ΑΓΡΙΑ ΠΑΙΔΙΑ ΧΙV
Από το αρχείο της Parallaxi...
Θέλω να πω, ήταν κάπως περίεργο. Από τη µια στιγµή στην άλλη να βρεθείς µε τόσο χρόνο. ∆έκα ώρες ελεύθερο χρόνο. Και παραπάνω. Όταν είχε δουλειά, πιο παλιά, και δώδεκα και δεκατέσσερις ώρες. ∆ούλευε. Και τώρα όλος αυτός ο χρόνος, κενός. Και µερικά µηνιάτικα αποζηµίωση. Χρόνος και χρήµα, θεωρητικά µπορούσε να κάνει ότι σχεδίαζε τόσο καιρό. Θεωρητικά, γιατί στην πραγµατικότητα δεν είχε διάθεση για τίποτα. Ούτε για ήρεµες βόλτες µε το αµάξι, ούτε για τους φίλους που είχε καιρό να δει, ούτε για εκδροµές που ονειρευόταν χρόνια. Τίποτα. Κανένα νόηµα. Οι κοντινοί του, του λέγανε πως είχε κατάθλιψη. Απαντούσε πως είναι καλά. Πως χαλαρώνει. και σκέφτεται την κίνησή του. Για την επόµενη µέρα.
Που έγινε µήνας. Και µετά τρίµηνο. Η Έλλη συνέχιζε να του λέει να κάνει κάτι. Οτιδήποτε. Αυτός δεν έκανε τίποτα. Μόνο συγκινούνταν. Όταν έβλεπε στην τηλεόραση αδέλφια, χαµένα από χρόνια, να ξανασυναντιούνται. Ζευγάρια να χωρίζουν. Αθώους να υποφέρουν. Έκλαιγε σαν µωρό. Έβλεπε τη δακρυσµένη του αντανάκλαση, εικόνα µέσα στην εικόνα των σαράντα ιντσών και ντρεπόταν. Αλλά συνέχιζε να κλαίει. ∆εν µπορούσε να κάνει αλλιώς. Χωρίς να υπάρχει κάποια προφανής σχέση, αισθανόταν µε βεβαιότητα, πως όλα αυτά τον αφορούσαν. Προσωπικά. Βαθειά. Τόσο βαθειά που αισθανόταν τη δράση των αντικαταθλιπτικών σαν ελαφρύ κυµατισµό στην επιφάνεια. Που δεν έφτανε ποτέ στο βάθος. Εκεί που ξαπλωµένος σε απόλυτη ησυχία, συνέχιζε να πλαντάζει για τα ξένα βάσανα. Που τα ένιωθε δικά του.
Όσο η Έλλη µάζευε τα ρούχα της, απλώς την κοιτούσε. ∆εν έκανε καµία κίνηση να την κρατήσει, γιατί, πρωτίστως, αισθανόταν µακριά. Πολύ µακριά για να µπορέσει να αλλάξει οτιδήποτε. Σχεδόν σαν να έβλεπε τηλεόραση, την παρακολούθησε να του φωνάζει «δεν υπάρχεις! Το καταλαβαίνεις αυτό που σου λέω, είναι σαν να µην υπάρχεις!», να τον κοιτάζει περιµένοντας απάντηση κι ύστερα να βγαίνει κλείνοντας πίσω της την πόρτα. Γνώριζε, βέβαια, πως αν έβλεπε το χωρισµό τους στην τηλεόραση θα ‘κλαιγε µε λυγµούς. Αλλά τώρα στεκόταν ακίνητος, περισσότερο σαν να προσπαθούσε να θυµηθεί κάτι. Ή κάτι να υπολογίσει.
Ύστερα, σχεδόν ένα µήνα µετά – κι ενώ ο τηλεφωνητής συνέχιζε να απαντάει µε τη φωνή της Έλλης, το κλάµα σταµάτησε. Τόσο απότοµα όσο είχε έρθει. Αφήνοντας πίσω του µια αίσθηση συντριβής. Των περισσότερων απ’ όσα αυθαίρετα πίστευε πως όριζαν το «εγώ» του. Και τα οποία διαπίστωσε, χωρίς να ξέρει πώς ότι είχαν κάποια λιγότερο ή περισσότερο προφανή σχέση µε τη δουλειά του. Με τη δουλειά που είχε χάσει. Κι οι ελπίδες να ξαναβρεί, ήταν λίγες. Έκλεισε την τηλεόραση.
Έκανε µπάνιο, ξυρίστηκε. Άλλαξε σεντόνια στο κρεβάτι, άφησε την πόρτα ελάχιστα ανοιχτή. Κι ύστερα κοιµήθηκε ήσυχα. Όπως είχε από παιδί να κοιµηθεί.