Featured

Βούλα Σαββίδη: Περιμένω τη δική μου Ανάσταση

Οι σκέψεις της Βούλας Σαββίδη κυλάνε σαν ποτάμι, άλλοτε σκοτεινό και αργό και άλλοτε φωτεινό και ορμητικό. Μια κουβέντα με τη θρυλική τραγουδίστρια.

Γιώργος Τούλας
βούλα-σαββίδη-περιμένω-τη-δική-μου-ανά-747821
Γιώργος Τούλας

Η Βούλα Σαββίδη είναι ένα πρόσωπο του μύθου. Εκτός από μούσα του Χατζιδάκι, αυτό το απόμακρο κορίτσι που γεννήθηκε στις Σέρρες, μεγάλωσε στη Σταυρούπολη, ωρίμασε απότομα στην Αθήνα, επέστρεψε στην Θεσσαλονίκη και αναχώρησε για χρόνια από το δημόσιο βίο, επιλέγοντας προσεκτικά εκείνη πότε και πως θα δίνει το στίγμα της, υπήρξε για όλους εμάς μια μυστηριώδης γυναίκα με μια παράξενη επιβλητική φωνή, που σημάδεψε τα ακούσματα μας.

Στο διαμέρισμα της στο κέντρο της πόλης, ένα παράθυρο αντικρίζει θάλασσα. Μια εικόνα που αλλάζει στη διάρκεια της μέρας πολλές φορές. Της λέω πως πολλά χρόνια πριν ένα τραγούδι της, το ”Και όλο μου λες” μου είχε γίνει εμμονή. Το άκουγα και το έπαιζα στο ράδιο καθημερινά. Ήταν η κορυφαία για μένα ερμηνεία της θλίψης, μαζί με το ”So Sad” της Marianne Faithfull. To κασετόφωνο αρχίζει να γράφει. Οι σκέψεις της Βούλας Σαββίδη κυλάνε σαν ποτάμι, άλλοτε σκοτεινό και αργό και άλλοτε φωτεινό και ορμητικό.

-Γεννήθηκα και πέρασα τα παιδικά μου χρόνια στις Σέρρες. Σε μια γειτονιά ωραία κάτω από το Γκουλά. Που ήταν όμορφα χρόνια. Δεν ένιωσα ποτέ την ασφυξία που περιγράφουν άλλοι για την επαρχία. Ήταν το πιο σημαντικό κομμάτι της ζωής μου που ανατρέχω πάντα εκεί. Μέχρι τα οκτώμισι έζησα εκεί. Ακόμα και όταν βλέπω πια πούλμαν που γράφει Σέρρες πεταρίζει η ψυχή μου. Και κάθε φορά που επέστρεφα εκεί δεν ήταν ταξίδι αναψυχής αλλά ψυχής. Με το που έμπαινα στην πόλη άλλαζε το πρόσωπο μου, γινόμουν ανάγλυφη, έφεγγα. Έχασα τον πατέρα μου πολύ νωρίς. Όταν ήρθαμε στη Θεσσαλονίκη σε τρία χρόνια τον έχασα, στα 49 του και γω ήμουν έντεκα. Άρα ότι αναμνήσεις έχω ήταν εκεί μαζί του. Ήμουν το μικρότερο παιδί της οικογένειας. Εκεί ανατρέχω.

-Στο σπίτι δεν ακούγαμε πολλή μουσική. Όμως στα 14 μου ο αδερφός μου έφερε ένα βαλιτσάκι από το Κέιπ Τάουν όπου έπαιζε ποδόσφαιρο γεμάτο δίσκους. Ανέλπιστο. Τα ακούσματα μου μέχρι τότε ήταν από τα τζουκ μποξ οι λαϊκές φωνές. Τότε ξαφνικά ακούω Χατζιδάκι, Θεοδωράκη, Beatles, Baez, Stones, Pepito di Capri, Enrico Macias. Μια μεγάλη γκάμα. Ερχόταν οι συμμαθήτριες και ακούγαμε στο στερεοφωνικό το Philips τα δισκάκια.

-Κάποτε επί ενάμιση χρόνο ζήσαμε σε ένα γηπεδάκι στου Παύλου Μελά. Εκεί έχω ζήσει απίστευτες διονυσιακές στιγμές. Ερχόταν ο Γκαϊφύλλιας, ο Ψαραντώνης, οι αδερφές Βουγιούκα, ο Δερμιτάσογλου, κάναμε κάτι μεσημέρια, ετοίμαζα τα πάντα με τα χέρια μου. Εκεί κατάφερα να παράξω πολιτισμό.

-Ο Χατζιδάκις ήταν φίλος του Τζορτζ Μπεστ στην Αγγλία. Έτσι ξεκίνησε να πηγαίνει στα γήπεδα. (Ο Τζορτζ Μπεστ ήταν Βορειοϊρλανδός ποδοσφαιριστής. Αγωνιζόταν ως πλάγιος μέσος και επιθετικός μέσος, έγινε παγκόσμια γνωστός για την καριέρα του στη Μάντσεστερ Γιουνάιτεντ και αναδείχθηκε σε έναν από τους κορυφαίους όλων των εποχών.) Στην Άρτα ένα βράδυ μου ‘λεγε για τον Μπεστ. Για την ομορφιά του, ότι είναι χορευτής όχι ποδοσφαιριστής. Τον Μάνο τον έχω ζήσει σε διάφορες στιγμές. O Χατζιδάκις κάποτε ήθελε να με παντρέψει και να βαφτίσει το γιο μου. Έτσι αναγκάστηκα να παντρευτώ επτά μηνών. Μου είχε πει θα σε παντρέψω εγώ αλλά μετά έφυγε ένα ταξίδι και ξεχάστηκε. Οι φίλοι μου με πειράζανε. Μου λέγανε πάντρεψε τη Μούσχουρη και χώρισε. Πάντρεψε την Τριφύλλη και χώρισε. Κοίτα μην τριτώσει το κακό. Περίμενα, περίμενα, έλειπε ταξίδι, μου λέγαν οι φίλοι πάνε παιδί μου παντρέψου, θα γεννήσεις και ακόμα θα τον περιμένεις. Εκείνος ήταν ταξίδι. Βρήκαμε τελικά έναν κουμπάρο από την Πάτρα, πήγαμε παντρευτήκαμε άρον άρον. Εγώ είμαι πολύ συνεπής, ο Χατζιδάκις ήταν πολύ χύμα. Εγώ χύμα είμαι αλλού, πχ στα οικονομικά. Εκείνος ότι έλεγε έλεγε αλήθεια αλλά ήταν χύμα και μερικές φορές δεν ήταν συνεπής στις υποχρεώσεις του. Δεν βύζαξα το γιο μου γιατί ετοιμαστήκαμε να κάνουμε μια μεγάλη περιοδεία που οργάνωνε ο Θόδωρος Κρίτας στο εξωτερικό. Μου έλεγε ο Πολυκαδριώτης αν δεν ανέβουμε τα σκαλιά του αεροπλάνου μην είσαι σίγουρη ότι θα γίνει. Μια βδομάδα πριν ακυρώθηκε. Όλοι είχαμε ετοιμαστεί. Αργότερα τρεις διαφορετικοί άνθρωποι, ο Δαβαράκης, η Βίκη η Γαλάτου η γραμματέας του Μάνου και ο Στεφανάκης ο νομικός, μου είπαν ότι ο Χατζηδάκις ήθελε να κάνει ένα δίσκο με μένα και έναν με τον Καζαντζίδη πριν πεθάνει. Σε μια συνέντευξη είχε πει υπάρχει μια γυναίκα που ενώ θέλει να βγάλει τις συλλαβές δεν μπορεί και πέφτουν σαν σπασμένα τριαντάφυλλα. Τι άραγε δεν θέλει να μας αποκαλύψει; Το ‘χε πει για μένα. Τον θυμάμαι μετά από μια συναυλία στα Γιάννενα που είχαμε πάει να φάμε. Τον θυμάμαι να δυσανασχετεί με κάτι ανοησίες που έλεγαν κάτι φοιτητές δίπλα. Είχε ένα μυαλό γενναίο και εύστροφο που παρενέβαινε για τα πάντα.

-Η φωνή μου ήταν ο δίαυλος για να έρθω σε επαφή με ότι εξαιρετικό υπάρχει σε αυτό τον τόπο. Όταν στο σπίτι σου ερχόταν ο Παπαγιώργης, ο Χιόνης, ο καλύτερος μου φίλος ο τουμπίστας Γιάννης Ζουγανέλης, ο Κοροβέσης, ζυμώθηκα και γαλουχήθηκα με ανθρώπους αιρετικούς, όπως το εννοώ εγώ, που τραβάνε το δρόμο τους με όποιο κόστος. Έλεγα ότι το τραγούδι είναι το δεκανίκι μου για την ανηφόρα. Ανέβηκα στην κορυφή του Ολύμπου και κει διαπίστωσα ότι δεν διάλεξα τη δύσκολη οδό αλλά την εύκολη. Στην ανηφόρα μέχρι του Ζολώτα πιάνεσαι από ένα κλαδί, πας το μονοπάτι. Παρότι κάπνιζα τα κατάφερα μια χαρά. Στο κατέβασμα όμως πηγαίναμε με τον ποπό και τα χέρια. Εκεί συνειδητοποίησα ότι η ανηφόρα είναι πιο εύκολη και η κατηφόρα δύσκολη. Θεωρώ ότι έχω τεράστια προίκα.

-Η απώλεια του πατέρα μου με έκανε να γράφω, όταν γκρεμίστηκε ο κόσμος όλος γιατί ήμουν η κούκλα του. Με αγκάλιασαν τα αδέρφια μου, με μεγάλωσαν σαν παιδί τους, ήταν πολύ μεγαλύτεροι από μένα. Θα σας πω δυο στίχους, το εμπνεύστηκα εκείνη την εποχή που πήγαινα κάθε μέρα στα μνήματα της Αγίας Παρασκευής, που ήταν κοντά στο σπίτι μας να τον βλέπω. Όλη η σειρά τα μνήματα ήταν από 70 και πάνω, μόνο ο πατέρας μου ήταν νέος. Το Ιορδάνης Σαββίδης ετών 49 στον τάφο με κάρφωνε. Ήταν ο πιο νέος σε όλη τη σειρά και σκεφτόμουν και γω θα πεθάνω και θα μπω δίπλα στο μπαμπά μου και θα βάλουν και στον τάφο αυτό το ποίημα. ”Ήταν ένα τριαντάφυλλο που κόπηκε πριν ανθίσει και πριν ακόμα ο ήλιος τις ακτίνες του χαρίσει. Έφυγε μόνη της χωρίς να έχει σύντροφο, έφυγε τρέχοντας σαν ένα σύννεφο”

Όταν είπα αργότερα στον Νίκο Καρούζο το ποίημα που έγραψα στα έντεκα μου είπε: Βούλα παιδί μου τα βλέπανε οι δικοί σου; Του λέω όχι δεν τολμούσα, που να τα δείξω. Στο σπίτι μας μπαίνανε μόνο αθλητικές εφημερίδες λόγω του αδερφού μου που έπαιζε ποδόσφαιρο. Βιβλιοθήκη είδα πρώτη φορά σε μια φίλη μου πήγαινα να διαβάσουμε μαζί στην Ικτίνου. Υπήρχαν ταξικές διαφορές έντονες και ο πατέρας της στρατιωτικός υψηλόβαθμος και κει είχα πάθει πλάκα. Εξωσχολικό βιβλίο πήρα πολύ αργότερα, μια Φρανζουάζ Σαγκάν. Δεν είχα ερεθίσματα. Πήρα μόνη μου το ”Καλημέρα Θλίψη” και αργότερα στα 17 το ”Άκου ανθρωπάκο” του Ράιχ.

-Κάποτε πήρα και πέταξα ένα σωρό πράγματα που με αφορούσαν. Κριτικές, φωτογραφίες, σπάνια πράγματα. Για να ξαναγεννηθώ, να μην ανατρέχω πουθενά. Δεν μπορώ να κάνω τη σούμα της ζωής μου, αλλά για κάτι που είμαι ικανοποιημένη είναι ότι παρέμεινα υγιής. Δεν με άγγιξαν ποτέ τα φλας. Θυμάμαι να συγκινείται το κοινό, και γω όταν με ρώτησαν κάποτε τι μου μένει μετά από μια παράσταση να λέω: Η μοναξιά του ταξί. Αυτό μου έμενε. Εγώ δεν ξέρω να τραγουδώ ψεύτικα, κάθε φορά αδειάζω. Δεν είχα ποτέ αυτοκίνητο, έβγαινα στην Αλεξάνδρας, έβρεχε, έμπαινα σε ένα ταξί με έναν άγνωστο μετά την παράσταση και το άδειασμα και μου φαινόταν ατέλειωτη η διαδρομή στο σπίτι. Ονειρεύεσαι να φτάσεις στην ασφάλεια του σπιτιού, στην οικογένεια και την ασφάλεια σου.

-Περιμένω την προσωπική μου ανάσταση. Ξέρεις είναι μεγάλο βάρος, αυτά που θέλεις να πεις να μην μπορείς, γιατί ο κόσμος δεν είναι έτοιμος να τα ακούσει. Το οδοιπορικό μου είναι πολύ επώδυνο μέχρι εδώ. Δεν πήγα γυρεύοντας, ήρθαν και με βρήκαν. Είμαι τυχερή πολύ για όσα έζησα. Άλλοι ακολουθούν ρεύματα φιλοσοφικά, ασκητές κλπ. Εμένα μου δόθηκαν έτσι. Πολύ γαλήνια, πολύ φυσικά. Έζησα τη θέωση, την τέλεια διάσταση. Σταματώ μέχρι εκεί. Λέει ο Πόε: Όταν οι άλλοι δεν είναι εκεί που είστε να είστε προσεκτικοί. Βέβαια δεν ήξερα τι με περιμένει. Το σώμα μου υφίσταται ταλαιπωρίες. Έχω περάσει μια εικοσαετία πολλά επώδυνα στάδια. Με το φόβο, την αγωνία. Ότι μου έφερνε έπρεπε να το διανύσω. Ένα μεγάλο μου στήριγμα είναι ο Δημήτρης Αποστολάκης. Όποτε έχω τα δύσκολα τον παίρνω στο τηλέφωνο. Μια μέρα τον κάλεσα και του πα δεν αντέχω άλλο θέλω να πεθάνω. Αν ήξερα ότι θα είναι η διαδρομή μου τόσο μεγάλη θα είχα αυτοκτονήσει. Το καλό είναι ότι δεν ξέρεις. Μπορεί να κάθομαι ένα ολόκληρο 24ωρο σε εμβρυακή στάση. Πέρασα πολλές φορές την κόλαση της κατάθλιψης. Είχα ένα βράχο τον άνδρα μου το Βαγγέλη και άντεξα. Όποτε ερχόταν η στιγμή να τραγουδήσω δεν κοιμόμουν. Έπρεπε να πάρω χάπι για να κοιμηθώ από την αγωνία. Οι καταθλίψεις εκδηλώνονταν με αϋπνίες ημερών. Μια φορά 15 μέρες άυπνη και πήγαινα να δώσω δυόμιση ώρες παράσταση. Με έβλεπαν στη σκηνή οι φίλοι μου έτοιμη να καταρρεύσω και μου λέγαν κάνε πως τραγουδάς και τους έλεγα: Μα αυτό δεν ξέρω να κάνω.

-Ξαναγυρίζω μετά από χρόνια στο στούντιο να βγάλω ένα δίσκο τώρα που είμαι έτοιμη. Σε μουσική του Τάσου του Γκρους ξανά. Και στίχους διαφόρων. Και ένα δικό μου ποίημα που το ‘γραψα 25 χρόνων. Δεν ήθελα ποτέ μέχρι τώρα να το βγάλω. Έχω γράψει λίγα πράγματα που βγαίνουν σαν γέννα. ”Στη μπερδεμένη τη ζωή μου, ψάχνω μιαν άκρη για να βρω. Μα είναι αράχνη η ψυχή μου και αμίλητα υφαίνει τον ιστό. Ποτάμι το μυαλό που παρασέρνει, στο πέρασμα του ότι βρεθεί. Σκέψεις πικρές, όμορφες στιγμές, κομμάτια της ζωής που έχουν χαθεί. Και σκέφτομαι πως θάταν η ζωή μου αν άρχιζε και πάλι από την αρχή. Θάλασσα ήσυχη απέναντι στον ήλιο ή μπόρα που ξεσπάει με τη βροχή.”. Εκείνο το βράδυ που το γραψα έβρεχε, είχα γυρίσει στη Θεσσαλονίκη, στη γειτονιά που μεγάλωσα στη Σταυρούπολη, αλλά είμαι πια μια άλλη Βούλα. Είχα κλειστεί. Η προσαρμογή ήταν δύσκολη. Είμαι μελαγχολική αλλά και αισιόδοξη ταυτόχρονα.

-Η πανδημία μοιάζει νομοτελειακό γεγονός. Πέρσι ήμασταν στο σπίτι κάτι φίλων προ lockdown. Μια μέρα ήμουν εκεί μαζί τους, ήμουν αναστατωμένη, ήθελα να φύγω νωρίτερα από ότι συνήθως. Λίγο πριν με φέρει σπίτι, τρεις μέρες πριν σκάσει η πανδημία του λέω κάτι θα συμβεί το νοιώθω. Ο φίλος μου είναι πνευμονολόγος. Μου στέλνει λίγο καιρό αργότερα ένα μήνυμα και μου λέει: Στη γλυκιά μας που ψυχανεμίζεται τα σημεία των καιρών πριν αυτά εκδηλωθούν. Αυτό που θάρθει είναι πολύ φωτεινό. Κάθε γέννα έχει οδύνες.

Σχετικά Αρθρα
Σχετικά Αρθρα