Άραγε μπορείς να σβήσεις όλη σου την παρουσία στο διαδίκτυο; Ένας δημοσιογράφος το δοκίμασε —και απέτυχε
Το να εξαφανιστείς από το διαδίκτυο αποδεικνύεται μάλλον πιο δύσκολο και από το να εξαφανιστείς στην πραγματική ζωή. Αλλά ίσως αξίζει να προσπαθήσεις
Πριν περίπου μια δεκαετία, ο Max Eddy, αρθρογράφος των The New York Times, σταμάτησε να λαμβάνει νέα από έναν παλιό του φίλο, με τον οποίο κρατούσε επαφή μέσω διαδικτύου.
Ο Eddy ήξερε ότι ο φίλος του ήταν βαθιά εσωστρεφής. Ανέκαθεν είχε το συνήθειο να εξαφανίζεται, μερικές φορές ακόμα και για χρόνια ολόκληρα. Όμως, όλες τις άλλες φορές έδινε ξανά σημεία ζωής, με κάποια νέα διεύθυνση email ή με άλλο όνομα χρήστη στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης. Μια στο τόσο, θα κουβέντιαζαν με κάποιο μήνυμα ή θα βρίσκονταν για έναν καφέ. Αυτή τη φορά… σιγή ιχθύος. Η εξαφάνισή του έμοιαζε οριστική.
Ο Eddy προσπάθησε να τον εντοπίσει χρησιμοποιώντας μηχανές αναζήτησης και «χτενίζοντας» τα κοινωνικά δίκτυα, υποθέτοντας ότι κάτι θα έβρισκε. Αλλά έκανε λάθος. Ο φίλος του είχε γίνει καπνός —τουλάχιστον διαδικτυακά.
Αυτό είναι μάλλον ένα ιδιαίτερα φιλόδοξο εγχείρημα σε μια εποχή που οι προσωπικές μας πληροφορίες είναι πανταχού διαθέσιμες με μια απλή αναζήτηση στο διαδίκτυο, από τη διεύθυνση του σπιτιού και τον αριθμό του κινητού μας μέχρι τα μέλη της οικογένειάς μας και άλλα προσωπικά μας στοιχεία. Για να μην αναφέρουμε άλλες πηγές προσωπικών πληροφοριών, όπως φωτογραφίες που εμφανίζονται σε ιστότοπους εταιρειών για θέσεις εργασίας, φωτογραφίες αποφοίτησης από τα σχολικά μας χρόνια δεκαετίες πριν ή στιγμιότυπα οικογενειακής επανένωσης που κάποιον μακρινό ξάδερφο.
Από τη στιγμή που οι πληροφορίες μας βρίσκονται στο διαδίκτυο, η πλήρης αφαίρεσή τους μοιάζει οριακά αδύνατη.
Όμως, ο Eddy εμπνεύστηκε από την εντυπωσιακή ενέργεια του φίλου του και είπε να το δοκιμάσει.
Μαντέψτε: απέτυχε.
Όταν θες να βρεις τον εαυτό σου (online)
Ο πιο προφανής τρόπος για να δούμε τι μπορούν εύκολα να μάθουν όλοι οι άλλοι για εμάς είναι να γκουγκλάρουμε το όνομά μας, μαζί με τη διεύθυνση ή τον αριθμό του τηλεφώνου μας. Πιθανόν θα βρούμε ιστοσελίδες που φιλοξενούν σε δημόσια θέα τα προσωπικά μας στοιχεία με τη μορφή αποθετηρίου, για να τα δει ο καθένας. Η Google προσφέρει τη δυνατότητα αφαίρεσης ορισμένων αποτελεσμάτων αναζήτησης που περιέχουν προσωπικές πληροφορίες, αλλά με αυτόν τον τρόπο αποτρέπεται μόνο η εμφάνιση των πληροφοριών σε μια αναζήτηση —οι ιστοσελίδες καθαυτές εξακολουθούν να έχουν τις πληροφορίες μας.
Πολλές από αυτές τις ιστοσελίδες ανήκουν σε «εμπορομεσίτες» (brokers) δεδομένων, οι οποίοι συγκεντρώνουν προσωπικά δεδομένα από διάφορες πηγές και στη συνέχεια τα μεταπωλούν σε όποιον τα βρίσκει χρήσιμα. Φυσικά, μπορεί κάποιος να επικοινωνήσει με όλες αυτές τις ιστοσελίδες μία-μία και να ζητήσει την αφαίρεση των δεδομένων του, αλλά απαιτείται χρόνος και κόπος. Ευτυχώς, υπάρχουν και ειδικά λογισμικά που το κάνουν αυτόματα, φυσικά επί πληρωμή.
Κοιτάζοντας μερικές ιστοσελίδες τέτοιων… μαυραγοριτών, ο Eddy σοκαρίστηκε όταν είδε παλιά δικά του email, διευθύνσεις κατοικίας και αριθμούς τηλεφώνου προς πώληση.
Βέβαια, οι πληροφορίες δεν ήταν πάντα ακριβείς. Υπήρχαν καταχωρημένοι αρκετοί “Max Eddy” που ζούσαν κοντά στην πραγματική του διεύθυνση αλλά όχι ακριβώς. Βρήκε επίσης “Max Eddy” που ήταν μεγαλύτεροι ή μικρότεροι ηλικιακά από αυτόν. Ίσως αυτοί οι άνθρωποι να υπάρχουν και να είναι θέμα συνωνυμίας ή ίσως τα δικά του στοιχεία να περάστηκαν λάθος. Αλλά αυτό μικρή αξία έχει για τους brokers. Αυτοί δεδομένα θέλουν να πουλήσουν. Δεν τους νοιάζει να είναι και σωστά.
Ο Eddy δοκίμασε εννιά λογισμικά αφαίρεσης δεδομένων από τέτοιες ιστοσελίδες. Οι περισσότερες πληροφορίες πράγματι αφαιρέθηκαν, αλλά έπρεπε να αφιερώσει πολλά χρήματα και εβδομάδες από τη ζωή του σε αυτή την προσπάθεια. Και πάλι, δεν τα κατάφερε τελείως ούτε εξασφάλισε ότι τα στοιχεία του δεν θα ξαναβρεθούν προς πώληση στο μέλλον.
Βάζοντας τέλος στην ψηφιακή ζωή μας
Αφού επιστράτευσε τα λογισμικά διαγραφής δεδομένων, ο Eddy ασχολήθηκε με τους λογαριασμούς που είχε δημιουργήσει ο ίδιος σε πλατφόρμες και μέσα κοινωνικής δικτύωσης. Ανάμεσά τους προφανώς το Facebook και το Instagram, αλλά και όλοι οι άλλοι που είχε δημιουργήσει ανά τα χρόνια και τους οποίους είχε ξεχάσει εντελώς.
Το πιο λογικό και εύκολο θα ήταν απλώς να διαγράψει τους λογαριασμούς έναν-έναν. Αλλά σκέφτηκε ότι θα είχε περισσότερο ενδιαφέρον να κάνει κάτι άλλο.
Επινόησε ένα σχέδιο για να δημιουργήσει αυτό που οι ειδικοί αποκαλούν «συνθετικά δεδομένα», δηλαδή επινοημένες πληροφορίες για τον εαυτό του. Αν συνέχιζε να χρησιμοποιεί τις ίδιες πληροφορίες στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, θα ήταν πιο εύκολο για τους «εμπορομεσίτες» και όλους τους διάφορους αδιάκριτους να συνδέσουν αυτές τις πληροφορίες με τον πραγματικό του εαυτό. Για αυτό, σκέφτηκε να αντικαταστήσει τα στοιχεία του στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης με τυχαία ονόματα και εικόνες προφίλ, ώστε οι λογαριασμοί να παραμείνουν μεν ενεργοί, αλλά να μην μπορούν εύκολα να ταυτιστούν μαζί του. Συμβουλεύτηκε τον Bill Budington, ερευνητή στο Electronic Frontier Foundation, ο οποίος διαβεβαίωσε ότι η επιλογή έστω και μιας μικρής παραλλαγής του ονόματος δυσκολεύει τον εντοπισμό του χρήστη.
Οι περισσότεροι διαδικτυακοί λογαριασμοί απαιτούν μια λειτουργική διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου, οπότε ο Eddy αποφάσισε να αντικαταστήσει το πραγματικό του email με ένα ψεύτικο, διαφορετικό για κάθε πλατφόρμα. Αυτό θα σήμαινε ότι, αν κάποιος γκούγκλαρε το πραγματικό του email, θα εμφανίζονταν πολύ λιγότερα αποτελέσματα, αφού πλέον τα email στις πλατφόρμες θα είχαν αντικατασταθεί με άλλα, ψεύτικα.
Έπειτα, o Eddy θα αφαιρούσε από κάθε λογαριασμό όσο το δυνατόν περισσότερο προσωπικό περιεχόμενο, όπως φωτογραφίες, σχόλια και αναρτήσεις. Αυτό, φυσικά, είχε και ένα συναισθηματικό κόστος: Δεν είναι εύκολο να απαλλαγείς από τα απομεινάρια μιας διαδικτυακής ζωής 25 ετών.
Τέλος, θα επιστράτευε πάλι ειδικά λογισμικά, αυτήν τη φορά για να διαπιστώσει αν το email και άλλες προσωπικές του πληροφορίες διέρρευσαν στο διαδίκτυο έπειτα από χακάρισμα.
Αντιμέτωπος με το παρελθόν
Αφού κατέστρωσε το σχέδιό του, ο δημοσιογράφος ξεκίνησε να το ξεκαθάρισμα στους λογαριασμούς του. Κάπου εκεί συνάντησε λογαριασμούς σε ιστοσελίδες που μετά βίας θυμόταν ότι κάποτε χρησιμοποιούσε: Patreon, Kickstarter… μέχρι και ένα παμπάλαιο blog του WordPress.
Η διαγραφή της online κοινωνικής του ζωής αποδείχτηκε πιο δύσκολη από ό,τι περίμενε. Ακόμη και το να συνδεθεί απλώς στους λογαριασμούς ήταν συχνά μια πρόκληση. Για παράδειγμα, το Flickr, στο οποίο ανέβαζε κάποτε εκατοντάδες ενσταντανέ της ζωής του, δεν τον άφηνε να συνδεθεί. Για να αποδείξει ότι είναι ο κάτοχος του λογαριασμού, έπρεπε να υποβάλει διαφορετικές εκδόσεις των φωτογραφιών που είχε αποθηκεύσει στο Flickr.
Μετά ήρθε η σειρά του LiveJournal. Ο Eddy έμεινε άναυδος. Είχε ξεχάσει πόσες πολλές καταχωρήσεις είχε χαρίσει σε αυτήν την ξεπερασμένη πια πλατφόρμα. Αποφάσισε να κατεβάσει στον υπολογιστή αυτά τα θυμητάρια του παρελθόντος του πριν τα σβήσει, αλλά δεν ήταν εύκολο. Εντέλει, κατάφερε να εξαγάγει τις καταχωρήσεις σε λογιστικό φύλλο, μήνα προς μήνα, με μεγάλο κόπο.
Μετά από το κουραστικό κατέβασμα του backup, έπρεπε να διαγράψει χειροκίνητα κάθε ανάρτηση. Χρειάστηκαν πάνω από τρεις ώρες.
Η απαλοιφή περιεχομένου στο X, που κάποτε το γνωρίζαμε ως Twitter, αποδείχτηκε ένα ακόμα κοπιώδες έργο. Ο Eddy είχε κάνει τα πρώτα μου tweets με SMS, πατώντας υπομονετικά ένα-ένα τα πλήκτρα στο κινητό του. Ο λογαριασμός του είχε 103.000 tweets, 40.000 retweets και 130.000 likes προς αφαίρεση. Η ολική διαγραφή του λογαριασμού θα έπαιρνε λίγα δευτερόλεπτα, αλλά προτίμησε απλώς να τον απενεργοποιήσει.
Κάπου εκεί έφερε στο νου του τον «εξαφανισμένο» φίλο του. Θυμήθηκε ότι ακόμα και τα πρώτα, αθώα χρόνια του Twitter, ήταν ιδιαίτερα προσεκτικός με τη διαδικτυακή του παρουσία. Κάθε τόσο, διέγραφε τα tweets του και άλλαζε λογαριασμούς. Αν ο Eddy τον έκανε tag ή ανέβαζε μία κοινή τους φωτογραφία, του τηλεφωνούσε και του ζητούσε ευγενικά να την κατεβάσει. «Τότε μου φαινόταν καθαρή παραξενιά όλο αυτό και κάποιες φορές δυσανασχετούσα. Αλλά τώρα, αντιμέτωπος με τη διαγραφή πάνω από 100.000 tweets, είχα αρχίσει να τον καταλαβαίνω…», παραδέχεται ο Eddy.
Το να αφαιρέσει μόνος του τόσες πολλές αναρτήσεις ήταν αδύνατο. Έτσι, επιστράτευσε τη βοήθεια του Cyd, μιας εφαρμογής ανοιχτού κώδικα που διαγράφει αυτόματα τις αναρτήσεις, τις αλληλεπιδράσεις, τα αγαπημένα και τα μηνύματα στο X.
Ο Eddy κάρφωσε το βλέμμα του στην οθόνη ενώ το Cyd έκανε τα… μαγικά του. Από μπροστά του περνούσαν οι χιλιάδες αναρτήσεις που κάποτε ανέβαζε ανελλιπώς. Αναδύονταν ξανά για ελάχιστα δευτερόλεπτα, πριν περάσουν στην ψηφιακή λήθη. Η διαδικασία είχε κάτι το διασκεδαστικό και οδυνηρό μαζί, καθώς ο Eddy έβλεπε φωτογραφίες από το γάμο του ή από το αγαπημένο του κατοικίδιο να κάνουν μια τελευταία εμφάνιση στην οθόνη, πριν σβηστούν για πάντα. Στο τέλος της διαδικασίας ένιωσε ένα σφίξιμο.
Μετά ήρθε η σειρά της Meta. Εδώ επέλεξε, αντί να απενεργοποιήσει τους λογαριασμούς, να τους κρατήσει μεν ενεργούς αλλά εντελώς άδειους από περιεχόμενο.
Καθώς το Cyd δεν υποστηρίζει τη διαγραφή δημοσιεύσεων στο Facebook και το Instagram, ο Eddy βρήκε μία άλλη εφαρμογή, που χειρίζεται το βελάκι στον υπολογιστή. Την προγραμμάτισε να κάνει επαναλαμβανόμενα τα απαραίτητα κλικ, ώστε οι δημοσιεύσεις να διαγραφούν μία-μία. Το αρνητικό με αυτό είναι ότι δεν θα μπορούσε να χρησιμοποιεί τον υπολογιστή του για όσο θα διαρκούσε η διαδικασία. Αποφάσισε, λοιπόν, αξιποιήσει τον κενό του χρόνο καλώντας τους φίλους του για φαγητό στο σπίτι.
Οι φίλοι του αρχικά εντυπωσιάστηκαν, καθώς έβλεπαν τον υπολογιστή να διαγράφει μία μία τις αναρτήσεις μόνος του. Όμως, μετά άρχισαν να αισθάνονται άβολα. «Σύντομα θα αρχίσει να σβήνει και τις φωτογραφίες που είμαστε μαζί σου, ε;», μονολόγησαν, πριν επιστρέψουν στην κουζίνα με μια γλυκόπικρη αίσθηση.
Το Facebook ήταν μακράν η πιο δύσκολη πτυχή στο έργο του Eddy και αυτό στο οποίο είχε τη λιγότερη επιτυχία. Οι ρυθμίσεις απορρήτου του είναι εφιαλτικά δαιδαλώδεις για όποιον θέλει να ασχοληθεί σοβαρά. Έπειτα από μία καφκική αναζήτηση σε μενού και επεξηγηματικούς οδηγούς, βρήκε ότι οι χρήστες μπορούν αναδρομικά να περιορίσουν ποιος μπορεί να δει τις αναρτήσεις τους, καθώς και να μπλοκάρουν την αναζήτηση του περιεχομένου τους σε μηχανές αναζήτησης. Μπορούν επίσης να δημιουργήσουν ένα αρχείο καταγραφής των αλληλοεπιδράσεών τους στην πλατφόρμα, και έπειτα να διαγράψουν προβληματικά σχόλια. Όλα αυτά, όμως, απαιτούν πολλές ενέργειες, που συχνά δεν ήταν ξεκάθαρες.
Τελικά, μετά από μέρες χτενίσματος του Facebook, ο Eddy κατάφερε να αφαιρέσει τις περισσότερες πληροφορίες του. Οι μόνες φωτογραφίες που είχαν απομείνει στο προφίλ του ήταν εκείνες στις οποίες τον είχαν κάνει tag η οικογένεια και οι φίλοι του. Εδώ αμφιταλαντεύτηκε. Πώς θα αντιδρούσαν οι δικοί του αν μάθαιναν ότι έσβησε τα tags; Ρώτησε τη σύζυγό του για τη γνώμη της και του απάντησε αδιάφορα: «Ποιος ασχολείται πλέον με το ποιος σε τάγκαρε στο Facebook;». Κάπως έτσι πείστηκε.
Αλλά ακόμη κι αν αφαιρούσε τις ετικέτες των φωτογραφιών, οι φωτογραφίες θα εξακολουθούσαν να υπάρχουν ανεβασμένες στα προφίλ φίλων και συγγενών. Ο μόνος τρόπος για να τις ξεφορτωθεί πραγματικά ήταν να ζητήσει τη διαγραφή τους, όπως κάποτε έκανε και ο φίλος του. Επειδή φοβόταν μήπως θεωρηθεί αντικοινωνικός, μίλησε σε δύο συγγενείς για το εγχείρημά του και ζήτησε τη γνώμη τους για το αν θα παρεξηγούνταν από ένα τέτοιο αίτημα.
Προς έκπληξή του, και οι δύο του είπαν ότι δεν θα είχαν κανένα απολύτως πρόβλημα να διαγράψουν τις φωτογραφίες. Ανέφεραν ότι τα τελευταία χρόνια έχει αλλάξει δραματικά ο τρόπος με τον οποίο χρησιμοποιούν τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης. Ο ένας είχε ήδη αφαιρέσει τις περισσότερες από τις παλιές αναρτήσεις του και πλέον δεν προσθέτει τίποτα καινούργιο. Ο άλλος εξακολουθεί να δημοσιεύει, αλλά έκανε όλες τις παλιές του δημοσιεύσεις ιδιωτικές. Και οι δύο εξέφρασαν τη βαθιά τους δυσπιστία για το κατά πόσο είναι καλό να μοιράζεσαι την ιδιωτική σου ζωή στο διαδίκτυο πλέον.
Αλλά ο προβληματισμός του Eddy παρέμενε. Τι θα σκέφτονταν τα αγαπημένα του πρόσωπα και τι συναισθήματα θα είχαν αν τους ζητούσε να διαγράψουν ψηφιακά ενθύμια που τον συνέδεαν μαζί τους; Πώς θα αντιδρούσαν;
Ένα άλλο τεράστιο θυμητάρι της παλιάς του κοινωνικής ζωής ήταν το Foursquare, το μέσο κοινωνικής δικτύωσης στο οποίο οι άνθρωποι έκαναν check in σε τοποθεσίες όπως καταστήματα, εστιατόρια και αεροδρόμια. Ήταν η αγαπημένη του εφαρμογή πριν 15 χρόνια, όταν οι άνθρωποι έδιναν από μόνοι τους στίγμα για το πού είναι και οι εταιρείες τεχνολογίας δεν απορροφούσαν τις σχετικές πληροφορίες από το GPS των κινητών τηλεφώνων.
Εδώ η αφαίρεση των δεδομένων ήταν εύκολη υπόθεση. Το μόνο που ο Eddy δεν μπόρεσε να κάνει ήταν να σβήσει τα εκατοντάδες check-ins του. Αλλά κατάλαβε ότι δεν πολυήθελε κιόλας… Μέρη και βιώματα ξυπνούσαν στο μυαλό του, βλέποντάς τα ένα-ένα. Στις καταχωρήσεις φιγούραραν όλοι οι σημαντικοί άνθρωποι με τους οποίους βρέθηκε σε αυτά τα μέρη, ανάμεσα σε αυτούς και η σύζυγός του. Προτίμησε, λοιπόν, να τις κρατήσει αλώβητες.
Πληροφορίες σαν επίμονοι λεκέδες, που δεν σβήνονται
Όλοι οι ειδικοί στην κυβερνοασφάλεια γνωρίζουν ότι οι βάσεις δεδομένων του κρατικού μηχανισμού γίνονται πολύ συχνά αφορμή για τη διαρροή προσωπικών δεδομένων σε κακόβουλους χρήστες. Ο Eddy κατάφερε με αρκετό κόπο να εντοπίσει πολλές πληροφορίες του σε τέτοιες βάσεις, και ανησύχησε από το πόσες πολλές ευαίσθητες πληροφορίες περιείχαν. Και εδώ η διαδικασία αφαίρεσης θα αποδεικνυόταν μεγάλος κόπος.
Ο Eddy ξεκίνησε με μια ανοιχτή βάση δεδομένων που διατηρεί η Πολιτεία της Νέας Υόρκης, όπου καταγράφονται οι ιδιοκτήτες ακινήτων. Έπειτα, βρήκε και ένα αποθετήριο της ομοσπονδιακής κυβέρνησης, όπου περιλαμβάνονται οι πληροφορίες εκλογικών καταλόγων.
Απευθύνθηκε στους αρμόδιους φορείς, ζητώντας να αφαιρεθούν από αυτούς τους ιστοτόπους οι προσωπικές του πληροφορίες, ανάμεσα στις οποίες και η διεύθυνση του σπιτιού του. Άλλοι άνθρωποι με τους οποίους μίλησε του είπαν ότι τα κατάφεραν σχετικά εύκολα, όμως αυτός δυσκολεύτηκε.
Ξεκινώντας από την ιστοσελίδα της τοπικής Κοινότητας, διάβασε ότι έπρεπε να στείλει ένα email με το αίτημά του. Το αρμόδιο τμήμα τού απάντησε σχετικά γρήγορα και τον ενημέρωσε ότι σε αυτά τα αρχεία μπορούν μόνο να διορθωθούν οι πληροφορίες και όχι να διαγραφούν τελείως, με μοναδική εξαίρεση τα θύματα ενδοοικογενειακής βίας. Κάπου εκεί, οδηγήθηκε σε αδιέξοδο…
Η εξαφάνιση έχει και τα μειονεκτήματά της
Σήμερα, ο Eddy μπορεί τουλάχιστον να λέει ότι δεν ανησυχεί τόσο για το τι θα εμφανιστεί όταν γκουγκλάρει το όνομά του. Οι brokers δεν βγάζουν φάτσα φόρα τα προσωπικά του στοιχεία προς πώληση. Πλέον, πάνω-πάνω στις αναζητήσεις της Google με το όνομά του δεν φιγουράρει ο ίδιος, αλλά ένας κωμικός με παρόμοιο όνομα.
Φυσικά, η προσπάθεια δεν σταματά ποτέ. Ακόμα και σήμερα πετάγονται στο Google παλιοί λογαριασμοί που δεν κατάφερε να διαγράψει, φωτογραφίες και βιογραφικά στοιχεία από τα ΜΜΕ στα οποία εργάστηκε. Ακόμα και έτσι, κατάφερε να περιορίσει (κάπως) την έκθεσή του στο διαδίκτυο.
«Τίποτα δεν πάει χαμένο», επιβεβαιώνει ο Peter Dolanjski, υπεύθυνος πωλήσεων της DuckDuckGo, εταιρείας που αναπτύσσει μια μηχανή αναζήτησης με αυξημένες δικλείδες ασφαλείας για την ασφάλεια και την ιδιωτικότητα του χρήστη. «Το να κάνεις έστω κάποιες ενέργειες για την ασφάλειά σου στο διαδίκτυο είναι καλύτερο από το να μην κάνεις τίποτα».
Η διαγραφή του ψηφιακού μας ιστορικού είναι κάτι επώδυνο. Αφενός, διαγράφεις μια για πάντα ένα μεγάλο κομμάτι του εαυτού σου, ακόμα και αν αυτό το κομμάτι δεν είναι τίποτα άλλο πέρα από pixels. Αφετέρου, κόβεις γέφυρες επικοινωνίας με ανθρώπους που σε νοιάζονται και που ίσως θελήσουν να σε ψάξουν. Ακριβώς όπως έκανε ο «εξαφανισμένος» φίλος του Eddy.
Πριν μερικούς μήνες, προσπάθησε να τον αναζητήσει ξανά, αυτήν τη φορά εκτός διαδικτύου. Τηλεφώνησε σε όποιον αριθμό είχε κρατημένο, έστειλε email σε κάθε διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου που θυμόταν. Απευθύνθηκε μέχρι και σε αγνώστους οι οποίοι έτυχε να είναι κάποτε σε κοινές διαδικτυακές συνομιλίες με τον Eddy και το φίλο του.
Δεν κατάφερε τίποτα. Απλώς, αυτός ο άνθρωπος είχε πάρει απόφαση να εξαφανιστεί από όλους και όλα, χωρίς καμία δίοδο επικοινωνίας.
Όμως, λίγο πριν ολοκληρώσει το μεγάλο διαδικτυακό του πείραμα, ο Eddy βρήκε κάτι από το κοινό τους παρελθόν: μία φωτογραφία τους από το Γυμνάσιο, που υπάρχει ακόμα ξεχασμένη από παλιά στο Σχολικό Δίκτυο της Πολιτείας τους. Ήταν πλέον οριστικό. Ακόμα και ο φίλος του Eddy είχε αποτύχει να κόψει κάθε μα κάθε γέφυρα με τον «έξω κόσμο».
«Το να κάνετε λίγο πιο δύσκολη τη ζωή σε όσους θέλουν να σας κουτσομπολέψουν ή, ακόμα χειρότερα, να αποσπάσουν τα προσωπικά σας δεδομένα για να τα πουλήσουν, είναι θετικό», αναφέρει ο Eddy, σε μία αποτίμηση της προσπάθειάς του. «Όμως, πάντα κάποια ψηφιακά “λείψανα” θα ξεφύγουν από τον έλεγχο και τη βούλησή σας. Απ’ την άλλη, δεν χρειάζεται να φτάσετε και σε σημεία εμμονής. Αν θέλετε να κόψετε επικοινωνία με όλους και με όλα, όπως ο φίλος μου, οι οικείοι σας θα το καταλάβουν πολύ πριν φτάσουν στην ξεθωριασμένη φωτογραφία σας από το Γυμνάσιο!».
Με πληροφορίες από nytimes.com