81 χρόνια από το μπλόκο της Καλογρέζας, για το οποίο δεν τιμωρήθηκε κανείς
Στις 15 Μαρτίου 1944 οι άνδρες της Ελληνικής Βασιλικής Χωροφυλακής, που απάρτιζαν το εκτελεστικό απόσπασμα, εκτέλεσαν 23 άτομα στη συνοικία της Νέας Ιωνίας
Λέξεις: Μενέλαος Χαραλαμπίδης
Την περίοδο της κατοχής, τα λιγνιτωρυχεία της Καλογρέζας επιτάχθηκαν αρχικά από τους Ιταλούς και στη συνέχεια από τους Γερμανούς. Η παραγωγή τους ήταν καθοριστική για την ομαλή λειτουργία της Αθήνας και του Πειραιά καθώς ο λιγνίτης αποτελούσε πρώτη ύλη για τα εργοστάσια παραγωγής ηλεκτρικού ρεύματος.
Στα λιγνιτωρυχεία της Καλογρέζας, του γειτονικού Ηρακλείου και του Περιστερίου απασχολούνταν περίπου 3.000 εργάτες. Το Εργατικό ΕΑΜ ανέπτυξε από νωρίς έντονη δράση σε αυτά, συγκροτώντας σημαντικούς αντιστασιακούς πυρήνες με στόχο την οργάνωση των συνδικαλιστικών διεκδικήσεων και το σαμποτάρισμα της παραγωγής. Η έντονη αντιστασιακή και συνδικαλιστική δράση των ανθρακωρύχων της Νέας Ιωνίας φαίνεται και από τον μεγάλο αριθμό των θυμάτων τους. Τουλάχιστον 22 ανθρακωρύχοι εκτελέστηκαν από την ελληνική χωροφυλακή και τους Γερμανούς, κατά τη διάρκεια της Κατοχής. Οι 16 από αυτούς ήταν κάτοικοι Νέας Ιωνίας.
Τους τελευταίους μήνες της Κατοχής, η μαζική τρομοκρατία αποτελούσε το μόνο όπλο που είχαν στη διάθεσή τους οι κατακτητές και οι Έλληνες συνεργάτες τους. Στις 15 Μαρτίου 1944 χτυπήθηκε η Καλογρέζα. Η μεγάλη επιχείρηση σχεδιάστηκε και υλοποιήθηκε από την Ελληνική Βασιλική Χωροφυλακή, τα Τάγματα Ασφαλείας και την τοπική Ομάδα Ασφαλείας, που αποτελούνταν από Έλληνες αξιωματικούς της χωροφυλακής και του στρατού και πολίτες.
Μόλις ξημέρωσε, εκατοντάδες ένοπλοι κύκλωσαν την Καλογρέζα και τους γειτονικούς συνοικισμούς της Ν. Ιωνίας και ξεκίνησαν ένα πρωτόγνωρο ντελίριο βίας κατά των κατοίκων. Άνδρες των ελληνικών δυνάμεων ασφαλείας πυροβολούσαν προς εκφοβισμό, ξυλοκοπούσαν πολίτες, πυρπολούσαν οικίες και καταστήματα και οδηγούσαν τους συλληφθέντες στο αστυνομικό τμήμα της Νέας Ιωνίας, κοντά στο ναό της Ζωοδόχου Πηγής. Η μόλις 18χρονη Σταυρούλα Κλεομβρότου κατέληξε τυχαία στο τμήμα. Όταν άρχισαν οι άνδρες των Ταγμάτων Ασφαλείας να βάζουν φωτιά στις παράγκες της Καλογρέζας, η Κλεομβρότου βγήκε στο δρόμο για να δει τι συμβαίνει. Στη μεταπολεμική δίκη περιέγραψε τη σκηνή:
«Βγήκα στο δρόμο κ. πρόεδρε και είδα που καίγανε τα μαγαζιά. Μου λέει ένας τσολιάς: ¨έλα μαζύ μου στο τμήμα¨ και πήγα. Βλέπω τον Πασχαλίδη που τον έδερναν. […] Ένας με μαύρα γυαλιά μου λέει: ¨Μωρή πουτάνα θα μαρτυρήσεις ή όχι;¨. Δεν ήξερα τίποτα, τι νάλεγα; Κι’ αυτός: ¨Μπρος γδύσου¨. Έρχεται ο Λάμπου και μου σκίζει το φόρεμα με ψαλίδι, ύστερα το κομπινεζόν και τέλος μ’ άφησε γυμνή. Γυρίζει σε κάποιον και του λέει: ¨Βάρα της¨. […] Μ’ έδειραν πολύ. Λιποθύμησα και μούριξαν νερό. Με ξανάδειραν. Το σώμα μου έγινε κατάμαυρο».
Με τη βία να ξεσπά με πρωτοφανή ωμότητα, οι κάτοικοι της Νέας Ιωνίας είδαν μπροστά στα μάτια τους να εκτυλίσσονται απίστευτες σκηνές. Οι μαρτυρίες τους στη μεταπολεμική δίκη είναι χαρακτηριστικές. Όταν η Μαρίκα Ματζαβίνου έμαθε ότι συνέλαβαν τον αδελφό της Δημήτριο Αργυρόπουλο, έφτασε τρέχοντας στο σημείο όπου μετά από λίγο έγινε η ομαδική εκτέλεση. Εκεί είδε τον υποστράτηγο της χωροφυλακής Αλέξανδρο Λάμπου, ο οποίος «βαστούσε στα χέρια του την εικόνα της Παναγίας και έλεγε ¨με την διαταγήν αυτής θα πιώ αίμᨻ. Κάτι παρόμοιο κατέθεσε και ο Σπύρος Παβόγλου, ο οποίος άκουσε τον Λάμπου να λέει «ότι είνε χριστιανός και εκτελεί αυτούς που πρέπει». Δεν ήταν όμως μόνο η περίεργη αντίληψη περί χριστιανισμού, που ωθούσε τον Λάμπου στις εκτελέσεις. Σε ένα κρεσέντο μίσους ο Λάμπου ειρωνευόταν τους ανθρώπους, που ο ίδιος οδηγούσε στο εκτελεστικό απόσπασμα. Βρισκόμενος σε μια προσφυγική συνοικία, ανέσυρε από το ανεξάντλητο οπλοστάσιο μίσους το αντιπροσφυγικό αίσθημα, ενεργό από τη δεκαετία του 1920. Η Βασιλική Μινοπούλου θυμάται ότι πριν εκτελέσουν τον σύζυγό της, ο «παλαιοελλαδίτης», γεννημένος στην Παλαιοβράχα Φθιώτιδας, Λάμπου τον ρωτούσε ειρωνικά, «ήλθατε οι πρόσφυγες να κυβερνήσετε;».
Στις 15 Μαρτίου 1944 οι άνδρες της Ελληνικής Βασιλικής Χωροφυλακής, που απάρτιζαν το εκτελεστικό απόσπασμα, εκτέλεσαν 23 άτομα στην Καλογρέζα. Πριν αποχωρήσουν από τη συνοικία, συνέλαβαν και παρέδωσαν περίπου 50 άτομα στους Γερμανούς. Τα άτομα αυτά οδηγήθηκαν στο στρατόπεδο συγκέντρωσης Χαϊδαρίου και αργότερα στη Γερμανία για καταναγκαστική εργασία, από όπου τουλάχιστον πέντε δεν επέστρεψαν. Τέλος, οι αξιωματικοί της χωροφυλακής συνέλαβαν περίπου 150 άτομα και τα οδήγησαν στις φυλακές Χατζηκώνστα. Οι υπόλοιποι πολίτες αφέθηκαν ελεύθεροι.
Για το μπλόκο της Καλογρέζας δεν τιμωρήθηκε κανείς. Στη δίκη που έγινε στις 5 Νοεμβρίου 1946, από τους 15 κατηγορούμενους αθωώθηκαν οι 13. Καταδικάστηκε δύο φορές σε θάνατο ο διευθυντής της Ειδικής Ασφάλειας Αλέξανδρος Λάμπου και ο διερμηνέας Ευθύμιος Κωνσταντινίδης, ο οποίος είχε εκτελεστεί από την ΟΠΛΑ στα Δεκεμβριανά. Με άλλα λόγια, για τον θάνατο 23 ατόμων στο μπλόκο και τουλάχιστον πέντε ακόμη σε στρατόπεδο εργασίας στη Γερμανία, καταδικάστηκε ένα άτομο, που είχε πεθάνει και ο Λάμπου, που αποφυλακίστηκε με χάρη του βασιλιά, τον Φεβρουάριο του 1952. Οι μόνοι που πλήρωσαν, και μάλιστα με τη ζωή τους, τη συμμετοχή τους στο μπλόκο της Καλογρέζας, πέρα από τον Κωνσταντινίδη, ήταν ο επικεφαλής του εκτελεστικού αποσπάσματος, μοίραρχος χωροφυλακής Κωνσταντίνος Παπακώστας, ο οποίος πιάστηκε αιχμάλωτος από τον ΕΛΑΣ στη μάχη στου Μακρυγιάννη στα Δεκεμβριανά και όταν εξακριβώθηκε η ταυτότητά του οδηγήθηκε στο Μπραχάμι όπου και εκτελέστηκε και ο ανθυπασπιστής της Ειδικής Ασφάλειας Γεώργιος Μαντάς, ο οποίος σκοτώθηκε στη μάχη των φυλακών Αβέρωφ από τον ΕΛΑΣ, επίσης στα Δεκεμβριανά.
Κεντρική εικόνα: Ο αρχηγός της Χωροφυλακής υποστράτηγος Κωνσταντίνος Γκίνος ελέγχει τα χαρτιά κατοίκου κατά τη διάρκεια του Μπλόκου της Καλογρέζας. Πηγή: Πολιτικός Συνασπισμός Κομμάτων του ΕΑΜ, Για Σένα Ελλάδα, Αθήνα 1946.
*Ο Μενέλαος Χαραλαμπίδης είναι ιστορικός και συγγραφέας