δει τα νεύρα μου. Δεν υποκρίνομαι. Είναι μια τίμια σχέση. Όσο είχα μια πιο συχνή παρουσία το κοινό μου το είχα συνηθίσει να αντιλαμβάνεται κάποια πράγματα με άλλο τρόπο και να χαίρεται τη συνύπαρξη μας με άλλο τρόπο. Και αυτό ήταν πολύ ωραίο.
–Τώρα με τα κινητά είναι μια ενοχλητική υπόθεση. Ενώ υπάρχει ανακοίνωση κλείστε τα κινητά μερικοί δεν καταλαβαίνουν. Είναι αρρώστια αυτό που έχουν πάθει οι άνθρωποι με τα κινητά τους. Είναι σοβαρή ασθένεια που στα επόμενα χρόνια θα ταλαιπωρήσει την κοινωνία. Σήμερα πήγα σε μια δερματολόγο και στον προθάλαμο περίμεναν 5-6 γυναίκες που έμοιαζαν με ζόμπι. Χωμένες στο κινητό. Καμία αίσθηση να μη δουλεύει, να μην αντιλαμβάνεσαι που βρίσκεσαι. Βλέπω ακόμα και στο χωριό, έρχονται νέα παιδιά και αντί να μιλάνε μεταξύ τους στις παρέες κοιτάζουν το κινητό. Μανάδες δίνουν στα παιδιά το κινητό και το τάμπλετ για να τις αφήνουν ήσυχες, τα παιδιά είναι με μανία εκεί. Λέμε ότι χάρη στο κινητό έχεις πρόσβαση γρήγορα σε πληροφορίες. Όντως σε πληροφορίες έχεις πρόσβαση, όχι σε γνώσεις.
Η γνώση είναι άλλο πράγμα. Το να εντρυφήσεις σε κάτι. Είναι η επαφή με το βιβλίο σου. Το να μπω εγώ να δω μια πληροφορία, το επόμενο λεπτό θα την έχω κιόλας ξεχάσει. Διάβαζα ένα ξένο άρθρο που αναρωτιόταν: αυτοί που έχουν πολλά αδιάβαστα βιβλία στη βιβλιοθήκη τους είναι άραγε τυχεροί, ευνοημένοι ή loosers; Έλεγε λοιπόν ότι όταν έχεις αδιάβαστα βιβλία στο σπίτι νοιώθεις ότι η γνώση σου είναι περιορισμένη και έχεις πάρα πολύ μπροστά σου για να μάθεις. Αυτό σε κρατά σε εγρήγορση. Άρχισα τον πόλεμο μου στο κινητό και ξαναβρήκα την αγάπη μου για τα βιβλία. Ταλαιπωρούμαι βέβαια αν δεν τελειώσω ένα βιβλίο. Αλλά καλύτερα να ξενυχτώ με ένα βιβλίο παρά με το κινητό. Προσπαθώ να διασταυρώνω ότι διαβάζω, να είμαι σίγουρη ότι ισχύει.
–Η τηλεόραση είναι τραγική. Ασύλληπτη. Όλοι αυτοί οι άνθρωποι που κάθε μέρα βγαίνουν και διασπείρουν φριχτά και χυδαία ψεύδη πως πάνε σπίτι τους το βράδυ και κοιτάζουν τη γυναίκα και τα παιδιά τους; Κοροϊδεύουν τον κόσμο σε βασικά ζητήματα επιβίωσης. Με χυδαίο τρόπο. Τους θεωρώ εγκληματίες. Να μην έχουμε ένα κανάλι να μπορούμε να το εμπιστευτούμε γιατί θα πει αλήθεια. Είτε καλή, είτε κακή. Αν δεν είναι αυτό το 1984 που περιγράφει ο Όργουελ τότε τι είναι; Είναι η δικτατορία του μέσου. Δεν προσφέρει κανένα έδαφος για πολιτισμό. Είναι πνευματική ανελευθερία; Ποιος να δημιουργήσει και γιατί; Ποιον αφορά; Το να βγει ένας δίσκος τη χρονιά, ένας εικαστικός δεν σημαίνει τίποτε. Δεν υπάρχουν ρεύματα, ομάδες, παρέες. Πάθαμε μια πνευματική μαλάκυνση. Ακόμα και όσοι έχουμε κάποιες άμυνες νοιώθουμε ότι το σύστημα μας έχει διαβρώσει.
–Δες πως κατάντησε ο έρωτας. Κανείς δεν μπαίνει στη διαδικασία να συνάψει σχέση, να ερωτευτεί. Μιλάνε για εκτόνωση σεξουαλικών ενστίκτων και μετά άλλος. Με μια διάθεση χρήσης του άλλου. Κάνουμε χρήση των πραγμάτων. Χρήση της φύσης. Χρήση των ανθρώπων. Των φίλων. Των βουλευτών. Όλα είναι αναλώσιμα και μηδενικής αξίας. Να νοιώθεις πως δεν αξίζει να αλλάξεις τη ζωή σου για κάτι. Τραγικό για έναν νέο άνθρωπο. Ένας νέος μπαίνοντας στην εφηβεία οφείλει να αμφισβητήσει όλου το σύμπαν γύρω του και να δημιουργήσει ένα δικό του σύμπαν μέσα στο οποίο θα ευτυχήσει. Τώρα πια το ζητούμενο δεν είναι να ευτυχίσουμε αλλά να κατακτήσουμε και να αποκτήσουμε πράγματα. Αυτό απέχει από την ευτυχία. Βλέπω νέα παιδιά που δεν έχουν ηθικούς φραγμούς. Την ευκολία που κάποια παιδιά γίνονται βίζιτες για να αποκτήσουν κάτι. Γονείς να ωθούν τα παιδιά τους να πάνε στα ριάλιτι. Κάτι σαθρό υπάρχει στη γενιά μας. Αυτοί οι γονείς είναι. Τι μας συνέβη ακριβώς και καταντήσαμε έτσι;
–Το εκπαιδευτικό σύστημα παραμένει αρχαίο. Ο κόσμος αλλάζει, η τεχνολογία, η εκπαίδευση όμως δεν είναι μπροστά από την εποχή. Το να ζητάς μια παπαγαλία από τα παιδιά, επιφάνεια δηλαδή, θα έπρεπε με άλλον τρόπο να γίνονται τα μαθήματα. Αλλού τα παιδιά μαθαίνουν ενσυναίσθηση. Θα πρέπει ένα τέτοιο σύστημα να αντικαταστήσει το παλιό. Τα παιδιά έχουν πια τόσο υψηλό iq, δεξιότητες αυξημένες, γεννιούνται με γνωστικές δεξιότητες. Ένα πεπαλαιωμένο εκπαιδευτικό σύστημα δεν τα ενδιαφέρει και δεν τα βοηθά. Δεν τα κάνει να συναντηθούν ποτέ με τις αλήθειες τους. Τίποτε από όσα αποκτώ δεν με κάνει τελικά ευτυχισμένο, διότι η αναμονή που είχα να αποκτήσω κάτι ήταν τόσο ισχυρή που όταν το αποκτώ θέλω να πάω στο επόμενο. Δεν το χαίρομαι. Για να δείχνει η ζωή μου πιο συναρπαστική από του διπλανού μου. Δες τι γίνεται στο Instagram. Άνθρωποι που βγάζουν selfies για να δείχνουν διαρκώς που είμαι και τι κάνω. Δεν υπάρχουν πια φιλοσοφικά συστήματα και θρησκείες να μας κάνουν να ελπίσουμε. Οι παππάδες μας έκαναν να σιχαθούμε τη θρησκεία μας. Εμένα με διώξανε από την εκκλησία οι παππάδες. Άρρωστοι, αμαρτωλοί άνθρωποι. Τρεις φωτισμένοι δεν είναι αρκετοί για να σβήσουν τη μπόχα από τον κλήρο. Είδες τι είπε ο Πάπας για την αδιαφορία απέναντι στους μετανάστες; Επιτέλους κάποιος είπε κάτι!
–Συγκινήθηκα με τις Σαρδέλες στην Ιταλία που τραγουδάγανε όλοι μαζί και στη Χιλή που βγήκαν οι άνθρωποι και τραγούδησαν εκεί στις διαδηλώσεις. Εκεί συνειδητοποίησα ότι η μουσική όταν μπαίνει σε τόσα στόματα αβίαστα έχει τεράστια δύναμη. Σου σηκώνεται η τρίχα, ακόμα και από τον υπολογιστή να το βλέπεις. Δεν είναι η μουσική που έχασε τη δύναμη της να συγκινεί και να παρασέρνει, αλλά εμείς που δεν έχουμε βρει τον τρόπο να τη βάλουμε στο στόμα των ανθρώπων. Κάποια πράγματα πάντα θα επανέρχονται. Σε μένα για παράδειγμα τα βιβλία του Ντοστογιέφκσι. Κάθε φορά που τα ξαναδιαβάζω μου μιλάνε με νέο τρόπο και πάντα συγκλονιστικό. Λέω γιατί δεν καταλάβαινα αυτά τα πράγματα όταν ήμουν μικρή; Νοιώθεις χαζή για τότε. Όμως είναι η πείρα της ζωής, το μάτι που κάνει πια αφαιρέσεις. Το μυαλό αφαιρεί. Μπορεί να είναι και κούραση. Δεν κουβεντιάζουμε πια. Μικρές φράσεις μέσα από τον υπολογιστή με μικρές φράσεις.