The Arrival: Συνομιλώντας με τον Κιούμπρικ

Μια κινηματογραφική «άφιξη» που αξίζει να δεις στη Θεσσαλονίκη.

Πάνος Αχτσιόγλου
the-arrival-συνομιλώντας-με-τον-κιούμπρικ-832395
Πάνος Αχτσιόγλου

Η γενναία και βαθιά πληγωμένη Δρ. Μπανκς αποπειράται να επικοινωνήσει με το “υπερπέραν” αλλά και με αυτό που κρύβει μέσα της, στο φιλοσοφικό sci-fi δημιούργημα του σκηνοθέτη του “Μέσα από τις φλόγες” που κατορθώνει να διατηρήσει την εκφραστικότητα αλλά και την ανθρωπιά του, όντας ταυτόχρονα παράξενα εφαπτόμενο στην ποιοτική φιλμική του κληρονομιά

Δεν χωρά αμφιβολία ότι ο Ντενί Βιλνέβ είναι ένας δημιουργός με χαρακτηριστικό ύφος, άποψη και καλλιτεχνικό θεματικό πυρήνα. Οι ταινίες του, παρότι φαινομενικά ασύνδετες, διακατέχονται από ένα δυνατό αίσθημα ματαίωσης, εσωτερικής αναζήτησης και διάχυτης αγωνίας, όχι τόσο για αυτό που έρχεται, αλλά κυρίως για αυτό που φεύγει.

Ορκισμένος να αποτυπώσει το παρόν ακριβώς τη στιγμή που αυτό μετατρέπεται σε παρελθόν, ο Καναδός σκηνοθέτης είναι διατεθειμένος να καταγράψει την πραγματικότητα που γίνεται έρμαιο στα χέρια ενός “εχθρού” που μπορεί να είναι και ο ίδιος ο εναντιωμένος του εαυτός και να περιπλανηθεί από τα τούνελ των εμπόρων ναρκωτικών του ‘Σικάριο’ ως τις σκοτεινές σκέψεις ενός πληγωμένου πατέρα στο ‘Prisoners’, αναζητώντας ταυτόχρονα τη λύτρωση μέσω, θα έλεγε κανείς, μιας ψυχικής κοσμογονίας που πυροδοτείται από βαθιά και προαιώνια συναισθήματα.

Ιδιαίτερα όμως εδώ, χρησιμοποιώντας ως σεναριακή αφετηρία τη φαινομενικά απλοϊκή και εξαντλημένη υπόθεση της μυστηριώδους έλευσης μιας εξωγήινης ζωής στη γη, ξεδιπλώνει ένα συνταρακτικά συγκινητικό δράμα γύρω από την ανεκτίμητη αξία της επικοινωνίας, εμποτισμένο από το αφοπλιστικό συμπέρασμα ότι η γλώσσα, απογυμνωμένη από την τις συμβάσεις και την πολλές φορές επιβεβλημένη γραμμικότητά της, είναι ό,τι πιο σημαντικό θα μπορούσε κάνεις να αντιτάξει μπροστά στην ασημαντότητα (αλλά και το μεγαλείο) της ύπαρξης.

Στον κεντρικό χαρακτήρα, υποδυόμενο με διακριτική μεγαλοπρέπεια από την Έιμι Άνταμς, ο Βιλνέβ εντοπίζει τον ανεπαίσθητο θρήνο κάποιου γεγονότος που έχει παραμείνει αμυδρά χαραγμένο μόνο ως συναισθηματικό αποτύπωμα, αλλά είναι ικανό να δώσει μια αναπάντεχη λύση, καθώς οι απέλπιδες προσπάθειες της γλωσσολόγου Λουίζ Μπανκς να εγκαθιδρύσει κάποια μορφή επικοινωνίας με τα εξωγήινα όντα που έχουν προσγειωθεί μέσα σε τεράστια σκάφη με σχήμα κοίλου αμυγδάλου κομμένου στη μέση, βαθμιαία αντηχούν παράξενα οδυνηρές, αλλά και κατά κάποιον τρόπο διαφωτιστικά λυτρωτικές αναμνήσεις μέσα της.

Ο σκηνοθέτης ενορχηστρώνει σχεδόν όλες τις αλληλουχίες της “επαφής” με κλειστοφοβικές λείψεις αλλά και ελαφρύ, σχεδόν αδιόρατο χιούμορ προερχόμενο ίσως από την αμηχανία, ίσως από την υπερβατικότητα των στιγμών. Εμποτισμένες από λυρισμό, οι λήψεις ξεδιπλώνονται υγρές, γεμάτες συντριπτική διαύγεια και νοτισμένες από το αξιοθαύμαστο, αυτό που δύσκολα χωρά λόγια περιγραφής.

Κι όμως, η εικονογράφηση απέχει συστηματικά από το τεράστιο, το τρομακτικά μεγαλειώδες. Εξάλλου, δεν είναι οι εξειδικευμένες γνώσεις, ούτε η διανοητική ανωτερότητα, αλλά η ανθρώπινη διαίσθηση, η ευθραυστότητα και ο αυθορμητισμός που θα οδηγήσουν σχεδόν υπνωτισμένα στην κορύφωση του φιλμ, η οποία μοιραία κρύβει μέσα της ίσως τη μοναδική ανθρώπινη βεβαιότητα: το θάνατο.

Αφήνοντας επιδέξια χώρο για κοινωνικό και πολιτικό στοχασμό (αν και σε εκείνες τις στιγμές ρισκάρει να εκτροχιαστεί προς το τετριμμένο) ο προικισμένος σκηνοθέτης χτίζει ένα στόρι θεμελιωδώς βασισμένο πάνω σε εντελώς “επίγειες” νοηματοδοτήσεις, κρατώντας τελικά το φανταστικό ως υποβοήθημα, όπως το ίδιο βοηθητικοί αποδεικνύονται και οι περιφερειακοί χαρακτήρες της ταινίας (ιδίως ο Τζέρεμι Ρένερ στο στερεοτυπικό ρόλο ενός επιστήμονα που αναλαμβάνει να βοηθήσει την Άνταμς στην σχεδόν αδύνατη αποστολή της).

Χαλαρά χρονικά καθορισμένη, δανείζεται σεναριακά στοιχεία από ένα λιγότερο mainstream αφηγηματικό σινεμά, οφείλοντάς το κυρίως στην ελαφρώς αποχρωματισμένη κινηματογράφηση που αναλαμβάνει πολλές φορές τον περίτεχνο ρόλο του υπαινικτικού αφηγητή.

Ωστόσο, παρά τα ασαφή και υποκειμενικά φλας μπακ και την έντονη φιλοσοφική διάθεση, το φιλμ καταφέρνει να κρατηθεί διαυγές και ευανάγνωστο. Όμοιο με εκείνη τη μουσική φράση φτιαγμένη από πέντε νότες, που αντηχεί στον σκοτεινό ουρανό στις ‘Στενές επαφές τρίτου τύπου’ του Σπίλμπεργκ (στο οποίο και η ταινία ξεκάθαρα αποτίει φόρο τιμής), όμως λίγο πιο “λογοτεχνικό” και σίγουρα περισσότερο σπαραξικάρδιο.

Αντίθετα με αρκετές πρόσφατες αστοχίες όσον αφορά το genre (βλέπε ‘Midnight Special’ του Τζεφ Νίκολς) το ‘Arrival’ αποδεικνύεται ένα μεγαλόπρεπο αλλά και ριψοκίνδυνο φιλμ, που πηδά στο κενό από την κορυφή της υπερβατικής του θεματολογίας, χωρίς κανένα δίχτυ προστασίας από κάτω.

Σίγουρα αν ψάξεις θα βρεις στιγμές αφέλειας ή υπερβολής, όμως η ανατριχιαστική ευαισθησία του και το γλυκόπικρο κενό που αφήνει, αποτελούν δείγματα υψηλής ποιότητας και ιδιαίτερης καλλιτεχνικής ματιάς. Και αυτό γιατί, πάνω απ’ όλα, πρόκειται για ένα δημιούργημα που ανιχνεύει συνδέσμους προσωπικούς και ακλόνητους, βασισμένους σε ανεπεξέργαστες αισθητήριες αναμνήσεις, που έχουν τη δύναμη να διαπεράσουν ακόμη και την απεραντοσύνη του σύμπαντος. Εκεί που τελικά (παραφράζοντας την διάσημη κινηματογραφική φράση) όλοι μπορούν να σε ακούσουν να φωνάζεις . . .

Η ταινία προβάλλεται στην Ταινιοθήκη της Θεσσαλονίκης την Τρίτη στις 21:30, στο πλαίσιο της ρετροσπεκτίβας στο έργο του Ντενί Βιλνέβ

Σκηνοθεσία: Denis Villeneuve Ηθοποιοί: Amy Adams, Jeremy Renner, Forest Whitaker

Σχετικά Αρθρα
Σχετικά Αρθρα