Απελπισμένος Άγιος
Ο Άκης Δήμου κεντάει τη γιορτή με λέξεις.
του Άκη Δήμου Εικόνα: Γιάννης Σιμητόπουλος
Αν ήμουν ο Άγιος Βαλεντίνος, στη γιορτή μου θα κατέβαζα τα τηλέφωνα. Δεν θα δεχόμουν ευχές, πόσο μάλλον επισκέψεις, θα την έβγαζα κάτω απ’ το πάπλωμα ιδρώνοντας και ξεϊδρώνοντας εναλλάξ, με τα φτερά μου προσεκτικά διπλωμένα, τα χάπια μου για έκτακτες ανάγκες παραδίπλα και τον υπολογιστή κλειστό. Κλειστός κι εγώ, για λόγους ανακαίνισης. Περιμένοντας υπομονετικά να τελειώσει η λιτάνευση των οστών μου και να κατακάτσει και η πανταχόθεν σάχλα, θα προετοιμάζουν για το επόμενο βράδυ, όταν, έχοντας σκουπίσει προσεκτικά τ’ απομεινάρια της μέρας που πέρασε, με καθαρό μυαλό και χαλασμένο κέφι, θα μάζευα τους πιστούς μου σε μια τυχαία αλάνα και θα ‘δινα μια αποκλειστική συνέντευξη στον καθένα τους χωριστά για να τους εξηγήσω γιατί δεν εμφανίστηκα στα τετ α τετ και στα πάρτι τους. Όχι για να απολογηθώ αλλά γιατί είναι πάντα χρήσιμο ν’ αφήνεις να σε μάθει κι απ’ την ανάποδη εκείνος που σε πιστεύει σαν Θεό του και καταπίνει σοκολατάκια στ’ όνομά σου.
Τι το παιδεύετε; θα ‘λεγα στο βαλαντωμένο ακροατήριό μου. Η αλήθεια είναι ότι πεθαίνουμε απ’ όλα τ’ άλλα, ποτέ από αγάπη. Και πως, ό,τι κι αν λέμε, εκεί, στον ακάλυπτο της καρδιάς, υπάρχει πάντα ένας Έρωτας που δεν άνθισε ποτέ γιατί ποτέ δεν έμαθε πόσο πολύ τον θέλαμε, ίσως μόνο μια φορά παραλίγο, μεγάλη ιστορία… Κρατημένοι απ’ το μπράτσο ενός τέτοιου Έρωτα περπατάμε, σταματώντας, που και που, για να χαιρετήσουμε καινούργιους έρωτες περαστικούς, που και κείνοι συνοδεύονται απ’ τα δικά τους φαντάσματα. Γερνάμε δοξάζοντας το ανεκπλήρωτο, πικραμένοι απ’ τη γνώση ότι Έρωτας είναι να γιορτάζεις σα νίκη την ήττα σου. Θες, βέβαια, πώς μπορεί να μη θες να ερωτευτείς (ξανά και ξανά); Όλοι ονειρευόμαστε παγίδες. Αλλά είμαστε αποφασισμένοι να ζήσουμε μακριά απ’ τις κακοτοπιές, δεν συλλέγουμε πια αδιέξοδα κι απλώς επαναλαμβάνουμε μεθοδικά τον εαυτό μας σε κάθε καινούργια γνωριμία που απειλεί κάπως να κλονίσει τις αισθηματικές μας βεβαιότητες και ν’ ανεβάσει για λίγο τη θερμοκρασία μας (ο «άλλος πυρετός», που τραγούδησε κάποτε η Μαρινέλλα, αν θυμάσαι). Ποτέ όμως μέχρι παραληρήματος, έτσι και πιάσεις τον εαυτό σου να παραληρεί (απ’ τη χαρά του) αυτοχαστουκίζεσαι για να συνέλθεις.
Για λίγο, νευρωτικοί Ρωμαίοι και ανορεξικές Ιουλιέττες μου, ήμουν κι εγώ σαν και σας: ένας άνθρωπος που αγωνιά και περιμένει κι όσο περιμένει τόσο περισσότερο αγωνιά και βουρκώνει κι αναστενάζει και ζαλίζεται. Όπου καημός και ζήτω!, μ’ άλλα λόγια. Και, παρόλο που ακόμα νοσταλγώ τα τραγούδια της Αλέκας Κανελλίδου (το «Ακόμα ένα καλοκαίρι», ας πούμε), στην πραγματικότητα καταλαβαίνω ότι νοσταλγώ περισσότερο τη φωνή που έβρισκα τότε για να τα τραγουδήσω (φαλτσάροντας, εννοείται). Γιατί με τα χρόνια μαθαίνεις να ασφαλίζεσαι απέναντι στο εφήμερο, μαθαίνεις ότι οι παλάμες δεν κρατάνε πολύ ιδρωμένες, ότι τα φιλιά στεγνώνουν νωρίς. Έχεις ζήσει λιγουλάκι, ξέρεις. Και μαθαίνεις ακόμα πως δεν επιτρέπεται να γυρίζεις με την καρδιά ξεκούμπωτη και πως το θέμα δεν είναι να την αφήσεις να καεί, το θέμα είναι να προλάβεις τη σπίθα. Οπότε όχι, δεν θα παραδοθείς, ποιος θέλει να γυρίζει μετά από ένα (έστω μυθικό) ξενύχτι και να βρίσκει το σπίτι του στάχτη κι όλες του τις ασφάλειες καμένες; Άρα καλά κάνετε και προστατεύετε τον εαυτό σας απ’ όλ’ αυτά ζώντας μόνο με τις προσομοιώσεις του Έρωτα, αφού ο ίδιος είναι ένας Θεός εκδικητικός, ζητάει λύτρα την ελευθερία σας για να σας σκλαβώσει, ενώ εσείς τα θέλετε όλα χάρισμά σας: και ανεξάρτητοι και ζευγαρωμένοι. Γι’ αυτό καμιά μετωπική σύγκρουση δεν αφήνετε να σας παρασύρει, γι’ αυτό σκάβετε νυχθημερόν σε οθόνες και κάμερες, γι’ αυτό κοκαλώνουν τα δαχτυλάκια σας πληκτρολογώντας μηνύματα: γιατί οι κρυψώνες είναι τσάμπα, τίποτα δεν κοστίζει να παραστήσεις τον ερωτευμένο, η κιβωτός σου σε προστατεύει απ’ τον κατακλυσμό, έχεις σωθεί. Αλλά – σκεφτείτε το λίγο – ποιος σε θέλει σωσμένο; Κανείς δεν ερωτεύεται όποιον τη γλύτωσε. Εκείνον που κινδυνεύει ψάχνουν όλοι να ερωτευτούν. Όχι για να τον σώσουν οι ίδιοι μα για να σωπάσει ο συναγερμός μέσα τους – να το θυμάστε αυτό, κατατονικά παιδιά μου.
Θα συνεχίσουμε, λοιπόν, να ξυπνάμε μόνοι; Αφού έτσι κι αλλιώς, το ‘χουμε πιάσει το νόημα: όλος ο μόχθος, όλη η υστερία, όλα τα λουλούδια, τα μουσκεμένα χαρτομάντιλα, οι αναστεναγμοί, οι εξομολογήσεις και τα χτυποκάρδια – όλα μα όλα γίνονται για μια αγκαλιά ξυπνώντας. Κι ο κάθε έρωτας –όπως εξάλλου και η ζωή – κρίνεται στις λεπτομέρειες: στο σχήμα της λακκούβας που αφήνει το κεφάλι του άλλου το μαξιλάρι, στις τρίχες στο νιπτήρα, στην τελευταία γουλιά του καφέ του που παγώνει στο φλιτζάνι – πώς ξεμπερδεύεις με όλ’ αυτά και ποιος σε ξεμπερδεύει; Δεν έχω απάντηση ούτε και προβλέπεται να ‘χω στο μέλλον. Είναι κι αυτό μια νίκη του ενήλικα: δεν ξέρει/δεν απαντά κι όταν πολυστριμώχνεται κλείνει και το τηλέφωνο προωθώντας την κλίση στον άνεμο. Γιατί είμαστε πια μεγάλοι άνθρωποι, όλα δείχνουν ότι έχουμε τελειώσει με τα μεγάλα πάθη, τις εκθαμβωτικές μοιχείες (πάντα ένας τρίτος άνθρωπος ευθύνεται για τις πυρκαγιές μέσα μας, πάντα κάποιου την προδοσία γιορτάζουμε αγκαλιασμένοι), τα «τυχαία» αγγίγματα, τα υπόκωφα φιλιά και τα μαύρα δάκρια πάνω απ’ το ποτήρι με το ουίσκι. Έχουμε αποχαιρετήσει (οριστικά;) τα «Εσύ μου μιλάς στην καρδιά μου», τα «Μυστικέ μου Έρωτα», τις δύσπνοιες και τα ξεμοναχιάσματα στα εκτός κέντρου ξενοδοχεία. Μας μένει μόνο το σεξ που κάνουμε, πολλές φορές με τον αυτόματο, ακόμα κι ερήμην του κορμιού μας (τα γνωστά: Ό,τι θυμάσαι πιάνεις κι άμα μπορείς χαίρεσαι.) Αλλιώς πώς εξηγείται η εκκωφαντική σιωπή των δρόμων μετά τα μεσάνυχτα; Σ’ άλλες εποχές όλο και κάποιος θα ‘παιρνε τα πόδια του ή θα καβάλαγε το αυτοκίνητο να τρέξει να συναντήσει κάποιον κι άμα ένας παίρνει τους δρόμους για τέτοιους λόγους, οι δρόμοι μοιάζουνε πολυσύχναστοι, μία και μόνη επιθυμία φτάνει για να τρίξουνε πεζοδρόμια και άσφαλτοι.
Πώς όμως, σας ρωτώ, διπλοκλειδωμένα αγόρια και κορίτσια μου, πώς συνηθίζει κανείς να ζει με κάτι μίζερα, συφοριασμένα ειδύλλια – υστερόγραφα σε πολυσέλιδες ερωτικές επιστολές, με κάτι αγάπες ατροφικές απ’ την κούνια τους; Πώς τα βγάζεις πέρα με τόσες κλήσεις που μένουν αναπάντητες γιατί, το ξέρεις πια, οι άνθρωποι συναντιούνται μόνο και μόνο για να θυμηθούν πως θέλουν να μείνουν μόνοι τους. Τι να φορέσεις, εξάλλου; Έχεις ξεχάσει τι φοράνε στα πρώτα ραντεβού αν και, λίγο αν μαζέψεις το μυαλό σου απ’ τα κράσπεδα, θα θυμηθείς ότι στο πρώτο ραντεβού δεν φοράνε τίποτα, πάνε σα να μην πηγαίνουν σε κανένα ραντεβού. Έτσι κι αλλιώς ο άλλος θα δει ό,τι θέλει να δει, μ’ αυτή την εικόνα θα φύγει, όχι με τη δικιά σου, τη μελετημένη ώρες μπροστά στον καθρέφτη, αλλά με τη δικιά του να σε κοιτάει εμβρόντητος γιατί κάτι του φέρνεις από τη χώρα του Ποτέ που νόμιζε ότι ήταν παραμύθι (και που παραμύθι θα μείνει γιατί αύριο έχετε να ξυπνήσετε νωρίς).
Τέτοια θα ‘λεγα στο μπαϊλντισμένο μου ποίμνιο, το μισοναρκωμένο ακόμα απ’ την προχτεσινή γιορτή των άλυτων κόμπων του. Δεν θα είχα βέβαια ιδέα ποιος θέλει να τ’ ακούσει όλ’ αυτά και γιατί να τ’ ακούσει, εξάλλου; Καθένας έχει τις δικές του αυταπάτες, τα δικά του σύννεφα, τα δικά του αποθηκευμένα ζόρια. Κι ακούει βερεσέ τα λόγια των άλλων. Ακόμα κι αν είναι Άγιος, ακόμα κι αν τον λένε Βαλεντίνο. Αλλά και Κώστα να τον λένε, και Αργύρη κι όπως θες, το ίδιο στο ντούκου θα περάσουνε τα λόγια του. Ευτυχώς, εννοείται. Γιατί είναι Έρωτας, παιδιά μου παράξενα, κι όπως αρχίζει να χτυπάει σαν τρελός ο σφυγμός, ξεκουφαίνονται όλες οι αμφιβολίες στέλνοντας κάθε σου δισταγμό αδιάβαστο. –