Χορταίνονται μωρέ οι στιγμές!
Ο Μανόλης έστριβε το τσιγαράκι του κάθε απόγευμα. Ήρεμος, άπλωνε ράθυμα την αρίδα του στην ξύλινη καρέκλα κι έβανε τα πόδια του στο πεζούλι που έβγαζε στο μικρό ξέφωτο της γειτονιάς που τον μεγάλωσε.
Ο Μανόλης έστριβε το τσιγαράκι του κάθε απόγευμα. Ήρεμος, άπλωνε ράθυμα την αρίδα του στην ξύλινη καρέκλα κι έβανε τα πόδια του στο πεζούλι που έβγαζε στο μικρό ξέφωτο της γειτονιάς που τον μεγάλωσε.
Χορταίνονται μωρέ οι στιγμές! Ξεφυσούσε τον καπνό που έκανε δαχτυλίδια στον αέρα. Μαζί έφτυνε και τα βαριά φωνήεντα που τον παίδευαν. Τα έχανε και τα ξανάβρισκε στον πάτο του φλυτζανιού με τον ελληνικό. Αράδες τα κούτσικα μαζεύονταν γύρω του για να τον ακούσουν. Να μετρήσουν τις χάντρες στο κομπολόι του.
H ζωή είσαι εσύ κι ό,τι σου συμβαίνει.
Μιλούσε και σε κοιτούσε με ένα βλέμμα διάτρητο. Άνοιγε χαραμάδες. Ρούπι δεν το κουνούσαμε από κοντά του. Μόνο ρουφούσαμε από τη θαμπάδα της φωνής του, που σε ημέρωνε με τη ζέστα της.Μεγαλώνοντας νιώθεις να πνίγεσαι. Το σώμα σου σ’ εκδικείται. Σ΄ εκδικείται γιατί… κοίτα να δεις, σε όλη σου τη ζωή εν δυνάμει σε κάτι υπήρξες. Εν δυνάμει…Το έχεις αυτό το κάτι, να πάρει, το ξέρεις, αλλά όχι στο μέτρο του πραγματικά δυνατού, εκείνου που θα κάνει μπαμ. Όλο κάτι λείπει και γι΄αυτό δεν είσαι ποτέ αρκετός.
Δυνητικά θα μπορούσες να ήσουν πολλά αν πίστευες στον εαυτό σου περισσότερο κι αν μιλούσες στον καθένα όπως του αξίζει. Κι αλήθεια πόσες εν δυνάμει επαναστάσεις θα έκανες στην καθημερινότητά σου! Ναι εσύ! Θα έπαιρνες την τύχη στα χέρια σου. Κάποτε βέβαια αντιστάθηκες σε ένα αφεντικό και σε πίστεψαν κι άλλοι. Κάποτε υπερασπίστηκες το δίκιο σου και τα’ βαλες μ’ εκείνους που σε υπονόμευαν. Μικρές άκακες επαναστάσεις της πορδής, έτσι για να ξεπλένεσαι και να τινάζεις τη σκόνη από τα μαλλιά σου. Εν δυνάμει γελωτοποιός σε τσίρκο. Βάρα το ντέφι μάστορα και σου χορεύω εγώ ένα τσιφτετέλι μούρλια!
Η ζωή είσαι εσύ κι η καθημερινότητά σου.
Μέχρι εκεί που φτάνει ο ίσκιος σου; Μέχρι εκεί που αντέχει η τσέπη σου; Μέχρι εκεί που βαστάς τα λόγια των άλλων; Θα ΄ρθει εκείνη η στιγμή που θα μιλήσεις στον καθένα όπως του αξίζει, έτσι για να συγχωρεθούν τα πεθαμένα σου!
Η ζωή είσαι εσύ κι οι τοίχοι του σπιτιού σου, τα όνειρα που τρώνε τους σοβάδες.
Είναι τα πείσματα των παιδιών σου κι οι φωνές οι δικές σου. Είναι κι οι τύψεις για τούτες τις φωνές, για το χρόνο, που ‘ναι δράκος και καταπίνει τις μέρες και τις νύχτες.
Χορταίνονται μωρέ οι στιγμές! Κοίτα εμένα! Γέρασα και μυαλό δεν έβαλα για την πουτάνα τη ζωή…Ναι τέτοια είναι κι αν δεν της αλλάξεις πρώτος εσύ τα φώτα θα σε φάει το μαύρο σκοτάδι. Τι πάει να πει ευτυχία; Τι πάει να πει δυστυχία; Νεφέλες είναι και πάνε με τον αέρα. Οι στιγμές, αυτές οι σφήκες οι ρουφιάνες που σε τσιμπούν. Οι στιγμές είναι το αλάτι της ζωής και τη νοστιμεύουν. Το θάνατο δεν τον γνωρίζω. Γιατί να τον φοβηθώ; Γνωρίζω μόνο τον ήλιο που ανεβαίνει κάθε ξημέρωμα και πεθαίνει τα σούρουπα. Την πείνα και τη δίψα μου. Τον έρωτα και τη μανία στα μάτια των αχόρταγων. Εκείνων που “χωρίς δαιμόνους δαιμονίζονται, χωρίς φεγγάρια φεγγαριάζονται”. Που δε σκάνε για κείνα που φτιάχνονται και για κείνα που δεν φτιάχνονται.
Τη βλέπεις την πόρτα μου; Δε θέλω να μου κουβαλήσεις την ασχήμια σου. Κράτησέ την μακριά από μένα που δεν κουράζομαι να νοιάζομαι. Τα παιδιά και τα πουλιά κελαηδούν δίχως να ξέρουν. Θυμούνται να νιώθουν. Κοιμούνται πάνω σε μια πέτρα. Η κοινωνία. Τι ξέρει αυτή; Πότε στάθηκε να σ΄ ακούσει; Εσένα που ήσουν το καμάρι της μάνας σου κι έλεγες πως θα την αλλάξεις! Καψερέ μου, γιατί υπάρχεις απλώς και δεν ζεις; Τι περιμένεις λοιπόν;
Όρθιος ο Μανόλης μ ‘ έπιανε από το μανίκι τώρα. Με έβγαζε σχεδόν σηκωτό στο δρόμο. Σαν θέλω να αναθαρρήσω βγαίνω εδώ έξω κι όπως με χτυπάει το φως της λάμπας θυμάμαι το πρώτο μου φιλί κάτω από τις κολώνες. Για να αντέξω τη ριμάδα τη ζωή υφαίνω τις στιγμές και τις κάνω εικόνες. Γίνομαι αυλή, πλατεία, δέντρο, μπάλα και με κλωτσώ, τραγούδι και με τραγουδώ. Η ζωή…χα ποιος ξέρει να μου την ορίσει…Μήπως εσύ; Μήπως εγώ; Να σου την κλέψω ποτέ, να μου τη στερήσεις ,σου μπήγω νύχια και δόντια. Να μ΄αφήσεις ήσυχο θέλω να τη ζήσω μπας και ξεγελαστώ μαζί της και μου κάνει κανένα παραπανίσιο χατίρι.