Ανεπίδοτο κατηγορώ
Του Σάββα Πατσαλίδη Επειδή ακριβώς ο μονόλογος είναι μια πολύ μοναχική και αποκαλυπτική δοκιμασία, για να σταθεί στη σκηνή χρειάζεται και το πολύ δυνατό κείμενο, και την πολύ δυνατή ερμηνεία και την εμπνευσμένη σκηνοθεσία. Διαφορετικά τιμωρεί ή, στην καλύτερη περίπτωση, δεν πείθει. Κι αυτό συνέβη στο «Αρτώ/Βαν Γκογκ, ο αυτόχειρας της κοινωνίας», που είδα στο […]
Του Σάββα Πατσαλίδη
Επειδή ακριβώς ο μονόλογος είναι μια πολύ μοναχική και αποκαλυπτική δοκιμασία, για να σταθεί στη σκηνή χρειάζεται και το πολύ δυνατό κείμενο, και την πολύ δυνατή ερμηνεία και την εμπνευσμένη σκηνοθεσία. Διαφορετικά τιμωρεί ή, στην καλύτερη περίπτωση, δεν πείθει. Κι αυτό συνέβη στο «Αρτώ/Βαν Γκογκ, ο αυτόχειρας της κοινωνίας», που είδα στο Black Box.
Το κείμενο
Καταρχάς δεν μ’ έπεισε το κείμενο της παράστασης. Το έχω γράψει πολλές φορές. Δεν είναι όλα τα κείμενα για το σανίδι. Δεν έχει σημασία για πιο πράγμα μιλούν. Σημασία έχει τι θεατρική θερμοκρασία απελευθερώνουν. Και τι έγινε που ακούσαμε ξανά το γνωστό στόρι για το κομμένο αυτί του Βαν Γκογκ; Ποια δραματουργική ανάγκη οδήγησε τη σκηνοθεσία να το κολλήσει στη διάλεξη του Αρτώ; Να φωτίσει, τι; Άσε δε που και για την ίδια τη διάλεξη έχω επιφυλάξεις. Εντάξει, ανήκει στον Αρτώ, αλλά δεν νομίζω πως αποκαλύπτει κάτι ουσιαστικό γι’ αυτό τον «τρελό» που έλεγε μεγάλες αλήθειες, γι’ αυτόν τον εμπνευσμένο νου που αναζήτησε ένα θέατρο πέρα από τις λέξεις, πέρα από τη λογική και την τάξη, ένα θέατρο της σκληρότητας. Γι’ αυτόν που μίλησε για το τέλος των αριστουργημάτων και την ανάγκη ενός θεάτρου πιο παροντικού και άμεσου.
Για την ιστορία να προσθέσω ότι η διάλεξη που επιλέχτηκε δόθηκε μόλις ο Αρτώ βγήκε από το ψυχιατρείο. Ήταν η πρώτη επαφή του με τους «φυσιολογικούς» συμπατριώτες του, το 1947. Εκεί ο Αρτώ μιλά για την αυτοκτονία του Βαν Γκογκ, την υπερασπίζεται και παράλληλα κατηγορεί τους υπαίτιους, που θεωρεί ότι βρίσκονται μέσα στο ακροατήριο. Είναι αυτοί ήρθαν για να ακούσουν τον «άλλο», τον εκτός συστήματος να απευθύνεται σε αυτούς, τους εντός συστήματος που απλώς ικανοποιούνται με το να φαντάζονται τον εαυτό τους εκτός ή να χειροκροτούν εκείνους που είναι εκτός.
Η παράσταση
Η Ιόλη Ανδρεάδη, που υπογράφει τη σκηνοθεσία, πιστεύω πως κινήθηκε σε λάθος κατεύθυνση. Αντί να επιδιώξει να βρει λύσεις που θα αναδείκνυαν τις όποιες σκοτεινές και απρόβλεπτες πτυχώσεις μπορούσε να κρύβει η σκηνική σύνθεση, τις ανάσες και τους ρυθμούς της, επέλεξε το μονοσήμαντο δρόμο της γραμμικής παράταξης των επεισοδίων. Δεν είμαι σκηνοθέτης, αλλά ως θεατής είχα ανάγκη να αφουγκραστώ τον εσωτερικό σφιγμό των αποσπασμάτων που συνέθεταν το κείμενο της παράστασης. Δυσκολεύτηκα να συντρέξω με μια σκηνοθεσία πολύ «καθωσπρέπει» για δυο ιστορικά πρόσωπα όχι και τόσο «καθωσπρέπει».
Δεν μπορώ να γνωρίζω σε ποιο βαθμό ο ηθοποιός επηρέασε την ή επηρεάστηκε από τη σκηνοθεσία, πάντως ο Ιωάννης Παπαζήσης δεν κατάφερε να πλάσει σκηνικό προσωπείο. Δεν κατάλαβα τι υπηρετούσε. Διείδα νευρικότητα και σφύξιμο που οδηγούσαν σε άτσαλο, ενίοτε βέκιο παίξιμο, με κινήσεις και μορφασμούς πιο πολύ αμηχανίας παρά ερμηνείας. Αποτέλεσμα, να μην μπορεί να γεφυρώσει το χάσμα με το κοινό. Παρέμεινε πολύ μόνος, με το «κατηγορώ» του Αρτώ ανεπίδοτο.
Υστερόγραφο: Ανάσα
Πριν κλείσω, θέλω να πω και δυο λόγια για μια παράσταση (τρόπος του λέγειν) που μπορεί να τέλειωσε εδώ και λίγες μέρες, όμως αξίζει να μνημονευτεί, γιατί είχε έγνοια, άποψη και μεράκι. Μιλώ για το πιο μινιμαλιστικό έργο του 20ού αιώνα, γραμμένο το 1969 από τον Μπέκετ, ο οποίος, αφού είχε αρχίσει πρώτα ν’ αποδομεί το σώμα, αφαιρώντας του χέρια, πόδια, κεφάλια, τώρα φτάνει εκεί όπου δεν υπάρχει παραπέρα. Μιλώ για την «Ανάσα». Την αφετηρία και το τερματικό της ζωής. Μια εισπνοή και μια εκπνοή. Μια στιγμή. Ελάχιστα δεύτερα. Και στο μεσοδιάστημα κάτι που μοιάζει με ζωή, που την ελέγχουν άλλοι.
Το παράτολμο εγχείρημα το υπογράφει ο Τριαντάφυλλος Μποσταντζής, σε συνεργασία με την ομάδα Svoradov –και αυτό στο Black Box, το καλύτερο και πλέον ψαγμένο θεατρικό καταφύγιο αυτή τη στιγμή στη Θεσσαλονίκη. Σωστή και λειτουργική η ιδέα της σκηνοθεσίας να ακουμπήσει στο αφήγημα του Άουσβιτς, εκεί όπου έσβησαν εκατομμύρια ανάσες. Διαφωτιστικά και τα σχόλια του θεωρητικού του πολιτισμού Αντόρνο, με τα οποία αρχίζει την πρώτη από τις τέσσερις εκδοχές του event ο σκηνοθέτης, έχοντας ως σταθερό φόντο τα θανατερά ενσταντανέ της βιντεοπροβολής, απόλυτα ευθυγραμμισμένα με το εικαστικό σχόλιο των σκουπιδιών στον χώρο του θεάτρου σε σχήμα σβάστιγκας: η ανάσα του πολιτισμού χαμένη στις αναθυμιάσεις των σκουπιδιών. Και κάπου ανάμεσά τους, ένα ζωντανό γλυπτό, η Ιωάννα Λιούτσια, μοναδικό τεκμήριο ότι κάποιος ακόμη αναπνέει. Για πόσο;
Συμπέρασμα: Ένα χάπενινγκ που άφησε πίσω την ανάσα του (χωρίς αποσμητικό) για να θυμόμαστε. Έστω και σαν υστερόγραφο.
Δείτε περισσότερες πληροφορίες για την παράσταση εδώ.