ΑΓΡΙΑ ΠΑΙΔΙΑ ΧV
Από το αρχείο της Parallaxi...
Όλο το κόλπο είναι να µη σε νοιάζει. Να κάνεις δηλαδή ότι δεν σε νοιάζει. Άµα φοβάσαι ότι θα σε πιάσουν, το ΄χασες. Θα σε πιάσουνε. Και µετά κάθε φορά που κάποιος θα χάνει το κωλοκινητό του, θα ΄ρχονται. Θα στην πέφτουνε. Στο σπίτι. Στο σχολείο. Πού ήσουνα, πού δεν ήσουνα. Μήπως το ΄φαγες εσύ; Τέτοια. Χοντρό πακέτο. ∆ε λέει, άµα βγεις κάρτα, δε λέει µε τίποτα. Σαν έναν κολλητό που τον τσιµπήσανε να τα παίρνει από ένα πιτσιρικά. Ό, τι χαθεί στη γειτονιά, εκείνος φταίει. Φωνάζει, κάνει, εκείνοι τίποτα. Τον έχουνε σταµπάρει. Έτσι είναι. Άµα σε µάθουνε, τελείωσε. Βγες στη σύνταξη. Κάνε κάτι άλλο. Μπορεί να ‘ναι και για καλό. Να µην κάνεις για τη φάση, ρε παιδί µου. Να είσαι καλός σε κάτι άλλο. ∆εν ξέρω πως θα σ’ ακουστεί, αλλά άµα θες να κλέβεις, πρέπει να το κάνεις χωρίς να είσαι κλέφτης. Να τον κοιτάς στα µάτια αυτόν που κλέβεις και να νοµίζει ότι θα τον µιλήσεις. Κι εσύ να κάνεις τη δουλειά σου. Έτσι πρέπει.
Ήτανε αυτή η γκόµενα στο σχολείο. Από πάνω µέχρι κάτω, εφτακόσια ευρώ. Κάθε µέρα άλλα ρούχα. Χοντρό πακέτο. Εγώ όλο να την κοιτάζω κι αυτή ούτε να µε φτύσει. Είχε ένα καινούργιο άι φον. Από εξωτερικό, το άφηνε πάνω στο θρανίο να φαίνεται. ∆εν έφταναν τα κωλορούχα, ήθελε να µας της λέει και µε το κινητό. Πήγα της το ΄φαγα. Για να της τη σπάσω. ∆ηλαδή όχι ακριβώς. Το πλάνο ήτανε να της το γυρίσω την εποµένη. Και καλά ότι θα το ΄χα βρει σε κάτι χόρτα έξω από την αυλή, εκεί που πάει και κάθεται µε τις κολλητές της. Να γίνει κατάσταση. Αρχίδια, τίποτα δεν έγινε. Εγώ ντρεπόµουνα να πάω και µετά µια βδοµάδα η γκόµενα ήρθε µε καινούργιο άι φον. Μου ‘µεινε εµένα το ζόρι και το τηλέφωνο. Πάνε δύο χρόνια, Τρίτη γυµνασίου ήµασταν. ∆εν είχα ξανακλέψει πιο πριν.
Σπίτι, νορµάλ. Όχι ότι δεν έχουµε θέµατα. Έχουµε. Αλλά δεν είναι και τίποτα. Κανονικά περνάµε. Παλιά τα λέγαµε µε τον αδελφό µου, από τότε που έπιασε δουλειά, ούτε µε αυτόνα. Τρέχει να προλάβει κι αυτός, όλα γρήγορα, εγώ παίζω γκέιµς αυτοί είναι σαν το σούπερ µάριο. Τρέχουνε και δε φτάνουνε. ∆εν είναι ότι δε νοιάζονται. Νοιάζονται. ∆ηλαδή, εντάξει, άµα πάθω κάτι, ξέρω γω, σίγουρα θα τρέξουνε. Αλλά µέχρι να πάθω, έχει ο καθένας τα δικά του. ∆εν πολυπρολαβαίνουνε να ασχοληθούνε. Τους έχω κιόλας. Σου λέει, χαρτζιλίκι του δίνουµε, φροντιστήρια , µαλακίες όλα του τα πληρώνουµε, τι ζόρι να ‘χει;
Είναι ένα περίεργο πράγµα, βλέπω συχνά αυτό το όνειρο. Είµαι στη µέση κι όλοι γύρω µου µιλάνε. Συνέχεια και δυνατά. Μιλάνε αλλά δεν ακούνε. Κι εγώ τους κοιτάζω στα µάτια και σκέφτοµαι πως θα τους τα αρπάξω. Και πάνω που πάω να κάνω κίνηση, γίνονται όλοι σαν φάτσες σε οθόνη. Τηλεόραση, σαν να λένε ειδήσεις. Κι έχουν τα κινητά και αυτά τα καινούργια τα λαπ – τοπ, τα µικρά αλλά είναι από την άλλη πλευρά της οθόνης. Είναι µέσα από το γυαλί και εγώ δεν µπορώ. Οπότε κάνω κίνηση για να µπω µέσα στην οθόνη και κάπου εκεί ξυπνάω φρικαρισµένος. Πολύ ζόρικο τριπ, πολύ ζόρικο.
∆εν ξέρω γιατί το κάνω. Γιατί κλέβω. ∆εν ξέρω. Χαρτζιλίκι βγαίνει αλλά δεν το κάνω για τα φράγκα. Πιο µικρός έλεγα ότι γούσταρα. Ξέρεις το φτιάξιµο πάνω στη φάση. Που η καρδιά πάει πιο γρήγορα κι όλα πάνε πιο γρήγορα. Και µαζί πολύ σιγά. Σαν να έχει νόηµα. Που δεν έχει, κανένα νόηµα δεν έχει. Άσε τις τύψεις. Τις προάλες βούτηξα ένα καινούργιο µπλακµπέρι και µετά το πέταξα. ∆εν κατάλαβα γιατί το πέταξα. Εδώ, σου ‘πα, καλά καλά ούτε γιατί κλέβω δεν έχω καταλάβει. Νοµίζω ότι είµαι θυµωµένος. Με τι ακριβώς, δεν ξέρω. Οπότε µπορεί να κάνω και λάθος. ∆εν ξέρω.