Δείπνησα στο Όλυμπος-Νάουσα και…
Ο Παναγιώτης Μιχαλόπουλος μεταφέρει την εμπειρία της επίσκεψής του στο θρυλικό εστιατόριο που επέστρεψε στην πόλη
Λέξεις / Εικόνες: Παναγιώτης Μιχαλόπουλος
Πλησιάζοντας, περπατώντας στο πεζοδρόμιο της παλιάς παραλίας, ένιωσα αγαλλίαση που εκείνο το κουφάρι που στοίχειωνε για δεκαετίες την πρόσοψη της πόλης, έγινε και πάλι ένα λαμπρό στολίδι.
Το καλωσόρισμα ευγενικό. Νέα παιδιά παντού. Υποθήκη για το μέλλον. Δεν ξέρω αν θα συνεχίσουν εκεί, σίγουρα όμως θα έχουν περάσει από ένα μεγάλο σχολείο παίζοντας στα πρώτα βήματα της επαγγελματικής σταδιοδρομίας τους, στην Premier League.
Μην ξεχνάς ότι μερικοί από τους «σερβιτόρους καριέρας» της παλιάς εκδοχής του εστιατορίου μνημονεύονται ακόμα σε συζητήσεις συνομηλίκων μου.
Μπήκα στην όμορφη ψηλοτάβανη αίθουσα, την οποία είχα θαυμάσει αρκετές φορές σε φωτογραφίες, από τότε που άνοιξε. Έψαχνα να βρω σημάδια του παλιού καιρού. «Τι ήταν εδώ;». «Πώς ήταν το πατάρι;». «Η δεύτερη αίθουσα τώρα είναι μπαρ». Νομίζω ότι αυτό το παιχνίδι του μυαλού, με το παλιό και το νέο, είναι μέσα στους στόχους των δημιουργών του εστιατορίου και το συναντάς παντού, από την αρχιτεκτονική μέχρι το μενού.
«Ισορροπία» είναι η λέξη κλειδί. Το εστιατόριο αυτό είναι ένας ζωντανός οργανισμός. Δεν είναι μουσείο. Οι δημιουργοί του κλήθηκαν να αποφασίσουν ποια στοιχεία του παλιού έπρεπε να διατηρήσουν και ποια να αλλάξουν. Πρέπει τα πράγματα να αλλάζουν, αν θέλουν να μείνουν ίδια…
Πριν καθίσουμε στο τραπέζι μας, επισκεφτήκαμε τον εσωτερικό κήπο στον ακάλυπτο χώρο του οικοπέδου. Εξαιρετική δημιουργία! Πώς κατάφεραν να χωρέσουν, μέσα σε τόσο λίγο χώρο ένας μικρός κήπος με τραπέζια (εδώ δεν ισχύει το μην πατάτε το γκαζόν), ένα πλακόστρωτο με πέργκολα και ένας «καταρράκτης μνήμης» μόνο ο αρχιτέκτονας κύριος Νικηφορίδης το ξέρει.
Προσπάθησαν να αποφύγω το σύνδρομο του Γιαπωνέζου τουρίστα που φωτογραφίζει τα πάντα και σε γενικές γραμμές το κατάφερα.
Καθίσαμε στο τραπέζι μας με θέα προς την θάλασσα. Παρέα με ζευγάρι αγαπημένων φίλων με τους οποίους μοιραζόμαστε την αγάπη για το καλό φαγητό και το κρασί. Δεν θα σου πω αναλυτικά τι φάγαμε.
Θα σου πω για την μελιτζανοσαλάτα και τα σαρμαδάκια. Όχι ότι τα υπόλοιπα υστερούσαν, αλλά θέλει περισσό «θράσος» και μεγάλη τέχνη για να αποφασίσει ένας σεφ να αναμετρηθεί με τις γευστικές μας μνήμες και την λατρεμένη κουζίνα της μητέρας μας και να βγει νικητής. Τα σφαιρίδια λεμονιού που συνόδευαν τα υπέροχα σαρμαδάκια, δημιουργούσαν αρωματικές εκρήξεις στο στόμα μου, και με έκαναν να γουργουρίζω από ευχαρίστηση.
Το τέλος του δείπνου ήθελε γλυκό. Δοκιμάσαμε τρία από αυτά και θα σου πω «αν πας μην διανοηθείς να φύγεις χωρίς να γευτείς τη νουγκατίνα». Όταν την δοκιμάσεις, πιες ένα νερό στην υγεία μου για την πληροφορία που σου έδωσα…
Δοκιμάσαμε πολλά πιάτα. Άλλα μας άρεσαν περισσότερο και άλλα λιγότερο. Η συνολική εμπειρία ήταν κάτι παραπάνω από ικανοποιητική. Ο χώρος εξαιρετικός. Τα τραπέζια αραιά με σεβασμό στην ιδιωτικότητα των πελατών.
Το σέρβις αποτελεσματικό και ευγενικό, αν και θα μπορούσα να ζήσω και χωρίς το «καλή σας απόλαυση» και το «να αποσύρω τα πιάτα;». Πάτε νωρίς για να είναι ακόμα μέρα και αν μπορείτε διαλέξτε ένα τραπέζι που να βλέπει προς την θάλασσα. Στο εστιατόριο δεν πάμε μόνο για να φάμε… Το μενού, του κυρίου Τασιούλα, εξαιρετικά δομημένο και εκτελεσμένο. Στην επόμενη επίσκεψη, η οποία έχει ήδη προγραμματιστεί, θα επαναλάβω σίγουρα το 70% των πιάτων που ήδη δοκίμασα. Θέλω να τα ξαναφάω! Αυτό σίγουρα κάτι λέει.
Επειδή θα με ρωτήσεις για την «λυπητερή», θα σου πω ότι δεν είναι ένα φτηνό μαγαζί. Ούτε, όμως, και υπερβολικά ακριβό. Το δικό μου βαλάντιο, σίγουρα δεν επιτρέπει να τρώω εκεί ένα με δύο μεσημέρια την εβδομάδα, όπως κάναμε στην παλιότερη εκδοχή του εστιατορίου.
Σίγουρα, όμως, είναι ένα τίμιο μαγαζί σε ό,τι αφορά την σχέση κόστους προς ποιότητα. Γι’ αυτό θα ξαναπάω πολύ σύντομα.
Οι φωτογραφίες είναι από ό,τι πρόλαβα να φωτογραφίσω. Δεν είμαι και δεκαοχτώ χρόνων να φωτογραφίζω κάθε πιάτο πριν το δοκιμάσω, αλλά όφειλα ένα φωτορεπορτάζ αφού αποφάσισα να γράψω για το νέο talk of the town.