«Αποχαιρετώ τον Νιόνιο, τον φίλο από τα χρόνια της νιότης»
Ένα ξεχωριστό αντίο στον Διονύση Σαββόπουλο, από τον φίλο, συμμαθητή και συνοδοιπόρο στα εφηβικά χρόνια της Θεσσαλονίκης, Γιάννη Αικατερινάρη
Λέξεις: Γιάννης Κύρκου Αικατερινάρης
Από το Ε΄ Γυμνάσιο Θεσσαλονίκης και τα κινήματα Ειρήνης και Κοινωνικής δικαιοσύνης
Χαρακτηριστικά συμβάντα της νιότης λειτουργούν συχνά ως σταθμοί – τομές στην ζωή μας και σημαδεύουν την εποχή και την Ιστορία του τόπου στον οποίο βιώθηκαν. Η δολοφονία Λαμπράκη, τον Μάη του 1963 στη Θεσσαλονίκη, ήταν ένα από αυτά τα τραγικά γεγονότα. Προκάλεσε θεμελιακές ανατροπές στο πολιτικό σύστημα της χώρας, σε κυβερνητικό κυρίως επίπεδο, αλλά και αλλαγές στη συμπεριφορά και στις επιλογές ζωής των ευαισθητοποιημένων πολιτών. Τα όσα συνέβησαν εκείνες τις μέρες σημάδεψαν την ζωή μας και μας έφεραν απέναντι στην σκληρή πραγματικότητα, που αν και την γνωρίζαμε δεν μπορούσαμε να αντιληφθούμε την σημασία και το μέγεθος των όσων θα ακολουθούσαν.
Τα γεγονότα αυτά αποτέλεσαν για πολλούς αφορμές αλλαγής του πολιτικού προσανατολισμού τους, ενώ σε άλλους, στους καλλιτέχνες ιδιαίτερα, λειτούργησαν και ως πηγές έμπνευσης αλλά και λήψης κρίσιμων αποφάσεων. Ο Διονύσης Σαββόπουλος, εν προκειμένω, αφήνει να εννοηθεί στην αυτοβιογραφία του «Γιατί τα χρόνια τρέχουν χύμα» ότι η ζοφερή ατμόσφαιρα της Θεσσαλονίκης εκείνων των ημερών, αλλά και το συντηρητικό οικογενειακό περιβάλλον του, τον ώθησαν να αφήσει τον γενέθλιο τόπο και όσα τον έδεναν μ’ αυτόν. Έτσι αποφάσισε να κατηφορίσει στην Αθήνα, όπου θα συναντούσε τον Μίκη Θεοδωράκη για μια … «πιστοποίηση» του μουσικού του ταλέντου. Θα φρόντιζε παράλληλα για την επαγγελματική του αποκατάσταση, αφού η φοίτησή του στην Νομική της Θεσσαλονίκης αποτελούσε πια παρελθόν.
Όπως ο ίδιος αφηγείται, η διαδρομή του προς την πρωτεύουσα πάνω σ’ ένα φορτηγό, στο οποίο ανέβηκε με ωτοστόπ, ήταν επεισοδιακή. Του έδωσε ωστόσο την ευκαιρία να ανατρέξει, μέσα σε μια νύχτα, σε μνήμες του κοντινού παρελθόντος και μέσα από το όνειρό του να τις δώσει την δική του ερμηνεία. Θα σταθώ εδώ σε ένα απόσπασμα της αυτοβιογραφίας, καθώς πέρα από τον ίδιο αφορούσε κοινά βιώματα με φίλους, όπως οι Κωστής Μοσκώφ, Μπάμπης Καλλιπολίτης, Τάκης Σιμώτας, Αλέξης Ασλάνογλου, Σπύρος Σακέτας και άλλους. Οι περισσότεροι ήμασταν μέλη της «Σπουδάζουσας νεολαίας της ΕΔΑ» και όλοι σχεδόν του «Συνδέσμου Νέων για την Ειρήνη και τον Αφοπλισμό, Bertrand Russell» της Θεσσαλονίκης.
Δεν είχαν άλλωστε περάσει και πολλές μέρες από τότε που στην λέσχη του Συνδέσμου επί της οδού Αλεξάνδρου Σβώλου, είχα παρουσιάσει τις μουσικές δημιουργίες των συνεπώνυμων μελών του Διονύση και Πάνου Σαββόπουλου, φοιτητών του ΑΠΘ, της Νομικής ο πρώτος και της Πολυτεχνικής Σχολής ο δεύτερος. Τότε ήταν που ακούστηκε για πρώτη φορά το τραγούδι «Ήλιος κόκκινος ζεστός». Ο Πάνος το απέδωσε παίζοντας κιθάρα, ενώ η παρουσίασή του από τον Διονύση, που δεν γνώριζε ακόμη κανένα μουσικό όργανο, έγινε μέσω ενός μαγνητοφώνου, το οποίο ακόμη έχω!
Το νόημα των στίχων του τραγουδιού, αλλά και η μουσική του, είχαν εντυπωσιάσει τους ακροατές. Το ποίημα άλλωστε που ως ένα βαθμό, στάθηκε η αιτία για να γραφεί το τραγούδι, είχε δημοσιευτεί πριν λίγες μέρες στο πρωτοσέλιδο της εφημερίδας «Πανσπουδαστική»[1] (τχ. 34). Το συνθέτανε οι «πρωτογενείς», κατά μία έννοια, στίχοι του Γάλλου ποιητή Ζακ Πρεβέρ (Jacques Prévert ) και ο Διονύσης, πάντα ενθουσιώδης και παρορμητικός, τους «μετάπλασε» και τους έφερε κοντύτερα στο γεμάτο οράματα και διψασμένο για εξεγέρσεις ελληνικό κοινό…
Οι στίχοι «μπρος στης φάμπρικας την πύλη / ο εργάτης σταματά, / όμορφη η μέρα γνέφει / κι απ’ το ρούχο τον τραβά / Ε, ε, σύντροφέ μου αχ τί κακό / μέρα μ’ ήλιο σαν κι αυτό / να την τρώει τ᾽ αφεντικό», προκάλεσαν εκείνη την μέρα μεγάλο ενθουσιασμό. Θαρρείς και οι ακροατές του ετοιμάζονταν για την …«επανάσταση» κι ας οι ίδιοι ήταν μέλη ενός Συνδέσμου, …που προασπίζονταν την Ειρήνη!
Επιβάτης στο φορτηγό, που όλο και πλησίαζε την Αθήνα, ήταν ο Νιόνιος, όπως αφηγείται ο ίδιος στην πρόσφατη αυτοβιογραφία του (σσ. 72-73): «Λίγο μετά την Μαλεσίνα γλάρωσα. Έγειρα στο τζάμι και φαίνεται αποκοιμήθηκα για λίγο. Είδα ένα όνειρο. Εκείνες τις φωτιές του θεσσαλικού κάμπου πάλι, αλλά τώρα είχανε γίνει μια μικρή πυρά. Γύρω γύρω ήταν οι φίλοι μου σκεπασμένοι με κουβέρτες σε μια ακρογιαλιά στην Ποτίδαια της Χαλκιδικής. Έσκυψε από τα δεξιά μου ο Κατερινάρης (αναφορά σε μένα) και μου είπε: “Ο Λαμπράκης ζει”. Εγώ στράφηκα προς την θάλασσα, σαν να όφειλα να δω οπωσδήποτε κάτι εκεί, αλλά ήταν σκοτάδι πίσσα και δεν έβλεπα τίποτα. Τότε σηκώθηκε από τα αριστερά μου ο φίλος ποιητής Νίκος Αλέξης Ασλάνογλου, προχώρησε αμίλητος και εξαφανίστηκε προς την μεριά της θάλασσας».
Στο όνειρο του Διονύση, κοιμισμένου στο φορτηγό, αποτυπώνονταν σκηνές, έστω και διαφοροποιημένες ως προς τα πραγματικά γεγονότα, σκηνές απ’ όσα είδε εκείνη την σημαδιακή μέρα, απ’ όσα έζησε τις προηγούμενες. Φαίνεται να χαράχτηκαν σ’ αυτό αλήθειες παλιών του φίλων. Ο Αλέξης, από την μεριά του άρθρωνε τον δικό του λόγο, έκφραζε όπως και πριν «καταχωνιασμένα» προσωπικά αισθήματα. Με αφορμή μικρά συμβάντα της ζωής έγραφε στίχους, που όπως έκανε πάντα από παιδί, τους αφιέρωνε σε εκείνους για τους οποίους τους είχε γράψει. Παραθέτω στη συνέχεια απόσπασμα από ένα ποίημά του, που όπως είπε ανθυπομειδιώντας, το αφιέρωνε στον …πολιτικό καθοδηγητή του, εννοώντας …εμένα, αλλά έμμεσα και τον Νιόνιο! Ήταν πιστεύω μια προσπάθειά του Αλέξη, όπως άλλωστε το ίδιο έκανε αργότερα και ο Σαββόπουλος, να δικαιολογήσει την απουσία του από εκδηλώσεις της «παραδοσιακής Αριστεράς», στις οποίες ωστόσο κανείς δεν του είχε ζητήσει να συμμετάσχει, ούτε καν ο περισσότερο «κομματικός» Κωστής Μοσκώφ… Με το ποίημά του «Ολα παν στο καλυτερο» θαρρείς και απολογούνταν γιατί δεν προσχωρούσε κι αυτός στις «κομματικές ιδεολογίες», όπως συχνά αποκαλούσε τα όσα υπερασπίζονταν η Αριστερά:
«Όλα παν στο καλύτερο, μου ‘λεγες Γιάννη / η επανάσταση ωρίμασε σιγά σιγά / η φλούδα του ώριμου καρπού θα σπάσει. (…)
Γιάννη, τί μου ζητάς να γράφω αισιόδοξα / μπούχτισα πια να υμνολογώ σαν πληρωμένος / Δε φτάνει που κατάστρεψα μια ολόκληρη ζωή / κι άφησα τα χωράφια μου άσπαρτα και φεύγω – έρχεσαι εσύ να μου πουλήσεις τις ελπίδες σου / Πρώτη φορά θα σου τα πω τόσο ξεκάθαρα / τα χρόνια έφυγαν κι αρχίζω απ’ το μηδέν / είμαι κατάμονος, δεν έχω μια κατεύθυνση / ποτέ δεν είμουν τόσο εκτεθειμένος / Γιάννη, δεν είμαστε για ποίηση κομματική / καθένας μας πληρώνει τα δικά του».
Κάποιοι άλλοι στίχοι του Αλέξη, σκόρπιοι κατά το πλείστον, ποτέ δεν είδαν το φως της δημοσιότητας σε ένα ολοκληρωμένο ποίημα. Ορισμένους μόνο από αυτούς τους χρησιμοποίησε αποσπασματικά ο Διονύσης, όταν κάποια φορά το καλοκαίρι του ’64 κοιμηθήκαμε σε μια ακτή της Χαλκιδικής, στη Νέα Καλλικράτεια. Είναι αυτή που στην αυτοβιογραφία του τοποθετεί στη Νέα Ποτίδαια. Ήταν απόβραδο όταν είχα βουτήξει στη θάλασσα και ως αυτοδύτης χάθηκα στον ορίζοντα, περιπλανόμενος για κάμποση ώρα μέχρι να επιστρέψω στην ακτή. Σ’ αυτό το διάστημα ο Αλέξης έγραψε μερικούς στίχους, ίσως και να ήταν αυτοί που ώθησαν τον Διονύση να συνθέσει το τραγούδι «Το δέντρο»:
«Τη νύχτα αυτή τη λέτε εσείς φωτιά / μα εγώ την λέω δένδρο. / Οι μέρες που λαχτάρησα θα ‘ρθούν, / μα εγώ την λέω δέντρο.
Στην άμμο, στ’ ακρογιάλι / καθίσαμε όλοι προς το βράδυ. / Μιλούσε αυτός που οδηγούσε, / μιλούσε αυτός που οδηγούσε. / Κι εγώ τον αγαπούσα κι από τον ήλιο πιο πολύ / κι απ’ τους εχθρούς μας πιο πολύ.
Του πόνου μας ταξιδευτή, / της νίκης μας οδηγητή, / της νίκης μας οδηγητή, / Τον είδα μες στο πλήθος / το αίμα του έτρεχε στο στήθος / Τον είδα στ’ ακρογιάλι, / μάτια βγαλμένα απ’ το σκοτάδι. / Ο θάνατος νωρίς – νωρίς τον είχε σημαδέψει / Κι εγώ φωνάζω μη, φωνάζω μη, / ο θάνατος θε να σε βρει. Κι είπε: / Τη νύχτα αυτή τη λέτε εσείς φωτιά / μα εγώ την λέω δένδρο, / οι μέρες που λαχτάρησα θα ‘ρθούν, / μα εγώ την λέω δένδρο».
Σ’ εκείνο το γεγονός πιστεύω αναφερόταν ο Διονύσης στο όνειρό του, όταν αποκοιμήθηκε στο φορτηγό, που συνέχιζε την πορεία του από την Θεσσαλονίκη προς την Αθήνα. Τις ονειρικές αναδρομές στα όσα συνέβησαν εκείνη την σημαδιακή μέρα της φυγής του, αλλά και στα προηγούμενα γεγονότα, διέκοψε ο οδηγός βίαια, με μια αγκωνιά. Ήταν η στιγμή που άκουσε το «μη» της αγωνίας του Διονύση, ένα «μη» που έμοιαζε με κραυγή.
Η τραγουδοποιία… ωστόσο, όπως έγραψε ο ίδιος, συνέχισε τα όσα ήθελε να πει. Στο ίδιο άλμπουμ, εντάχθηκαν το 1966 και τα τραγούδια «Ήλιε αρχηγέ», «Οι παλιοί μας φίλοι», «Η μαϊμού», «Η Ζωζώ» και «Το μπουλούκι».
Ακολούθησαν τα πρώτα δύσκολα χρόνια του Διονύση στην Αθήνα, το αντάμωμα με τον Μίκη και η μαύρη περίοδος της δικτατορίας με τις συνακόλουθες περιπέτειές του. Μέσα στην δυστοπία της δικτατορικής περιόδου, άρχισε η δική του ελπιδοφόρα πορεία, βασισμένη κατά κύριο λόγο στην ουτοπία της νιότης του! Όσο κι αν στην ύστερη ζωή του αμφισβητήθηκαν ορισμένες πολιτικές απόψεις του, ασύμβατες ασφαλώς με την πρότερη δισκογραφία και τα «πιστεύω» του, το ταλέντο ήταν δεδομένο. Τα τραγούδια του ενέπνευσαν την νεολαία, ιδιαίτερα στους δύσκολους καιρούς…
Νιόνιο καλό σου ταξίδι. Και πάλι στο φως…
21-10-2025
Γιάννης Κύρκου Αικατερινάρης
*Ο Γιάννης Κύρκου Αικατερινάρης είναι αρχιτέκτωνας