Από την συμπαγή στην διάχυτη πόλη
της Αλέκας Γερόλυμπου Το τέλος ενός αιώνα είναι, φαίνεται, μια ιστορική στιγμή καταγραφής μεγάλων γεγονότων και κρίσιμων αλλαγών. Ας μην ανατρέξουμε στο τι συνέβη στο τέλος του 19ου αιώνα στον κόσμο ή στον τόπο μας. Μετά τον Μεγάλο Πόλεμο η πόλη άρχισε να απλώνει τον αστικό ιστό της προς την ύπαιθρο. Με την έλευση της […]
της Αλέκας Γερόλυμπου
Το τέλος ενός αιώνα είναι, φαίνεται, μια ιστορική στιγμή καταγραφής μεγάλων γεγονότων και κρίσιμων αλλαγών. Ας μην ανατρέξουμε στο τι συνέβη στο τέλος του 19ου αιώνα στον κόσμο ή στον τόπο μας. Μετά τον Μεγάλο Πόλεμο η πόλη άρχισε να απλώνει τον αστικό ιστό της προς την ύπαιθρο.
Με την έλευση της δεκαετίας του 1990 η λειτουργία της χώρας εντός της Ευρωπαϊκής Ένωσης, η χαλάρωση του ψυχροπολεμικού κλίματος και η βελτίωση των σχέσεων με Γιουγκοσλαβία και Βουλγαρία επαναφέρουν την προοπτική της ευρύτερης μητροπολιτικής ακτινοβολίας της Θεσσαλονίκης, που όντως εισέρχεται σε φάση νέων μετασχηματισμών. Καλύτερες συνθήκες ζωής και στέγασης, χωρίς όμως την ανάλογη βελτίωση σε υποδομές,
Ενδιαφέρουσες αρχιτεκτονικές παρεμβάσεις σε νεώτερα και παλαιοτέρα μνημεία και δημόσιους ελεύθερους και αρχαιολογικούς χώρους. Βελτίωση των αυτοκινητοδρόμων και η χάραξη μιας νέας αρτηρίας (Νέα Εγνατία) από το Ιόνιο πέλαγος μέχρι την Κωνσταντινούπολη, με κάθετες συνδέσεις προς Τίρανα, Σκόπια και Σόφια. Σταθερή εισροή νέων κατοίκων-οικονομικών προσφύγων από τα Βαλκάνια και τις χώρες της πρώην Σοβιετικής Ένωσης και ανάληψη πολλών (θετικών και αρνητικών) πρωτοβουλιών για την αναβάθμιση του χώρου της αποτελούν το γενικό πλαίσιο μέσα στο οποίο θα εκδηλωθούν οι αλλαγές.
Mε την απογραφή του 1991, ο πληθυσμός της Θεσσαλονίκης εμφανίζεται σχεδόν σταθεροποιημένος (748.000, αύξηση δεκαετίας +5%, έκταση 6.000 εκτάρια), ενώ η πόλη εξαπλώνεται στην ευρύτερη περιοχή της, κυρίως δε προς τα νοτιοανατολικά, με κατοικίες και επιχειρήσεις κατά μήκος των μεγάλων επαρχιακών οδών. Στα ανατολικά υψώματα, Πανόραμα και Θέρμη, μεσαία και υψηλά εισοδηματικά στρώματα εκφράζουν την προτίμησή τους στην μονοκατοικία, εγκαταλείποντας το συμφορημένο περιβάλλον της κάτω πόλης. Πάντως ο κατακερματισμός της γης, οι υψηλοί συντελεστές δόμησης και η έλλειψη οργανωμένου πολεοδομικού σχεδιασμού έχουν ως αποτέλεσμα τη δημιουργία περιοχών μη ελκυστικών, με ελλείψεις σε υποδομές και δημόσιους χώρους. Eν ολίγοις οι επιλογές των υψηλότερων εισοδηματικών στρωμάτων δεν καταφέρνουν να δημιουργήσουν ένα νέο συλλογικό πρότυπο αστικού περιβάλλοντος και παραμένουν ως δείγματα των αντιφάσεων μιας πόλης που κατασκευάζεται από μεμονωμένες -θετικές και αρνητικές- πρωτοβουλίες.
Στα χρόνια αυτά, η μορφή της συμπαγούς πόλης με ένα ισχυρό κέντρο αρχίζει να ανατρέπεται. Ακολουθώντας φαινόμενα που έχουν εμφανισθεί στον ευρωπαϊκό χώρο ήδη εδώ και 30-40 χρόνια, και παρά το γεγονός ότι ο συνολικός πληθυσμός τείνει να σταθεροποιείται, η πόλη επεκτείνεται ταχύτατα. Αν το εγκεκριμένο σχέδιο εκτείνεται σε 6.038 εκτάρια, η πραγματική πόλη καλύπτει ουσιαστικά 14.000 εκτάρια με τις εκτός σχεδίου εκτάσεις περιμετρικά της πόλης που καταλαμβάνονται από αστικές δραστηριότητες. Άλλες 36.000 εκτάρια συνθέτουν την περιαστική ζώνη ευθύνης του Οργανισμού Ρυθμιστικού Σχεδίου Θεσσαλονίκης, που υποδέχεται την ad hoc εγκατάσταση πάσης φύσεως χρήσεων και την ανάδυση εστιών νέων “κεντρικοτήτων”, όχι σε συνέχεια αλλά αποκομμένα από τον πολεοδομικό ιστό, διάχυτα στην περιαστική ζώνη, σε γραμμική ανάπτυξη κατά μήκος των κυριότερων οδικών αξόνων.
Και ενώ τα παλιά προάστια και τα παραδοσιακά θέρετρα της Θεσσαλονίκης στις νότιες ακτές του Θερμαϊκού κόλπου αυξάνουν ταχύτατα και εντυπωσιακά τον πληθυσμό τους, η κατοικία εγκαταλείπει το κέντρο. Ολοκαίνουργες γειτονιές, με πολυκατοικίες και ‘μεζονέτες’ (το νέο όνειρο των πολυάριθμων μικροαστικών στρωμάτων), γεμίζουν την περιφέρεια των παλιών σχεδίων πόλης, χωρίς υποδομές (ούτε καν δίκτυο αποχέτευσης) και με εντυπωσιακή απουσία πράσινων φυτεμένων χώρων,
Παράλληλα κατά μήκος των μεγάλων αρτηριών στις εισόδους της πόλης, οι παλιές κλασικές χρήσεις ανατολικά και γύρω από την ακτογραμμή -καρνάγια, φυτώρια, μάντρες, μικρά αγροκτήματα και ήπιες βιομηχανίες- δίνουν την θέση τους σε πιο επικερδείς και φιλόδοξες επιχειρηματικές εγκαταστάσεις: εμπορικά mall, multiplex σινεμά, περιοχές αναψυχής, και από δίπλα trendy ξενοδοχεία και νοσοκομειακές μονάδες, καζίνα, νυχτερινά κέντρα και ιδιωτικά σχολεία. Αλλά και μάντρες υλικών, συνεργεία αυτοκινήτων, χώροι φύλαξης σκαφών και τροχόσπιτων ή συναρμολόγησης προκατασκευασμένων κατοικιών και εκκλησιών (!), λειτουργούν ανάμεσα σε διάσπαρτες κατοικίες, νόμιμες ή παράνομα κτισμένες, με όρους δόμησης εργαστηρίων, ακριβές και συνήθως με την απαραίτητη πισίνα, σ’ ένα τοπίο απίστευτης ασχήμιας, όχι μακριά από μια ακτογραμμή που θα μπορούσε να είναι προσπελάσιμη και διαμορφωμένη και να προσελκύει τον κόσμο για περίπατο, χαλάρωση, κοινωνικότητα.
Αντίστοιχα αλλά και διαφορετικά εξελίσσεται η παλιά βιομηχανική περιοχή στα δυτικά της πόλης. Τεράστιοι γραφειακοί χώροι και έδρες επιχειρηματικών δραστηριοτήτων, ανισόπεδες διαβάσεις και κόμβοι αυτοκινητοδρόμων, ογκώδη κτιριακά συγκροτήματα κλπ και νέα συγκροτήματα πολυκατοικιών που σε μεγάλο βαθμό απευθύνονται στο αγοραστικό κοινό οικονομικών μεταναστών. Πόλεις ολόκληρες ξεφύτρωσαν μέσα στα χωράφια, όσο οι τράπεζες παρείχαν δάνεια. Όταν εκδηλώθηκε η κρίση, πολλά κτίσματα έμειναν ημιτελή και εγκαταλελειμμένα στην ερημιά.
Μέσα στο ανοργάνωτο αυτό μωσαϊκό, πάνω στις χαράξεις ενός αγροτικού υποβάθρου χωρίς κανένα ίχνος δημόσιας παρέμβασης, έχει κιόλας στηθεί το σκηνικό της οικονομικής δραστηριότητας μιας αρπακτικής αγοράς που αδιαφορεί για την ποιότητα του αστικού και φυσικού περιβάλλοντος. Τα τελευταία απογραφικά δεδομένα επιβεβαιώνουν την αστική διάχυση που προσθέτει νέα προβλήματα, σε μια πόλη που δεν έχει ακόμη ξεφύγει από τις επιπτώσεις της εντατικής ανοικοδόμησης της μεταπολιτευτικής εποχής.
*Η Αλέκα Γερόλυμπου είναι Δρ. Αρχιτέκτων Πολεοδόμος, Καθηγήτρια Αστικού Σχεδιασμού και Ιστορίας της Πολεοδομίας, Α.Π.Θ.