Τα second hand ρούχα παρουσιάζονται συνήθως ως μία οικονομική και οικολογική εναλλακτική στη γρήγορη μόδα και την υπερκατανάλωση. Ισχύει όμως όντως κάτι τέτοιο;Τα μεταχειρισμένα ρούχα είναι της μόδας! Το 2024 η παγκόσμια αγορά μεταχειρισμένων ρούχων άγγιξε τα 194 δισ. ευρώ, δηλαδή όσο περίπου και οι ετήσιες πωλήσεις της , σύμφωνα με τον αναλυτή Νιλ Σόντερς. Οι νεότερες γενιές, οι λεγόμενες Gen Z και μιλένιαλ, τροφοδοτούν αυτή την τάση. «Έχει μετατραπεί σε έναν χώρο δημιουργίας, οι άνθρωποι το διασκεδάζουν», λέει ο Σόντερς. «Επιπλέον, πολλοί το βλέπουν και ως μία πιο βιώσιμη επιλογή», συμπληρώνει.
Και αυτό δεν είναι τυχαίο. Η μόδα είναι μια από τις πιο καταστροφικές βιομηχανίες για το περιβάλλον, υπεύθυνη για έως και 10% των ανθρωπογενών εκπομπών αερίων του θερμοκηπίου. Κι αυτό χωρίς να συνυπολογίσουμε την τεράστια κατανάλωση νερού και τη ρύπανση των υδάτων. Στα στοιχεία αυτά έρχεται να προστεθεί και η τεράστια παραγωγή ρούχων: Από 10% έως 30% των ενδυμάτων που κατασκευάζονται δεν θα πωληθούν ποτέ. Κάπου εκεί είναι που κάνει την εμφάνισή της η μεταπώληση (resale), η οποία υπόσχεται να βελτιώσει τον οικολογικό αντίκτυπο της μόδας. Σύμφωνα με μια μελέτη, οι μεταπωλήσεις θα μπορούσαν να μειώσουν τις εκπομπές μεγάλων εταιρειών ένδυσης και outdoor brands κατά 16% έως το 2040.
Η υπόσχεση του thrifting να μειώσει τη ρύπανση της μόδας
Οι ιδιοκτήτες second hand καταστημάτων παρατηρούν ωστόσο μία ευρύτερη πτώση στην ποιότητα των μεταχειρισμένων ρούχων από τότε που εταιρείες fast fashion, όπως η Primark και η Shein, κατέκλυσαν την αγορά. Και ακόμη και στις πωλήσεις μεταχειρισμένων, από άποψη τιμών, κερδίζει και πάλι το διαδίκτυο…
Δέκα χρόνια πριν, η online αγορά μεταχειρισμένων περιοριζόταν κυρίως σε πλατφόρμες που προωθούσαν αγορές από χέρι σε χέρι. Σύντομα όμως οι μεγάλοι παίκτες του λιανικού εμπορίου θέλησαν κι αυτοί ένα μερίδιο. Από τις αλυσίδες γρήγορης μόδας Zara και Shein, μέχρι μεγάλες εταιρείες όπως North Face και Dr. Martens, σήμερα όλες διαθέτουν δικές τους πλατφόρμες μεταπώλησης.
Η εμπειρία της διαδικτυακής αγοράς δεν διαφέρει ουσιαστικά από ένα κλασικό ηλεκτρονικό κατάστημα: υπάρχουν φίλτρα για νούμερα, σχέδια και χρώματα. Η ειδοποιός διαφορά βρίσκεται ωστόσο στο μάρκετινγκ, το οποίο προβάλλει την ιδέα ότι αγοράζοντας κανείς μεταχειρισμένα ρούχα «κάνει κάτι καλό για τον πλανήτη»… αφήνοντας τον επίδοξο αγοραστή με μία αίσθηση ότι ψωνίζοντας… κάνει και μία ηρωική πράξη.
Επιπλέον, αν εμβαθύνει κανείς λίγο την αναζήτησή του στα online καταστήματα μεταχειρισμένων, δεν θα αργήσει να καταλάβει πως ορισμένες πλατφόρμες resale συνδέονται άμεσα με την πώληση καινούριων ρούχων. Επιπλέον, τεχνικές όπως χρονόμετρα αντίστροφης μέτρησης και ειδοποιήσεις για «τελευταία ευκαιρία» θυμίζουν fast fashion. Ο Μάρτιν Ράιμαν, καθηγητής στον τομέα του marketing από το Πανεπιστήμιο της Αριζόνα, προειδοποιεί πως αυτά τα εργαλεία «τα οποία αντλήθηκαν από την ηλεκτρονική διαφήμιση μπορούν να εδραιώσουν και στη μεταπώληση την υπερκατανάλωση».
Μπορεί το καινούριο να είναι πιο βιώσιμο από το μεταχειρισμένο;
Σύμφωνα με έρευνα της βρετανικής ΜΚΟ WRAP, μόνο τρεις στις πέντε αγορές μεταχειρισμένων αντικαθιστούν πραγματικά καινούρια είδη. Ερευνητές του Πανεπιστημίου της Ουτρέχτης υποστηρίζουν ότι το κλειδί είναι η μακροχρόνια χρήση των ρούχων και όχι μόνο η αγορά second hand.
Ποιο είναι λοιπόν το συμπέρασμα; Τα second hand ρούχα (και όχι μόνο…) μπορούν πράγματι να προσφέρουν μία νέα ζωή σε ένα ρούχο, επιμηκύνοντας τον χρόνο ζωής τους, αρκεί αυτό όντως να φορεθεί… ώστε να μην επαναληφθούν τα ίδια καταναλωτικά μοτίβα που εδραιώθηκαν μέχρι σήμερα στη μόδα.
Επιμέλεια: Χρύσα Βαχτσεβάνου