Parallax View

ΑΓΡΙΑ ΠΑΙΔΙΑ IV

ΑΠΟ ΤΟ ΑΡΧΕΙΟ ΤΗΣ PARALLAXI Να μη σκέφτεται τίποτα. Μπερδεύονται τα φώτα µε τα κορναρίσµατά τους. Τίποτα. Πάνω στο πενηντάρι, στην κατηφόρα του Περιφερειακού κι η πόλη κάτω να λάµπει. Εκατόν είκοσι χιλιόµετρα την ώρα. Το µυαλό του, όπως το πενηντάρι. Χωρίς πλαστικά, δίχως τίποτα. Μόνο τα απολύτως απαραίτητα. Γκάζι. Φρένο. Φρένο λιγότερο. Ούτε φώτα. […]

Παναγιώτης Ιωσηφέλης
αγρια-παιδια-iv-39208
Παναγιώτης Ιωσηφέλης
1.jpg

ΑΠΟ ΤΟ ΑΡΧΕΙΟ ΤΗΣ PARALLAXI

Να μη σκέφτεται τίποτα. Μπερδεύονται τα φώτα µε τα κορναρίσµατά τους. Τίποτα. Πάνω στο πενηντάρι, στην κατηφόρα του Περιφερειακού κι η πόλη κάτω να λάµπει. Εκατόν είκοσι χιλιόµετρα την ώρα. Το µυαλό του, όπως το πενηντάρι. Χωρίς πλαστικά, δίχως τίποτα. Μόνο τα απολύτως απαραίτητα. Γκάζι. Φρένο. Φρένο λιγότερο. Ούτε φώτα. Όπως η ψυχή του. Τα απολύτως απαραίτητα. Η Τασία έχει τυλίξει τα χέρια της στη µέση του. Φοβάται. Γουστάρει κιόλας. Αισθάνεται τη φάτσα της κολληµένη στο λαιµό του. Ο Νίκος συνεχίζει µε σούζα από την αρχή της κατηφόρας. Γυρίζει, τον κοιτάζει. ∆εκάξι χρονών. Με εκατόν είκοσι χιλιόµετρα στον Περιφερειακό. Χωρίς φώτα. Χωρίς κράνος. Χωρίς τίποτα. ∆εκάξι χρονών.

Χείλια δε νιώθει. Ούτε µάγουλα, ούτε τίποτα. Έχουν ώρα έξω. Φυσάει. ∆ε νιώθει. ∆αγκάνει. ∆αγκάνει τα χείλια του να µαλακώσουν. Πρώτα το ένα, µετά το άλλο. Ώσπου να µατώσουν. ∆εν νιώθει. Καλά καλά το σαγόνι του δεν µπορεί να κουνήσει. Κι αυτός θέλει. ∆εν ξέρει. ∆εν ξέρει πως του ‘ρθε αλλά θέλει. ∆εν µπορεί να το εξηγήσει. Τίποτα δεν µπορεί. Αλλά το ‘χει ακούσει. Το ‘χει πει τόσες φορές και, τώρα, κατάλαβε. Τι ήθελε να πει. Ο ποιητής. Στην κατηφόρα. Με εκατόν είκοσι χιλιόµετρα. Και δε χωράει µέσα του. Τώρα που το κατάλαβε, δε χωράει άλλο µέσα του. Παίρνει ανάσα. Σε γνωρίζω. Ξεκινάει. Ίσα που ακούγεται. Από την κόψη του σπαθιού. Την τροµερή. Η Τασία δεν καταλαβαίνει. Ρωτάει. Φωνάζει. Τι; Τι είπες; Συνεχίζει.

Σε γνωρίζω. Από την όψη. Κάθε που ανοίγει το στόµα του, τα χείλια του σκάνε. Ματώνουν. Που µε βιάς µετράει τη γη. Σαν να το λέει στον εαυτό του. Στον εαυτό του, το λέει. Απ’ τα κόκαλα βγαλµένη των Ελλήνων. Τα ιερά. Τα απολύτως απαραίτητα. Μέσα κι έξω. Με το χέρι στο γκάζι τέρµα. Τα µάτια του τρέχουν από το κρύο. Και σαν πρώτα. Ανδρειωµένη. Ξέρει. Αυτό το ξέρει καλά. Αύριο. Τι αύριο; Σε λίγο θα γυρίσει στη µαλακία. Της ηλικίας του. Στα ψέµατά του. Και των άλλων. Των µεγαλύτερων. Των µεγαλύτερων πιο πολύ. Αλλά, τώρα. Χαίρε. Στην κατηφόρα. Η πόλη κάτω λάµπει. Με εκατόν είκοσι χιλιόµετρα την ώρα. Ω χαίρε. Χωρίς φώτα. Χωρίς κράνος. Χωρίς τίποτα. ∆εκάξι χρονών. Λευτεριά.

Σχετικά Αρθρα
Σχετικά Αρθρα