Αδερφή μου δεν είσαι μόνη
Κεφάλι γερμένο προς τα κάτω, μαλλιά ανακατωμένα, μάτια υγρά, μαύρα στίγματα σε ένα ήδη μελανιασμένο δέρμα. Η υπόκωφη σιωπή τρυπάει τα αυτιά...
Λέξεις: Αγγελική Κόγιου
Το σπίτι είχε μετατραπεί σε φυλακή. Το κελί της ήταν στενό και σκοτεινό. Το λιγοστό φως που τρύπωνε από τις χαραμάδες, της τρυπούσε τα μάτια. Οι ηλιαχτίδες έκαιγαν τις ανοιχτές πληγές της.
Όταν ο φύλακας λείπει, κόσμος μαζεύεται έξω από το κελί. Φίλοι, γείτονες και οικογένεια. Ρίχνουν κλεφτές ματιές, ρωτούν με περιέργεια ή απλά υποθέτουν τι μπορεί να συμβαίνει εκεί μέσα. Κάποιοι απλώνουν το χέρι αναζητώντας το δικό της. Όταν εκείνη βρίσκει τη δύναμη να το αγγίξει, την τραβούν προς το μέρος τους. Μα η πόρτα είναι κλειδωμένη. Το γυναικείο χέρι πονάει, ματώνει. Τελικά εγκαταλείπει. «Δε θέλει να βγει από εκεί μέσα» εκείνοι καταλήγουν.
Ο φύλακας επιστρέφει πότε χαμογελαστός και πότε με κατήφεια. Το αποτέλεσμα σχεδόν το ίδιο. Ένα γυναικείο κουφάρι σωριασμένο στο πάτωμα. Κεφάλι γερμένο προς τα κάτω, μαλλιά ανακατωμένα, μάτια υγρά και μαύρα στίγματα σταδιακά να πληθαίνουν σε ένα ήδη μελανιασμένο δέρμα. Η υπόκωφη σιωπή τρυπάει τα αυτιά. Ο ήχος κάποιας αδέσποτης πνιχτής γυναικείας τσιρίδας αποτελεί σημάδι ύπαρξης. Το τελευταίο σημάδι αντίστασης.
Κάποιες φορές ο φύλακας λυπάται. Αγγίζει τρυφερά τη γυναίκα. Της εκφράζει την αγάπη του. Την πιάνει από το χέρι, ξεκλειδώνει την πόρτα και βγαίνουν έξω. Φίλοι, συγγενείς και γείτονες τους χαιρετούν. Σκέφτονται πως έκαναν λάθος. Πως τον παρεξήγησαν. «Εκείνη έχει το πρόβλημα» διαπιστώνουν. Η γυναίκα σκοντάφτει στα απαξιωτικά τους βλέμματα, στους ανυπόστατους ψιθύρους. Πουθενά δεν είναι ασφαλής. Πουθενά ελεύθερη.
Οι πληγές παραμένουν ανοιχτές. Το σώμα, ένα ολόκληρο τραύμα. Μία καρδιά θρυμματισμένη. Ένα όνομα που δεν σημαίνει τίποτα, αφού δεν ειπώνεται ποτέ. Μια γυναίκα που δεν μπορεί να θυμηθεί, να πιστέψει, να προσπαθήσει. Ένα ανθρώπινο σώμα άυλο και ευάλωτο. Μία ύπαρξη που δεν ζει και δεν πεθαίνει.
Κάποια μέρα η γυναίκα ανοίγει τα μελανιασμένα της μάτια και διακρίνει ένα λευκό τετράγωνο φάκελο πεταμένο κάπου μέσα στο κελί. Κάνει να τον πιάσει. Έχει ένα γράμμα μέσα. «Αγαπητή Μαρίνα», διαβάζει. «Αυτή μάλλον είμαι εγώ», σκέφτεται.
«Μου έλειψες. Γνωρίζω πόσο δύσκολα περνάς και πόσο μόνη νιώθεις, πως έχεις χάσει κάθε ελπίδα. Ξέρω πως πιστεύεις ότι εσύ φταις για όλα, πως δεν υπάρχει λύση και πως είσαι καταδικασμένη να ζήσεις έτσι για την υπόλοιπη ζωή σου.
Μαρίνα μπορώ να σε νιώσω. Μπορώ να αισθανθώ κάθε πληγή στο σώμα σου, κάθε εξευτελιστική λέξη από το στόμα του, κάθε δάκρυ στα μάτια σου, όλες τις άσχημες σκέψεις που σου περνούν απ’ το μυαλό. Καθώς διαβάζεις αυτό το γράμμα κοίταξε μέσα σου. Άκου τον χτύπο της καρδιάς. Το ξέρω χτυπάει άψυχα. Ακολούθησε τον. Άγγιξε την. Το ξέρω. Δεν λυγίζει εύκολα το πονεμένο χέρι. Προσπάθησε. Εκεί είναι το κλειδί. Με αυτό θα ξεκλειδώσεις την πόρτα. Εκείνος σου το έδωσε, μα το είχες ξεχάσει. Δεν έχει σημασία πια. Θα σε περιμένω έξω. Όταν βγεις δε θα είσαι μόνη. Είμαστε πολλές. Μαζί θα τα καταφέρουμε.
Αδερφή μου δεν είσαι μόνη! Σε περιμένω έξω!»