Το ”Χώρα, σε βλέπω” επιστρέφει στη Θεσσαλονίκη στο 24ο ΦΝΘ
Με εμβληματικά ντοκιμαντέρ μικρού και μεγάλου μήκους.
To «Χώρα, σε Βλέπω», η πρωτοβουλία της Ελληνικής Ακαδημίας Κινηματογράφου για τη διάσωση, ψηφιοποίηση, προβολή και μελέτη ταινιών από την πλούσια κληρονομιά του ελληνικού κινηματογράφου του 20ού αιώνα, επιστρέφει στην Θεσσαλονίκη με ένα εκλεκτικό πρόγραμμα προβολών ντοκιμαντέρ.
Φιλοξενούμενη του 24ου Διεθνούς Φεστιβάλ Ντοκιμαντέρ Θεσσαλονίκης, η πρωτοβουλία της Ελληνικής Ακαδημίας Κινηματογράφου «Χώρα, σε Βλέπω» πραγματοποιεί και πάλι προβολές εμβληματικών ταινιών, αυτή τη φορά ντοκιμαντέρ μικρού και μεγάλου μήκους.
Από καυτά πολιτικά ζητήματα της δεκαετίας του ’70 («Μέγαρα», «Ο Αγώναςτων Τυφλών») μέχρι ιδιοσυγκρασιακές υβριδικές προσεγγίσεις του άστεως («Το Άλλο Γράμμα»), και από ποιητικές χειρονομίες με κοινωνική ανησυχία («ΡΟΜ») μέχρι γνωστά και άγνωστα μικρού μήκους διαμάντια («Ακρόπολις των Αθηνών»,«Αθήναι», «Γράμματα από την Αμερική», «Θηραϊκός Όρθρος» «Οικόπεδο», «Στα Τουρκοβούνια», «Τελευταίος Σταθμός, Κρόιτσμπεργκ», «Φούρνοι, μια Γυναικεία Κοινωνία») το πρόγραμμα των προβολών περιλαμβάνει μία πληθώρα ταινιών που πρέπει κανείς να δει τουλάχιστον μία φορά στη ζωή του στη μεγάλη οθόνη.
Αυτό είναι το τρίτο και τελευταίο μέρος του Χώρα, σε Βλέπω στην Θεσσαλονίκη. Το πρόγραμμα θα συνεχίσει τη δράση του ανά τον κόσμο με προβολές σε χώρους και ημερομηνίες που ανακοινώνονται σταδιακά, πάντα υπό την αιγίδα της επιτροπής «Ελλάδα 2021».
Κύριος χορηγός της δράσης είναι το Εθνικό Κέντρο Οπτικοακουστικών Μέσων και Επικοινωνίας – ΕΚΟΜΕ, ενώ χορηγοί δράσης είναι το Ελληνικό Κέντρο Κινηματογράφου, το Φεστιβάλ Αθηνών Επιδαύρου και το Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης, με την υποστήριξη της Ταινιοθήκης της Ελλάδος και της Finos Film.
ΟΙ ΤΑΙΝΙΕΣ ΑΝΑΛΥΤΙΚΑ:
ROM του Μενέλαου Καραμαγγιώλη
Το 1979, ο ΟΗΕ αναγνωρίζει τη φυλή των Ρομά με το προγονικό της όνομα RΟΜ. Μια δεκαετία αργότερα, η ταινία του Μενέλαου Καραμαγγιώλη χρησιμοποιεί για πρώτη φορά τον όρο ROM στην Ελλάδα και επιχειρεί να δώσει το στίγμα του λαού αυτού στην ευρωπαϊκή ήπειρο, ακολουθώντας τέσσερις διαφορετικές κατευθύνσεις που εκφράζονται στα πρόσωπα των τεσσάρων αφηγητών: Ο Δάσκαλος παρουσιάζει τις ρίζες των Ρομά αναλύοντας τις σπάνιες ιστορικές μνείες, σαν να διαβάζει από τα περιθώρια της Ιστορίας, και ο Φωτογράφος αποτυπώνει σε εικόνες το παρόν ενός λαού που δεν είχε ποτέ γραπτή παράδοση και επίσημη ιστορία. Η Τάμαρα μας ξεναγεί σε αρχέγονους μύθους, ιστορίες και τρόμους που εκφράζουν μια ολόκληρη κοινή ιστορία, ενώ η Άιμα μας συστήνει τη ματιά μιας νέας γενιάς που κοιτά προς το μέλλον, αναζητώντας μια νέα ταυτότητα δεμένη με το σήμερα.
Ο ΑΓΩΝΑΣ ΤΩΝ ΤΥΦΛΩΝ της Μαρίας Χατζημιχάλη-Παπαλιού
Ντοκιμαντέρ που, ξεκινώντας από μια σκληρή πραγματικότητα, την αδιαφορία με την οποία αντιμετωπίζονται οι χιλιάδες τυφλοί της χώρας μας, παρακολουθεί για δύο χρόνια (1976-1977) την ορμητική τους εξέγερση. Στις κινητοποιήσεις αυτές, πάνω από 15.000 τυφλοί ύψωσαν τη φωνή τους απαιτώντας να τερματιστεί η καταπίεση και η εκμετάλλευσή τους από το κράτος και τα φιλανθρωπικά κυκλώματα.
Με σύνθημα «ψωμί, παιδεία και όχι επαιτεία», 300 άνθρωποι καταλαμβάνουν τον Οίκο Τυφλών και θέτουν επί τάπητος τα προβλήματά τους, κερδίζοντας κάποιες πρώτες νίκες. Μέσα στο αγωνιστικό κλίμα της Μεταπολίτευσης, μετά την πτώση της Χούντας, ο αγώνας αυτός των Τυφλών πραγματοποιείται σε μια στιγμή που οι κοινωνικοί συσχετισμοί επαναπροσδιορίζονται, καθορίζοντας την κατεύθυνση της χώρας για τις επόμενες δεκαετίες.
ΑΘΗΝΑΙ της Εύας Στεφανή
Η ζωή στον σταθμό Λαρίσης, μια ανοιξιάτικη βραδιά του 1995. Γυρισμένο κατά τη διάρκεια τεσσάρων εβδομάδων, όμως υιοθετώντας τη χρονολογική δομή μιας βραδιάς, το φιλμ αποτελεί μια πινακοθήκη προσώπων που συχνάζουν στον σταθμό: άστεγοι, φαντάροι, μετανάστες, ορίζουν έναν χώρο συνάντησης και συνύπαρξης διαφορετικών κόσμων. Η πτυχιακή ταινία της Εύας Στεφανή, όχι μόνο μας συστήνει μια καθοριστική φιγούρα του ελληνικού αβαν-γκαρντ, αλλά μας εισάγει και στον κόσμο του ντοκιμαντέρ παρατήρησης που υπηρετεί, επιτρέποντας στους χαρακτήρες της να καταλάβουν τον κινηματογραφικό χώρο που το σινεμά ευρείας κατανάλωσης συχνά τους αρνείται.
ΟΙΚΟΠΕΔΟ του Θόδωρου Μαραγκού
Η ζωή σε ένα οικόπεδο των Πετραλώνων σε τρεις εποχές του χρόνου. Σε μια αλάνα, το φθινόπωρο στήνεται ένα Λούνα Παρκ, το χειμώνα το οικόπεδο ερημώνεται και την άνοιξη χρησιμεύει σαν στάδιο όπου γίνονται οι γυμναστικές επιδείξεις του σχολείου, οι οποίες κατά τη διάρκεια της Χούντας γίνονται ένα ακόμα εργαλεία αποπροσανατολισμού από το καθεστώς. Μια σύνθεση από στιγμές της ζωής όπως κυλάει σε μια από τις τότε λιγότερο αστραφτερές γωνιές της πρωτεύουσας, όπου ένας χώρος αποκτά τη δική του υπόσταση. Το πέρασμα του χρόνου σμιλεύει τον χαρακτήρα ενός κομματιού γης αφήνοντας εκεί πάνω τα σημάδια του, όπως θα το έκανε και σε έναν άνθρωπο. Στιγμές χαράς και ζωντάνιας δίνουν τη θέση τους σε μια βροχερή μελαγχολία, σαν αλλαγές διάθεσης στην αλλαγή των εποχών. Μέχρι που το συμφέρον, μια εξωγενής δύναμη, διαλύει τα πάντα κατά την ανέγερση μιας οικοδομής. Το τέλος είναι αμείλικτο και αναπόφευκτο.
ΣΤΑ ΤΟΥΡΚΟΒΟΥΝΙΑ του Λευτέρη Ξανθόπουλου
Στην υψηλότερη κορυφή της λοφοσειράς των Τουρκοβουνίων στην Αθήνα, τα πρώτα αυθαίρετα κτίσματα άρχισαν να κάνουν την εμφάνισή τους στη δεκαετία του ᾽50 εποικισμένα από οικογένειες άστεγων εσωτερικών μεταναστών σε αναζήτηση ενός μέρους το οποίο θα μπορούσαν να αποκαλέσουν σπίτι. Βασισμένη σε αφηγήσεις των κατοίκων της περιοχής, από τις περιπέτειες που τους οδήγησαν ως εκεί μέχρι τα πορτρέτα τους σε ένα ακόμα βασανισμένο και αβέβαιο παρόν, η ταινία ολοκληρώνει μια τριλογία μικρού μήκους ντοκιμαντέρ πάνω στο μεταναστευτικό ζήτημα από τον Λευτέρη Ξανθόπουλο, μετά τα «Ελληνική Κοινότητα Χαϊδελβέργης» και «Ο Γιώργος από τα Σωτηριάνικα».
ΑΚΡΟΠΟΛΙΣ ΤΩΝ ΑΘΗΝΩΝ του Ροβήρου Μανθούλη
Μορφωτικό ντοκιμαντέρ των Ροβήρου Μανθούλη, Φώτη Μεσθεναίου και Ηρακλή Παπαδάκη γυρισμένο υπό την αρχαιολογική καθοδήγηση του Γιάννη Μηλιάδη, Διευθυντή του Μουσείου της Ακροπόλεως, ο οποίος είναι και αφηγητής. Αποτελεί μια θαυμαστής συνέπειας χαρτογράφηση του χώρου της Ακρόπολης, στα αντικείμενα, τους χώρους, την εικονογραφία, την σύνδεση με την ιστορία και με την παράδοση. Από τις εναρκτήριες στιγμές και την παρουσίαση της περιπλοκότητας και της ιδιαιτερότητας της θέσης της, και μέσα από την παρουσίαση κάθε εντυπωσιακής λεπτομέρειας, αλλά και ενός ευρύτερου καλλιτεχνικού πλαισίου, το φιλμ μας ταξιδεύει στο χρόνο συνδέοντας τους αιώνες δόξας της αθηναϊκής ιστορίας με το σήμερα, με το μνημείο να καδράρεται όχι μόνο ως το λαμπερό μνήμα ενός παλιού πολιτισμού, αλλά και ως προς την τωρινή θέση του, πάνω από μια μεγάλη, σύγχρονη πόλη. Σε μια εποχή που έργα του Ροβήρου Μανθούλη βραβεύονταν και ταξίδευαν ήδη στο εξωτερικό κι ο ίδιος ως μέλος της Ομάδας των 5 προωθούσε παθιασμένα την τέχνη του ντοκιμαντέρ και την εκπαίδευση του κοινού, η «Ακρόπολη» βρήκε διανομή με έναν αξιομνημόνευτο τρόπο, μέσα από μια προβολή της στο Μουσείο Μετροπόλιταν της Νέας Υόρκης που οδήγησε στην πώλησή της σε σειρά πανεπιστημίων στην Αμερική και τον κόσμο.
ΘΗΡΑΪΚΟΣ ΟΡΘΡΟΣ των Κώστα Σφήκα και Σταύρου Τορνέ
Μια «οπτική κοινωνική έρευνα» πάνω στη Σαντορίνη την εποχή που η πρωτόγονη αγροτική οικονομία δίνει σταδιακά τη θέση της στην ανερχόμενη τότε βιομηχανία του τουρισμού. Οι εξαθλιωμένοι και υποσιτισμένοι κάτοικοί της αντιπαραβάλλονται στην υποβλητική ομορφιά του νησιού με ηχητικό φόντο τους ψαλμούς του Όρθρου. Γυρισμένο στο νησί το καλοκαίρι του ᾽67, κατά την έναρξη της δικτατορίας, το μικρού μήκους φιλμ μέσα από τη δύναμη της αντίστιξης των εικόνων και της μουσικής ξεφεύγει από τα όρια ενός απλού λαογραφικού ντοκιμαντέρ και παρουσιάζεται ως ένα στοιχειωτικό πορτρέτο μιας κοινωνίας δύο ταχυτήτων, σαν δυσοίωνο όραμα ενός μέλλοντος που ήδη εξαπλωνόταν.
https://www.youtube.com/watch?v=OedeACRjjJI
ΦΟΥΡΝΟΙ, ΜΙΑ ΓΥΝΑΙΚΕΙΑ ΚΟΙΝΩΝΙΑ των Αλίντα Δημητρίου και Νίκου Κανάκη
Στο νησί Φούρνοι της Ικαρίας, ένας ερευνητής παρακολουθεί τη ζωή των κατοίκων. Δίχως προκαθορισμένο σενάριο, δίχως έτοιμες ερωτήσεις, ως απλός παρατηρητής. Μέσα από αυτή την έρευνα, ζωντανεύει μπροστά στα μάτια μας η κοινωνία των Φούρνων μέσα από τους ανθρώπους της, μέσα από αναμνήσεις, μέσα από αγωνίες, μέσα από τον καθημερινό μόχθο. Στο νησί, οι άνδρες είναι ναυτικοί και οι γυναίκες έχουν αναλάβει όλα τα πόστα που πιο συμβατικά θα περίμενε κανείς να εκτελούνται από τους άντρες, από οικοδομικές εργασίες μέχρι αγροτικές δουλειές. Η κάμερα της Αλίντας Δημητρίου και του Νίκου Κανάκη καταγράφει έτσι με ανάγλυφο τρόπο τις σχέσεις ανάμεσα στα δύο φύλα και το πώς ο καταμερισμός της εργασίας αποτελεί βασικό γρανάζι στην λειτουργία της κοινωνικής μηχανής.
ΜΕΓΑΡΑ των Σάκη Μανιάτη και Γιώργου Τσεμπερόπουλου
Ο ξεσηκωμός των κατοίκων των Μεγάρων ενάντια στην απόφαση της Χούντας να απαλλοτριώσει μια μεγάλη αγροτική περιοχή για την εγκατάσταση διυλιστηρίου πετρελαίου και η τελική έκβαση του αγώνα τους. Σε μια εποχή που ακόμα οικολογία και περιβάλλον αποτελούν άγνωστους όρους στην Ελλάδα, η ταινία δίνει το λόγο στους αγρότες και τους προσφέρει τον χώρο για να αναφέρουν τις εμπειρίες τους, να θυμώσουν, να συγκινηθούν. Με vérité γλώσσα και με πρωταγωνιστές τους ίδιους τους αγρότες-θύματα ενός απάνθρωπου οικονομικού μετασχηματισμού, η ταινία εντοπίζει βαθύτερα αίτια και αποτελέσματα πίσω από το επίπεδο του ορατού. Με βλέμμα διερευνητικό και πάνω απ’ όλα κοινωνικό, αφουγκράζεται τις αγωνίες μιας τάξης ανθρώπων των οποίων ο λόγος σπανίως βρίσκει διέξοδο στο σινεμά με τέτοια καθαρότητα και ευθύτητα, αποτυπώνοντας ανάγλυφα την εικόνα μιας Ελλάδας σε κρίσιμη καμπή μέσα από ανθρώπινα πρόσωπα, ενστικτώδη λόγια και ένα εφιαλτικά παρηκμασμένο τοπίο.
Καθώς λαμβάνει χώρα μια από τις σοβαρότερες οικολογικές καταστροφές που έχει δει η χώρα, οι δύο δημιουργοί την καταγράφουν με δυναμική κινηματογραφική γλώσσα, σε ένα από τα σημαντικότερα ντοκιμαντέρ του σύγχρονου ελληνικού -και όχι μόνο- σινεμά. Ένα αληθινό πολιτικό τεκμήριο, το πρώτο οικολογικό ντοκιμαντέρ στην Ελλάδα βραβεύεται σε Φεστιβάλ Βερολίνου και Θεσσαλονίκης, αποτελώντας ταυτόχρονα και το ξεκίνημα της σπουδαίας διαδρομής για τους δύο σημαντικούς δημιουργούς του. Τον Σάκη Μανιάτη, που μετέπειτα ως διευθυντής φωτογραφίας δούλεψε σε φιλμ σαν τα «Καρκαλού» και «Παραγγελιά», και τον Γιώργο Τσεμπερόπουλο, του οποίου το βαθιά προσωποκεντρικό σινεμά δεν έπαψε ποτέ να βρίσκεται σε διάλογο με μια ανήσυχη κοινωνία σε διαρκή αλλαγή.
ΤΟ ΑΛΛΟ ΓΡΑΜΜΑ του Λάμπρου Λιαρόπουλου
«Μου ζητάς να σου πω μια ιστορία με αρχή, μέση και τέλος. Αρχή, γίνεται κάθε στιγμή και το τέλος δε χωράει στην οθόνη που βλέπεις». Τα λόγια του ίδιου του σκηνοθέτη Λάμπρου Λιαρόπουλου γίνονται νοηματική άγκυρα ενός στυλιστικά φιλόδοξου μα πάνω απ’ όλα δυσβάσταχτα προσωπικού, υβριδικού φιλμικού ντοκουμέντου, όπου η πόλη, η χώρα, οι εποχές, οι πολιτικές μετεξελίξεις διαπλέκονται ως ένα με το σινεμά του δημιουργού. Η ταινία, η πρώτη και τελευταία μεγάλου μήκους ενός σκηνοθέτη που έφυγε τραγικά νωρίς αφήνοντας ένα μικρό σύνολο έργου πίσω του (ή, όπως έλεγε ο Θόδωρος Αγγελόπουλος, «μάλλον ο όγκος του έργου του Λιαρόπουλου ήταν αρκετά μεγάλος, αλλά φαίνεται πως τον αγνοούσαν ακόμη και οι συνάδελφοί του»), αποτελεί μια αυτοβιογραφική καταγραφή όσο και ένα σχόλιο πάνω στην κρίσιμη δεκαετία 1965-1975, για τον χρόνο που σμιλεύει, δημιουργεί, καταστρέφει, για τον κόσμο γύρω μας που αλλάζει, για την Αθήνα και την Ελλάδα.
ΓΡΑΜΜΑΤΑ ΑΠΟ ΤΗΝ ΑΜΕΡΙΚΗ του Λάκη Παπαστάθη
Ολόκληρη η ζωή ενός μετανάστη, όπως την αφηγείται ο ίδιος μέσα από ένα δεματάκι από 120 καρτ-ποστάλ και φωτογραφίες, μετατρέπεται σε ντοκουμέντο ενός ολόκληρου εθνικού ξεριζωμού. Ο Αναστάσιος ξεκινάει από το Γύθειο το 1905, φτάνει στην Πάτρα και από εκεί με το υπερωκεάνιο ταξιδεύει στην Αμερική. Ζει εκεί εργαζόμενος σε εστιατόρια. Το 1930 γυρίζει στον τόπο του για να παντρευτεί γυναίκα από την πατρίδα του. Φεύγει μαζί της στην Αμερική, δημιουργούν οικογένεια με δυο παιδιά. Μετά τον εμφύλιο και την άνοδο στην εξουσία του στρατάρχη Παπάγου, επιστρέφουν οριστικά για να πεθάνουν στην Ελλάδα. Όλο το ντοκιμαντέρ στηρίζεται στις εικόνες από τις καρτ-ποστάλ και τις φωτογραφίες που έστελνε στο σπίτι του για πενήντα περίπου χρόνια. Πίσω από αυτές τις εικόνες, υπάρχει πάντα ένα κείμενο, το οποίο αποτέλεσε και το σπικάζ της ταινίας.
ΤΕΛΕΥΤΑΙΟΣ ΣΤΑΘΜΟΣ, ΚΡΟΪΤΣΜΠΕΡΓΚ του Γιώργου Καρυπίδη
Στη συνοικία Κρόιτσμπεργκ του Δυτικού Βερολίνου ζουν ξένοι εργάτες, Έλληνες και Τούρκοι οι οποίοι αγωνίζονται για ένα καλύτερο μέλλον, ενώ παράλληλα προσπαθούν να διατηρήσουν την εθνική τους ταυτότητα. Η ζωή, τα προβλήματα και η συλλογική πολιτική δράση των γκασταρμπάιτερ γίνεται αντικείμενο εξερεύνησης στο σπουδαίο ντοκιμαντέρ του Γιώργου Καρυπίδη, ο οποίος για ένα διάστημα είχε κι ο ίδιος ζήσει και εργαστεί ως σκηνοθέτης στο Βερολίνο για τη δημόσια τηλεόραση SFB.