Apartment Trophy

Του Βαγγέλη Δόνιου  Το να βρεις σπίτι δεν είναι μια εύκολη υπόθεση. Ο δρόμος δεν είναι πάντα στρωμένος με ροδοπέταλα, μερικές φορές είναι και με γαϊδουράγκαθα. Χρειάζεται αρκετή υπομονή, επιμονή και προσπάθεια. Έναν τέτοιο δρόμο περπάτησε και  ο Νίκος Ψαχνοσπιτίδης,  ντοκουμέντα για την ιστορία του οποίου βρέθηκαν σε σπάνια χειρόγραφα  στις τελευταίες ανασκαφές που έγιναν […]

Βαγγέλης Δόνιος
apartment-trophy-14646
Βαγγέλης Δόνιος
keys.jpg

Του Βαγγέλη Δόνιου 

Το να βρεις σπίτι δεν είναι μια εύκολη υπόθεση. Ο δρόμος δεν είναι πάντα στρωμένος με ροδοπέταλα, μερικές φορές είναι και με γαϊδουράγκαθα. Χρειάζεται αρκετή υπομονή, επιμονή και προσπάθεια. Έναν τέτοιο δρόμο περπάτησε και  ο Νίκος Ψαχνοσπιτίδης,  ντοκουμέντα για την ιστορία του οποίου βρέθηκαν σε σπάνια χειρόγραφα  στις τελευταίες ανασκαφές που έγιναν στα υπόγεια της Φιλοσοφικής.

«Ο Νίκος έσκασε μύτη στη Θεσσαλονίκη ένα ζεστό Αυγουστιάτικο απόγευμα. Ξεκίνησε για το κέντρο κρατώντας στο χέρι του μια εφημερίδα γεμάτη κυκλάκια με κόκκινο στυλό, όσα δηλαδή διαμερίσματα εντόπισε που δεν είχαν θέρμανση με κουκούτσια από βερίκοκα που καίγονταν σε ένα μαγκάλι σε κάθε δωμάτιο, που δεν βρίσκονταν 7 επίπεδα κάτω από την επιφάνεια της γης, δεν είχαν κατασκευαστεί σε σχέδια του Καλλικράτη και του Ικτίνου, δεν χρειαζόταν πυξίδα για να πας και φωτοβολίδα για να φύγεις, κόστιζαν λιγότερο από το 0,4 του ΑΕΠ, και τα τηλέφωνα αντιστοιχούσαν σε συνδρομητές του ΟΤΕ και όχι σε κατοίκους της Ανδρομέδας (ο αριθμός που καλείτε δεν έχει ανακαλυφθεί ακόμα). Με αυτό το χονδρικό φιλτράρισμα είχε καταλήξει σε καμιά δεκαριά διαμερίσματα τα οποία αποκαλούσε «υποψήφια για ενοικίαση». Οι σπιτονοικοκύρηδες κάτι τέτοιους βέβαια τους φαντάζονταν σαν «υποψήφιους για απομύζηση», αλλά αυτό δεν το ήξερε ακόμα.

Έβγαλε από την τσέπη του τον χάρτη στον οποίο είχε κυκλώσει, με μπλε στυλό αυτή την φορά, την περιοχή του κέντρου της πόλης. Διαπίστωσε πως στεκόταν ακριβώς στις όχθες του γαλάζιου κύκλου, και αισθανόταν τόσο έτοιμος να κολυμπήσει που αποφάσισε να στρίψει ένα τσιγαράκι πριν αρχίσει τις απλωτές. Καθώς περπατούσε και περιεργαζόταν τα γύρω κτίρια, και ενώ ξεδίπλωνε την εφημερίδα για να ξεκινήσει τα τηλεφωνήματα, πρόσεξε ένα ενοικιαστήριο στο τζάμι ενός ψιλικατζίδικου. Πλησίασε και, αφού με σπάνια υπομονή κατάφερε να αποκρυπτογραφήσει τα ιερογλυφικά, έβγαλε το συμπέρασμα πως η τύχη του είχε χαμογελάσει. Αν κοιτούσε λίγο καλύτερα βέβαια, θα έβλεπε πως δεν ήταν η τύχη που του χαμογελούσε, αλλά η γκαντεμιά που καθάριζε τα δόντια της με οδοντόνημα. Κάλεσε τον αριθμό και μετά από φαινομενικά πολλά και πραγματικά άπειρα χτυπήματα, μια φωνή απάντησε γκαρίζοντας «Ναιιιιιι?». Από το βάθος ακουγόταν ψαλμωδίες και από την επιφάνεια η φωνή μιας γριάς που μάλλον είχε κουφαθεί πολλά χρόνια πριν, αλλά φαινόταν να μην την ενοχλούσε καθόλου. Με τα πολλά, και αφού ξεράθηκε ο λαιμός του από τις φωνές κατάφερε να της δώσει να καταλάβει πως ήθελε να δει το διαμέρισμα, και συμφώνησαν να συναντηθούν σε 15 λεπτά στην είσοδο της οικοδομής.

Όπως ήταν αναμενόμενο από κάθε άλλον εκτός από τον ίδιο, η γιαγιά καθυστέρησε κανένα 30λεπτο να εμφανιστεί, κατά την διάρκεια του οποίου ο ξεραμένος από τις φωνές λαιμός του ζητούσε απεγνωσμένα νερό αλλά τριγύρω δεν υπήρχε παρά μόνο ένα καθαριστήριο και μια μασονική στοά που τώρα ήταν κινηματογράφος. Την ώρα που τα απόνερα του καθαριστηρίου είχαν αρχίσει να του φαίνονται ιδιαίτερα λαχταριστά, εμφανίστηκε από τη γωνία μια στρουμπουλή σιλουέτα που κατά έναν περίεργο τρόπο, έτρεχε περπατώντας. Κρατούσε μια εμπριμέ τσάντα με ένα μυστήριο σχήμα που την κράδαινε σαν να ήταν σφαγμένη κότα και ένας θεός ξέρει τι είχε μέσα. Απ’ ότι μπόρεσε να καταλάβει, η γιαγιά έτρεχε σε όλη την διαδρομή από την εκκλησία μέχρι εκεί. Από την πολλή προσπάθεια να φτάσει εγκαίρως (λέμε τώρα) στο ραντεβού της ήταν μούσκεμα στον ιδρώτα και μια αηδιαστική άσπρη ουσία είχε μαζευτεί γύρω από τα χείλη της. Δοκίμασε να τον χαιρετήσει, αλλά ήταν τόσο λαχανιασμένη που το μόνο που μπόρεσε να κάνει ήταν να τον κοιτάει με ανοιχτό το στόμα μέσα από τα γυαλιά της, που οι φακοί τους ήταν τόσο χοντροί που νόμιζες πως τα μάτια της βρισκόταν στο σβέρκο της.

Έβγαλε από την τσέπη της ένα τσαμπί κλειδιά και άρχισε να τα δοκιμάζει ένα ένα στην κλειδαριά της εισόδου, διαδικασία που προδιαγραφόταν μάλλον αιώνια. Μετά από 6-7 κλειδιά είχε αρχίσει να ανακτά την ικανότητα ομιλίας της και σφύριζε σαν τσαγιέρα σε φλόγα ασετιλίνης κάθε μιάμιση λέξη ρωτώντας τον διάφορα πράγματα για την σχολή και την πρώτη εντύπωσή του από την πόλη. Το σωστό κλειδί βρέθηκε, και η πόρτα της εισόδου άνοιξε. Μια μυρωδιά λιγδωμένης λαδομπογιάς χτύπησε τα ρουθούνια του καθώς κατευθύνονταν προς το ασανσέρ, δίπλα από ένα γραφείο θυρωρού διακοσμημένο σαν γύφτικο  Datsun, με δαντελάκια, χάντρες, φωτογραφίες και ότι άλλο μπορεί να φανταστεί κανείς όταν έχει 40 πυρετό. Μέσα βρισκόταν κάτι που ο Νίκος δεν μπόρεσε να καταλάβει εάν ήταν σωρός από ρούχα ή άνθρωπος που κοιμόταν πίσω από το γραφείο, αλλά δεν προβληματίστηκε και πολύ. Όλο αυτό το διάστημα η γριά φλυαρούσε ασθμαίνοντας, κοιτάζοντας την πόρτα του ασανσέρ σαν να αναρωτιόταν αν θα κατάφερνε να φτάσει. Μπαίνοντας μέσα, το βλέμμα του Νίκου αντέγραψε το δικό της, όταν της είπε πως ήταν από τη Χαλκίδα. Το σφύριγμα της ομιλίας της έγινε πιο έντονο και τσιριχτό, και ο Νίκος φοβήθηκε πως πάθαινε καρδιακή προσβολή, πως θα έπεφτε φρακάροντας την πόρτα του ασανσέρ, και πως θα έβρισκαν τα κόκκαλά του μετά από χρόνια να χτυπάνε σαν κροκάλες από το μανιασμένο αέρα που θα λυσσομανούσε στο φρεάτιο. Αυτή βέβαια απλά είχε ενθουσιαστεί γιατί όπως είπε είχε φίλες που την φιλοξενούν εκεί, προσθέτοντας πως αφού ήταν έτσι θα του έκανε και καλύτερη τιμή.

Όταν τελικά έφτασαν στον 3ο, το σφύριγμα είχε υποχωρήσει και το κλειδί που βγήκε από την τσέπη της γριάς ήταν ένα. Δυσκολεύτηκε όμως να βρει την κλειδαρότρυπα, και ο Νίκος προσφέρθηκε να την βοηθήσει. Καθώς κοπάνησε την πόρτα για ξεμαγκώσει, ένα χοντρό κομμάτι σοβά ξεκόλλησε από τον τοίχο δίπλα στην κάσα και προσγειώθηκε στο πόδι της γριάς, που παραδόξως δεν έδειξε να το αντιλαμβάνεται. Ένα στενό χολ γεμάτο με κάθε λογής σκουπίδια αποκαλύφθηκε μπροστά τους, και στο σκοτάδι αχνοφαινόταν μία πόρτα. Προχώρησαν στο βάθος, όπου ήταν το καθιστικό. Η γριά άρχισε να απαριθμεί τις αρετές του διαμερίσματος, περιγράφοντας τα δωμάτια και τα έπιπλα σαν να έβλεπε οράματα που καμία σχέση δεν είχαν με αυτό που έβλεπε εκείνος. Το καθιστικό είχε ένα παλιό ξύλινο κομοδίνο με 4 πράσινα πλακάκια μπάνιου στην επιφάνειά του, ένα πλαστικό τραπέζι, μια καρέκλα σκηνοθέτη και μία ντουλάπα που νόμιζες ότι θα σε οδηγήσει στην Νάρνια. «Όπως βλέπεις, είναι επιπλωμένο», δήλωσε η γριά. Το επόμενο δωμάτιο ήταν η κρεβατοκάμαρα στο κέντρο της οποίας βρισκόταν ένα μαύρο μεταλλικό κρεβάτι χωρίς στρώμα και με αρκετή βρώμα, και ένα σώμα λαδιού που έμοιαζε με τζούκ μποξ. Και τα δύο δωμάτια είχαν μπαλκονόπορτες που έβλεπαν στον ακάλυπτο και τα απλωμένα ριγέ σώβρακα στα απέναντι μπαλκόνια. Τα πατώματα ήταν καλυμμένα με ψιλό μουσαμά στο χρώμα του ξύλου, κάτω από τον οποίο φαινόταν να περπατάν αρκετά ψωμωμένες κατσαρίδες. Η κουζίνα βρισκόταν ακριβώς δίπλα στην κρεβατοκάμαρα, και διέθετε ολοκαίνουρια για τα δεδομένα του 1950 ντουλάπια χωρίς χερούλια, ένα ηλεκτρικό μάτι, ένα ψυγείο νάνο, έναν σπασμένο μαρμάρινο νεροχύτη που έμοιαζε σαν γούρνα βυρσοδεψείου και έναν σάπιο θερμοσίφωνα βιδωμένο στον τοίχο με τρόπο ώστε να μην ανοίγει η μπαλκονόπορτα. Μάλλον  τα σώβρακα που φαίνονταν από εδώ δεν είχαν διαφορές από τα υπόλοιπα. Το μπάνιο που βρισκόταν ακριβώς δίπλα είχε σχήμα Γ και ήταν λίγο μεγαλύτερο από ξεδιπλωμένο τάβλι. Δεν υπήρχε ντουζιέρα, μόνο ένα τηλέφωνο μπάνιου δίπλα από το καζανάκι αλλά για να το χρησιμοποιήσεις έπρεπε να πατάς πάνω στη χέστρα και να βγάλεις τα χέρια σου από το παράθυρο που ήταν αμφίβολο αν άνοιγε. Δεν την ρώτησε πως κάνουν μπάνιο εκεί μέσα γιατί φοβήθηκε ότι η απάντηση θα ήταν πως βγαίνουν τα σκουλήκια από το σιφόνι στο πάτωμα και σε γλείφουν, αλλά μόνο κάθε βράδυ 9-11 που δεν κοιμούνται.

Το μόνο καλό ήταν πως η εξώπορτα βρισκόταν δίπλα ακριβώς από το μπάνιο, και μπόρεσε να δώσει ένα τέλος στην γκροτέσκα παρουσίαση με όσο πιο ευγενικό τρόπο μπορούσε. Προχώρησε με μικρά αλλά σταθερά βήματα προς την έξοδο, καθώς της έλεγε πως θα το σκεφτεί πολύ σοβαρά αλλά πρέπει να δει και καναδυό σπίτια ακόμα. Η γριά τον ακολουθούσε με μικρά αλλά ασταθή βηματάκια μειώνοντας την τιμή κάθε φορά που εκείνος έλεγε «ευχαριστώ πολύ, να πηγαίνω τώρα», και για μια στιγμή του φάνηκε πως το διαμέρισμα ήταν παράξενα σκοτεινό και πως η γριά τώρα μιλούσε χωρίς να ξεφυσάει καθώς τον πλησίαζε όλο και πιο πολύ. Το φως του διαδρόμου στο κλιμακοστάσιο διέλυσε αυτή την στιγμιαία παράκρουση, και κατάφερε να της αποσπάσει τον τελικό χαιρετισμό πριν μπει στο ασανσέρ για να κατέβει πάλι στην είσοδο.

Καθώς βγήκε στον καθαρό αέρα, του φάνηκε πως όλες οι οικοδομές τριγύρω ήταν γεμάτες «ΕΝΟΙΚΙΑΖΕΤΑΙ». Κούνησε το κεφάλι του για να συνέλθει και στάθηκε να στρίψει ένα τσιγάρο. Έβγαλε από την τσάντα του την εφημερίδα με τα κυκλάκια και σχημάτισε έναν αριθμό τηλεφώνου. Η φωνή που απάντησε ήταν ήρεμη και από το βάθος δεν ακούγονταν ψαλμωδίες. Σε καλό δρόμο είμαστε, σκέφτηκε…

Σχετικά Αρθρα
Σχετικά Αρθρα