ΧΑΛΚΙΔΙΚΗ: Ο δικός μου παράδεισος δεν υπάρχει πια
Ελπίζω κάποτε να καταλάβουμε τι θησαυρό έχουμε στα χέρια μας και αυτός ο ευλογημένος τόπος να πάρει αυτό που του αξίζει.
Λέξεις: Μ. Κ.
Βρέθηκα στη Χαλκιδική 20 ημερών και έκτοτε κάθε καλοκαίρι το περνούσα στο σπίτι των παππούδων μου στο Πευκοχώρι. Πήγαινα με το που έκλειναν τα σχολεία και έφευγα λίγο πριν ξεκινήσει η νέα χρονιά.
Την Χαλκιδική την έζησα ως παιδί, ως έφηβος και ως ενήλικας όπου περνούσα εκεί όλα μου τα Σαββατοκύριακα και όλη μου την άδεια. Η Χαλκιδική για μένα ήταν ένας μοναδικός επίγειος παράδεισος, ίσως από τα λίγα μέρη που κάποιος μπορεί να βρει, ότι είδους παραλία θέλει…ρηχή, βαθιά, χρυσές αμμουδιές, βραχώδεις παραλίες, κολπάκια…και όλα αυτά μόλις μία ώρα από τη Θεσσαλονίκη.
Το σπίτι μας ήταν σε έναν δρόμο όπου κάθε καλοκαίρι κάναμε μπάνιο με τη Λίνα, τον Γιώργο, τον Ερμή, τη Χριστίνα, τον Βασίλη και άλλα παιδιά, τα πρωινά και το απόγευμα βρισκόμασταν κάθε φορά και σε άλλο σπίτι για να παίξουμε μέχρι το βράδυ.
Αρχές της δεκαετίας του 90 έγινε το πρώτο beach bar στη περιοχή. Θυμάμαι τότε όλα τα σπίτια να μαζεύουν υπογραφές για τη πολύ δυνατή μουσική που έπαιζε από το πρωί μέχρι το βράδυ. Δεν ζητούσαν πολλά, απλά λίγο σεβασμό τις ώρες κοινής ησυχίας. Τι αστυνομίες πήρανε, τι επιστολές στο Δήμο. Κανένας δεν έκανε τίποτα. Έμαθε ο κόσμος να ζει έτσι. Λίγα χρόνια αργότερα έγινε μόδα να παίζουν αυτά τα μαγαζιά κλαρίνα, ζουρνάδες και μπουζούκια στο τέρμα. Τότε πάλι υπήρξε κινητοποίηση αλλά πάλι τίποτα δεν έγινε.
Τότε ως νεότεροι πηγαίναμε και σε άλλα beach bar. Δεν θα ξεχάσω όμως τη πρώτη χρονιά που πήγα σε beach bar στη Χανιώτη και με ρώτησαν αν έχω κάνει κράτηση, και αντίκρυσα τη θλιβερή εικόνα των belvedere πάνω στις ομπρέλες ως δείγμα reserve, με την ελάχιστη κατανάλωση. Μου ξένισε απίστευτα. Δε μπορούσα να καταλάβω πως από τη μία μέρα στην άλλη η δική μου Χαλκιδική είχε αρχίσει να γίνεται μία ξιπασμένη νοοτροπία με στοιχεία νεοπλουτισμού. Σταμάτησα να πηγαίνω στα μαγαζιά, όμως το δέχτηκα όμως γιατί καταλαβαίνω πως τα πράγματα αλλάζουν.
Όμως πέρα από τη ξιπασιά, δεν άλλαξε τίποτα ίδιοι άθλιοι δρόμοι, χωρίς νερό από τις 6 το απόγευμα μέχρι αργά το βράδυ, κίνηση σαν να μην υπάρχει αύριο, κίνηση που κάνεις ώρες να φτάσεις στο προορισμό σου, πανάκριβα μαγαζιά με άθλιο και αλαζονικό service, φτηνός τουρισμός, παράνομα αντίσκηνα σε μονοπάτια και παραλίες, σκουπίδια.
Το κερασάκι στη τούρτα ήταν όταν πριν κάτι χρόνια αρχές Μαΐου καθημερινή, πήγα σε ένα καινούργιο μαγαζί του πρώτου ποδιού με τα παιδιά κάτι φίλων. Εκατοντάδες άδειες ξαπλώστρες και δεν με άφησαν να μπω δήθεν γιατί δεν είχαν ξαπλώστρα.
Όταν τους έκανα φασαρία μου πέταξαν το ότι είχα πολλά παιδιά μαζί μου και θα έκαναν φασαρία. Ήταν βλέπεις που δεν είχα και τη βλεφαρίδα κάγκελο και δεν φορούσα παρεό Christian Dior οπότε δεν ήμασταν το target audience του μαγαζιού. Πέρσι τη μητέρα μου και τις φίλες της την σήκωσαν από ξαπλώστρα Τετάρτη 9 το πρωί γιατί δεν ρώτησαν πριν καθίσουν.
Φυσικά δεν σου λένε κατάμουτρα ότι εσάς τις γριές δεν σας θέλουμε γιατί μας χαλάτε τη μόστρα αλλά όταν το έμαθα τους πήρα τηλέφωνο τους απείλησα ότι θα τους κάνω βούκινο στα social και τις άφησαν να καθίσουν (μεγάλη η χάρη τους).
Το 2014 εγώ και η κολλητή μου αποφασίσουμε να γυρίσουμε σε λίγες μέρες μέσα και τα τρία πόδια. Ξεκινήσαμε από το τρίτο, περάσαμε υπέροχα, πήγαμε στο δεύτερο και αρχίσαμε να νιώθουμε τη πίεση.
Πήγαμε στις Kαβουρότρυπες και στο μικρό και μεγάλο Καρύδι. Κυριολεκτικά δεν μπορούσαμε να κατέβουμε στη παραλία από τα στημένα αντίσκηνα των βαλκάνιων και φύγαμε. καταλήξαμε στο πρώτο όπου ήμασταν ο ένας κάτι εκατοστά δίπλα από τον άλλον, κάναμε μπάνιο σε μια θάλασσα τίγκα στο αντηλιακό, πληρώσαμε 6 ευρώ τον καφέ χωρίς απόδειξη και τότε ήταν η τελευταία φορά που έκανα διακοπές στη Χαλκιδική.
Από τότε την επισκέπτομαι αραιά και που και κάθε φορά θυμάμαι γιατί δεν θέλω να πηγαίνω. Φέτος, έφτασε Αύγουστος για να πάω αυθημερόν για ένα μπάνιο στη Βουρβουρού και έκανα 3,5 ώρες να φτάσω και 2 να επιστρέψω – έκανα μιάμιση ώρα να περάσω το φανάρι της Νικήτης.
Όχι, αυτή δεν είναι η Χαλκιδική που ήξερα. Η δική μου Χαλκιδική δεν υπάρχει πια αλλά θα την αγαπάω πάντα γιατί εκεί πέρασα όλα μου τα ξένοιαστα καλοκαίρια. Ελπίζω κάποτε να καταλάβουμε τι θησαυρό έχουμε στα χέρια μας και αυτός ο ευλογημένος τόπος να πάρει αυτό που του αξίζει.
*Η συντάκτρια του άρθρου επιθυμεί να κρατήσει την ανωνυμία της. Μας χαρίζει μόνο μια παιδική της εικόνα.