Θα μ’ αγαπάς μέχρι τέλους;
Μια σειρά διηγημάτων με αφορμή ένα σύνθημα. Γράφει ο Βασίλης Μόσχος.
*Αστικά διηγήματα με αφορμή τα συνθήματα σε τοίχους της πόλης: Νέοι συγγραφείς της Θεσσαλονίκης γράφουν στην Parallaxi ιστορίες βγαλμένες από εμπνεύσεις γραμμένες σε δρόμους και σοκάκια, από μια ατάκα της στιγμής που μπορεί να κουβαλά μέσα της αγάπη, πόνο, δάκρυα, ελπίδα, διαψεύσεις ή και τίποτα από όσα προαναφέρθηκαν.
Ο Βασίλης Μόσχος γράφει με αφορμή το εικονιζόμενο σύνθημα:
ΜΕΧΡΙ ΤΕΛΟΥΣ
Έστριψε να το αποφύγει και πέρασε ξυστά∙ ούτε που έλεγξε αν ερχόταν κανείς από τη δεξιά λωρίδα. Δεν βρήκε να σταματήσει, συνέχισε, κοίταξε στον καθρέφτη. Τα αμάξια πιο πίσω απέφυγαν με τη σειρά τους το γατί, πιθανώς ψυλλιασμένα από τη δική του μανούβρα.
Μέχρι να φτάσει στη δουλειά δεν σκεφτόταν τίποτε άλλο. Και στη δουλειά και στο διάλειμμα και πάλι πίσω στο γραφείο, ως το μεσημέρι που σχόλασε και στο δρόμο της επιστροφής κι ενόσω έτρωγε μπροστά στην τηλεόραση, το μυαλό του ήταν κολλημένο στο γατί που ξάπλωνε ατάραχο στη μέση του ανισόπεδου και ίσα που σήκωνε το βλέμμα, θαρρείς ενοχλημένο από τους προβολείς των αυτοκινήτων, χωρίς την παραμικρή διάθεση να κουνηθεί από τη θέση του.
Δεν μπορεί να αποφάσισε απλά να κοιμηθεί στο συγκεκριμένο σημείο. Ούτε παίζει να βρέθηκε τυχαία εκεί πάνω, τουλάχιστον διακόσια μέτρα από το έδαφος, ώστε να πεις διέσχιζε προηγουμένως τον δρόμο ερχόμενο είτε από τις γειτονιές εκεί γύρω, είτε από το δάσος στην πάνω μεριά του δρόμου. Μόνο συνειδητά μπορεί να βρέθηκε εκεί πέρα, όσο παράξενο κι αν φαινόταν.
Αυτό όμως που τον φρίκαρε, που του βραχυκύκλωνε τον εγκέφαλο κανονικά, ήταν η μακαριότητα στην όψη της. Τα λίγα δευτερόλεπτα που ενεπλάκησαν, απ’ όταν την πέρασε για σακούλα μέχρι να απομακρυνθεί εντελώς, έμοιαζε ήρεμη. Να έπλασε στο μυαλό του μια αφήγηση για να εκλογικεύσει το παράλογο της κατάστασης; Η εντύπωση πως φαινόταν ταλαιπωρημένο ή άρρωστο το γατάκι, με το τρίχωμα λερωμένο και θαμπό, το ότι μισόκλεισε τα μάτια τυφλωμένο απ’ τους προβολείς, τα φαντάστηκε όλα αυτά; Και γιατί δεν έτρεχε να σωθεί από τα αμάξια που θα το σκότωναν;
Μέχρι να ξαπλώσει τον απασχολούσαν αυτές οι σκέψεις. Έκανε ανήσυχο ύπνο∙ μπορεί να μην είδε όνειρο με τη γάτα όμως ξυπνούσε κάθε τόσο, άλλαζε το μουσκεμένο φανελάκι και δρόσιζε τον ξεραμένο του λαιμό.
Τελευταίος εφιάλτης που θυμόταν το άλλο πρωί ήταν με τη Γιώτα. Δεν συγκράτησε λεπτομέρειες παρά μόνο τη γενικότερη αίσθηση, σαν μια τροχάδην αναδρομή της γνωριμίας τους. Φυσική κατεύθυνσης, πρώτη μέρα στο νέο σχολείο, δεν του μιλούσε άνθρωπος μέχρι την τρίτη ώρα, τον σχολίαζαν μες στα μούτρα του. Ώσπου μπήκε φουριόζα στην αίθουσα χωρίς να καλημερίσει ή να δικαιολογηθεί στην καθηγήτρια και κάθισε δίπλα του: το πιο όμορφο πλάσμα που θα αντίκριζε ποτέ.
«Θα μ’ αγαπάς μέχρι τέλους;» του είπε όταν αποφάσιζαν να σμίξουν εφ’ όρου, και ήταν κάθετη σ’ αυτό. Επαναλάμβανε το ερώτημα σε κάθε τους σύγκρουση, συμφιλίωση, αστεία αλλά και σοβαρά, ξανά και ξανά για δεκαοχτώ χρόνια, δυο παροδικούς χωρισμούς, άλλες τρεις αποβολές, κέρατα εκατέρωθεν. Τον ξαναρώτησε ακόμα και την ημέρα που υπέγραφαν το διαζύγιο, λες και δεν γνώριζε την απάντηση. Τώρα πια αδύνατον να τον ακούσει, ακόμα κι αν στεκόταν από πάνω της και ούρλιαζε.
Άργησε να ξυπνήσει, τον σκοτείνιασε το όνειρο με τη Γιώτα, βιαζόταν μετά. Είχε ξεχάσει το περιστατικό με τη γάτα και συγκέντρωνε δυνάμεις για να την παλέψει όλη μέρα στη δουλειά. Ανέβαινε τον ανισόπεδο και το γατί βρισκόταν στο ίδιο σημείο. Έστριψε πάλι απότομα αλλά αυτήν τη φορά σταμάτησε στην άκρη του δρόμου, χωρίς αλάρμ χωρίς τίποτα.
Τα όργανα έχασκαν απ’ το κορμάκι σα να εξερράγησαν, η γλώσσα κρεμόταν απ’ το στόμα. Πόδια και ουρά δεν ήταν σε αφύσικη στάση. Τα μάτια του ήταν κλειστά.
Βγήκε από το αυτοκίνητο. Κατάλαβε. Τίποτα δεν ήταν τυχαίο τελικά, ούτε τα είχε φανταστεί. Ποιος ξέρει ποια αρρώστια ή η φθορά των γηρατειών ή η μονοτονία της ίδιας της ζωής την οδήγησε μέχρι εκεί.
Ένα διερχόμενο πέρασε με την κόρνα να σφυρίζει. Εκείνος πλησίασε το νεκρό ζώο∙ η μυρωδιά δεν του φάνηκε αηδιαστική, αντίθετα με όσα πίστευε για τις οσμές της αποσύνθεσης. Κάθισε οκλαδόν και της χάιδεψε το κεφάλι. Ένα φορτηγάκι παραλίγο να ντελαπάρει απ’ τον ελιγμό, τώρα αντί για κόρνα αντήχησε μπινελίκι.
Ξάπλωσε δίπλα της ώστε να την έχει πρόσωπο. Το γεγονός ότι τον ίδιο θα τον μάζευαν κάποια στιγμή από την άσφαλτο ενώ εκείνη θα έχει λιώσει κανονικά, θα ‘χει προ πολλού γίνει αλοιφή ή βορά θηρευτών και μικροβίων, του φάνηκε ολότελα άδικο. Ξανάφερε το χέρι στο κεφάλι της. «Θα μ’ αγαπάς μέχρι τέλους;» την ρώτησε.
Το τζιπάκι είχε τα μεγάλα, τον τύφλωνε, ανασηκώθηκε και μισόκλεισε τα μάτια ενοχλημένος.
*Ο Βασίλης Μόσχος γεννήθηκε στην Θεσσαλονίκη το 1987. Είναι συγγραφέας και σεναριογράφος. Το πρώτο του βιβλίο, συλλογή διηγημάτων, με τίτλο Θραύσματα κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Κέδρος.