ΑΓΡΙΑ ΠΑΙΔΙΑ Χ

Από το αρχείο της Parallaxi...

Παναγιώτης Ιωσηφέλης
αγρια-παιδια-χ-38986
Παναγιώτης Ιωσηφέλης
ΑΠΟ ΤΟ ΑΡΧΕΙΟ ΤΗΣ PARALLAXI

Υπάρχουν και χειρότερα. Πιο δύσκολα πράγµατα. Που δεν τα ξεπερνάς ποτέ. Στο κάτω κάτω, αυτός δεν αντιµετώπιζε και κάτι τροµερό. ∆εν του φέρονταν άσχηµα. Κανείς. Όχι πια. Κι αν σκέφτονταν κάτι για αυτόν, δεν το έδειχναν. Υποτίθεται πως όλοι το είχαν ξεχάσει. Και πως κι αυτός είχε προχωρήσει στη ζωή του. Μια δυσπιστία είχε µείνει . Στα µάτια τους. Στο στόµα τους. Κι αυτή, όχι συνέχεια. Μόνο όταν πήγαινε να πει κάτι παραπάνω. Να φανεί ίσος µε αυτούς. Πιο τίµιος. Φαινόταν στα µάτια και το στόµα τους. Μια δυσπιστία σαν αρχή ή τέλος χαµόγελου. Σαν να του λέγανε, µην τα πουλάς σε µας αυτά. Ξέρουµε τι καπνό φουµάρεις. Τα ίδια σκατά είσαι. Και χειρότερος από µας. Εµείς δεν κλέβουµε αυτοκίνητα.

Οπότε κι εκείνος δε µιλούσε. Εκτός από τα απολύτως απαραίτητα. Που µε τη µάνα του, τα ΄χαν κόψει κι εκείνα. ∆ηλαδή εκείνη δεν του µιλούσε. Ζούσαν µαζί στο σπίτι αφού παράτησε τη σχολή µετά τη σύλληψη. Τρώγανε µαζί, πίνανε µαζί καφέ, κάθονταν µπροστά από την τηλεόραση που έπαιζε χωρίς ήχο. Μαζί. Αµίλητοι. Σαν παντρεµένοι χρόνια. Ούτε καν έτσι. Σαν να΄ταν το σπίτι, ενυδρείο διακοσίων ογδόντα κυβικών. Που ο θυµός της διατηρούσε συνέχεια απολύτως καθαρό. Γιατί ήταν εξαιρετικά θυµωµένη µαζί του. Όχι γιατί είχε πάρει το ΝτιΕνΕϊ του πατέρα του, ο οποίος µπαινόβγαινε στα σωφρονιστικά ιδρύµατα χωρίς καµία ένδειξη σωφρονισµού µέχρι που τους παράτησε, ούτε γιατί είχε φτύσει αίµα να καθαρίσει το όνοµά της και των παιδιών της από τις βρωµιές του άνδρα της. Ούτε, τέλος, γιατί είχε µεγαλώσει µόνη δύο παιδιά. Ήταν θυµωµένη µαζί του γιατί της είχε τσακίσει το όνειρο. Να τον δει επαγγελµατικά αποκατεστηµένο. Όχι να φιλάει κατουρηµένες ποδιές στον ιδιωτικό τοµέα. Όχι. Στο ∆ηµόσιο ήθελε να τον δει. Όπως τον αδελφό του. Που είχε γίνει µπάτσος. Αυτός, µε το ποινικό του µητρώο σπιλωµένο δεν είχε καµία ελπίδα να χωθεί. Κι αυτό δεν ήταν πρόθυµη να του το συγχωρήσει.

Την άκουσε να γελάει µια µέρα στο τηλέφωνο και κατάλαβε ότι θα ερχόταν ο αδελφός του. Ο µπάτσος. Θα ΄φερνε µαζί και τη γυναίκα του. Που ήταν ήδη έγκυος. Και το ακόµα πιο σηµαντικό. ∆ηµόσιος υπάλληλος. Σε µια εφορία. Σκέφτηκε να σηκωθεί να φύγει, αλλά έµεινε. Για να πει καµιά κουβέντα. ∆εν ήταν έτοιµος για να κάνει τη συζήτηση. Ούτε είχε τέτοια πρόθεση. Αλλά ο αδελφός είχε φοβηθεί. Θα γινόταν πατέρας. Και δεν µπορούσε. Θα ‘σκαγε αν δεν καθάριζε τη ψυχή του. Τουλάχιστον στη µάνα έπρεπε να το πει. Ήπιε δυο νεροπότηρα ουίσκι, σηκώθηκε και το΄πε. Εκείνο το κωλάµαξο δεν το ΄χε κλέψει ο µικρός. Εκείνος το ΄χε κλέψει. Στην τελευταία άδεια πριν την ορκωµοσία. Ήταν µε παρέα, είχανε πιει, το πρωί το κλεµµένο ήταν έξω από το σπίτι κι η Αστυνοµία στην πόρτα. Ο µικρός προσφέρθηκε να πει ότι το ΄κλεψε εκείνος για να µην τον διώξουν από τη σχολή τελευταία βδοµάδα και δεν ορκιστεί µπάτσος.

Φάγανε ήσυχα κι ύστερα το ζευγάρι έφυγε. Έµεινε πάλι µε τη µάνα του. Στο ενυδρείο. Μαζέψανε σιωπηλά τα πιάτα και κάθισαν να δούνε τηλεόραση. Λέω να κάνω γεµιστά, αύριο. του είπε χωρίς να γυρίσει να τον κοιτάξει.

Σχετικά Αρθρα
Σχετικά Αρθρα