Δεν έπρεπε να είμαι εδώ, εγώ για αλλού πήγαινα

Μα δεν προλαβαίνω. Με περιμένει η ζωή. Μ’ ακούει κανείς; Με περιμένει η ζωή. Θέλω να ζήσω. Όχι ακόμη. Όχι τώρα. Όχι τόσο νωρίς.

Parallaxi
δεν-έπρεπε-να-είμαι-εδώ-εγώ-για-αλλού-π-981307
Parallaxi

Λέξεις: Μαρία Μπατζιομήτρου

Δώδεκα λεπτά

Πράξη πρώτη

Προσμονή. Γέλια. Χαρές.

Ένα φιλί αποχαιρετισμού. Μία αγκαλιά ευτυχίας. Ένα χαμόγελο έξαψης, ανυπομονησίας.

Ένα όνειρο που γεννιέται, ένα όνειρο που περιμένει να πραγματοποιηθεί.

Ήλιος. Γαλάζιος ουρανός. Δε βλέπω σύννεφα στον ουρανό.

Μόνο μια αμυγδαλιά που πάει να ανθίσει. Περιμένει να καλωσορίσει την Άνοιξη.

Λίγα πουλιά στον ουρανό. Ίσως κάπου κι ένα χελιδόνι.

Ένα όνειρο ψάχνει το δρόμο του, ψάχνει ένα βαγόνι. Πρέπει να μπει. Πρέπει απεγνωσμένα να μπει. Ψάχνει το βαγόνι του. Ψάχνει το δρόμο του. Είναι το πρώτο βαγόνι; Είναι το δεύτερο βαγόνι; Είναι το τρίτο; Ή μήπως είναι το έκτο; Όχι. Ίσως καλύτερα το πρώτο. Το μεγάλο όνειρο, η μεγάλη αγάπη θα μπει στο πρώτο βαγόνι.

-Φεύγω. -Να προσέχεις. -Δε θα καταλάβεις πότε θα περάσει ο καιρός. Δε θα λείψω πολύ. -Πάρε με όταν φτάσεις.

Το όνειρο είναι σε έξαψη. Περιμένει η ζωή στη γωνία να του δώσει πνοή, σάρκα και οστά να πετάξει.

Το τρένο ξεκινάει. Η αμυγδαλιά μαραίνεται. Τα πουλιά φεύγουν. Το χελιδόνι πουθενά. Ο ουρανός σκοτεινιάζει.

Η αντίστροφη μέτρηση αρχίζει. «Τικ τακ. Τικ τακ». Δώδεκα λεπτά. Δεν υπάρχει άλλος χρόνος. Η ώρα περνάει. Τα δευτερόλεπτα θερίζουν.

Το όνειρο ταξιδεύει. Ανυπομονεί να πετάξει, ανυπομονεί να φτάσει στον προορισμό του.

-Είμαι χαρούμενη. Είμαι ευτυχισμένη. Σε λίγες μέρες θα έρθει. -Είδες; Όλα πήγαν καλά. Λίγη υπομονή ακόμα. -Μου είπε ότι μ’ αγαπάει. Με αγαπάει.

«Τικ τακ». Έντεκα λεπτά και δύο δευτερόλεπτα.

Μα πώς σκοτείνιασε έτσι ο ουρανός; Μαύρα σύννεφα. Δεν ταιριάζουν τα μαύρα σύννεφα με την ευτυχία μου.

Κάτι αλλάζει στην ατμόσφαιρα. Ο χρόνος λιγοστεύει. Δέκα λεπτά και τρία δευτερόλεπτα.

Εικόνα: Μυρτώ Τούλα

Πράξη δεύτερη

Έχει κρύο. Τι κρύο είναι αυτό; Μία ψυχρή αύρα πλανάται. Δε θα έπρεπε να κρυώνω.

Έχει ζέστη μέσα στο βαγόνι. Έρχεται η Άνοιξη. Δε θα έπρεπε να κρυώνω.

Το τρένο τρέχει. Τρέχει να προφτάσει. Πρέπει να φτάσει στον προορισμό του. Δεν υπάρχει περιθώριο πια. Είναι αδυσώπητο. Έχει μια συνάντηση. Σημαντική. Αναπότρεπτη.

-Αγάπη μου δε θα αργήσω. Είμαι κουρασμένος. Περιμένω να σε δω. Περιμένω να σε αγκαλιάσω. -Μου έλειψες. -Σε λίγο θα είμαστε μαζί.

Μα ο χρόνος περνάει. Εννιά λεπτά ακόμη. Μα πώς γίνεται αυτό; Τόσος λίγος χρόνος; Πόσο γρήγορα πηγαίνει αυτό το τρένο; Γιατί τόση βιασύνη; Γιατί βιάζεται τόσο; Πιο αργά. Πήγαινε πιο αργά.

Όχι. Δε γίνεται. Είναι το πεπρωμένο. Είναι η μοίρα. Η μοίρα δεν περιμένει. Βιάζεται.

Δεν μπορεί να περιμένει. Ο χρόνος δικάζει. Είναι ακριβής. Οκτώ λεπτά ακριβώς.

Αυτός είναι ο χρόνος. Άλλος δεν υπάρχει. Δε γίνεται.

-Μα δεν προλαβαίνω. Παντρεύομαι. Τον άλλον μήνα. Οχτώ λεπτά δε μου φτάνουν.

-Μα δεν προλαβαίνω. Με περιμένει το παιδί μου. Με περιμένει να μεγαλώσουμε μαζί. Θέλω να το δω να μεγαλώνει. Πρέπει να το δω να μεγαλώνει.

Εφτά λεπτά.

-Μα δεν προλαβαίνω. Ένα μάθημα μου έμεινε. Ορκίζομαι. Παίρνω πτυχίο. Θα γίνω γιατρός. Το όνειρό μου. Πραγματοποιείται.

-Μα δεν προλαβαίνω. Με περιμένει η φίλη μου. Έχουμε να βρεθούμε καιρό. Είναι εκείνος ο καφές που δεν ήπιαμε. Όλο κανονίζαμε και όλο αναβάλλαμε. Πολύ αναβολή για λόγους ασήμαντους, για πράγματα ανούσια.

Εικόνα: Μυρτώ Τούλα

Έξι λεπτά.

-Μα δεν προλαβαίνω. Μου είπε ότι μ’ αγαπάει. Δεν έχω σήμα. Δε θα προλάβω να του πω ότι τον αγαπάω πολύ κι εγώ. Πρέπει να το ξέρει.

Τον αγαπάω. Πρέπει να το μάθει.

Πώς θα το μάθει; Πρέπει να ακούσω τη φωνή του. Πρέπει να ακούσει τη φωνή μου.

Πέντε λεπτά.

-Μα δεν προλαβαίνω. Με περιμένει η μάνα μου. Μάνα σου είπα ότι θα αργήσω. Μα τώρα μου λένε άλλα. Μάνα δεν προλαβαίνω. Ίσως είναι καλύτερα να μη με περιμένεις.

Τέσσερα λεπτά.

-Μα δεν προλαβαίνω. Με περιμένει η ζωή. Μ’ ακούει κανείς; Με περιμένει η ζωή. Θέλω να ζήσω. Όχι ακόμη. Όχι τώρα. Όχι τόσο νωρίς.

Θέλω να ζήσω. Πρέπει να ζήσω.

Τρία λεπτά.

Πράξη Τρίτη

Το τρένο ανέπτυξε ταχύτητα. Το όνειρο ταξιδεύει πολύ γρήγορα. Μην πας τόσο γρήγορα. Αλλάζει προορισμό. Μην αλλάζεις προορισμό. Δε με ρώτησες. Πώς το κάνεις αυτό; Μα δε με ρώτησες. Δε με ρώτησες. Μη με πας εκεί. Στο σπίτι μου θέλω να πάω. Στο παιδί μου θέλω να πάω. Στη μάνα μου θέλω να πάω. Έχω να δω τον πατέρα μου τρεις μήνες. Στο κορίτσι μου θέλω να πάω. Στο αγόρι μου θέλω να πάω. Με περιμένει. Μου έχει μια έκπληξη. Μην πας από εκεί. Μην αλλάζεις προορισμό. Όχι τώρα. Όχι έτσι.

Σε παρακαλώ. Δε με ρώτησες. Έπρεπε να με ρωτήσεις. Σε παρακαλώ. Πάτα το φρένο. Προλαβαίνεις. Δεν προλαβαίνεις. Σταμάτα. Σε παρακαλώ.

Δύο λεπτά.

Το όνειρο ξεθωριάζει.

Ο χρόνος λιγοστεύει.

Ο ουρανός. Κατάμαυρος.

Η ώρα: 23:19.

Όχι. Δεν μπορεί. Κάποιος να πει κάτι. Κάποιος να κάνει κάτι. Μ’ ακούει κανείς;

Είναι εδώ κανείς;

Πράξη τέταρτη

Κοιμήθηκα. Ζεστά στην αγκαλιά του. Πόσο όμορφο συναίσθημα. Τι γαλήνη.

-Ξύπνησες αγάπη μου; -Νομίζω διψάω. -Ξεκουράσου. Θα σου φέρω εγώ νερό. -Μην αργήσεις. Νομίζω κρυώνω λίγο.

Με σκέπασε με το μπουφάν του.

-Δε θα αργήσω. Σε ένα λεπτό θα είμαι πίσω.

Του χαμογέλασα. Μία τόσο μικρή στιγμή. Ασήμαντη ίσως. Αλλά τον κοιτάζω για λίγα δευτερόλεπτα. Πόσο όμορφος είναι! Πόσο ευτυχισμένη είμαι! Ναι, μάλλον είναι ο άνθρωπός μου. Λες να τα φέρει έτσι η ζωή και μια μέρα να καταλήξουμε μαζί; Να κάνουμε παιδιά; Λες να γίνει κάτι και να χωρίσουν οι δρόμοι μας; Με στεναχωρεί η σκέψη αυτή. Όχι δεν το θέλω. Μα είμαι τόσο ευτυχισμένη. Ή προτρέχω; Ίσως βιάζομαι. Έχουμε χρόνο μπροστά μας. Τώρα πρέπει άλλα πράγματα να γίνουν. Όμως ναι. Ίσως αυτός είναι η τύχη μου.

Με κοιτάει γiα λίγα κλάσματα του δευτερολέπτου. Μου χαμογελάει κι αυτός.

-Σ’ αγαπώ πολύ. -Κι εγώ σ’ αγαπώ πολύ.

Νιώθω πλήρης. Νιώθω ασφαλής. Νιώθω ευτυχισμένη.

-Δε θα αργήσω. Θα έρθω να σε πάρω αγκαλιά.

Ένα λεπτό ακόμη.

Πράξη Πέμπτη

«Τικ τακ. Τικ τακ».

Κάποιοι κοιμούνται. Κάποιοι γελάνε. Κάποιοι συζητάνε χαμηλόφωνα. Κάποιοι συζητάνε δυνατά. Κάποιοι ανυπομονούνε. Κάποιοι διψάνε. Κάποιοι πεινάνε. Ένα αγόρι θέλει να πιει καφέ. Σηκώνεται. Ένα μωρό κλαίει. Πεινάει. Η μαμά του θα το ταΐσει.

Μια γυναίκα προσπαθεί να βρει σήμα να πάρει τηλέφωνο τον αγαπημένο της.

Ένας φοιτητής στέλνει μήνυμα στη μάνα του: «Μάνα θα αργήσω. Κοιμήσου».

Τα τελευταία μηνύματα. Οι τελευταίοι καφέδες. Οι τελευταίες αγκαλιές. Τα τελευταία βλέμματα. Τα τελευταία σ’ αγαπώ. Οι τελευταίες υποθέσεις. Οι τελευταίες αναιρέσεις. Οι τελευταίες υποσχέσεις. Οι τελευταίες ανησυχίες. Οι τελευταίοι φόβοι.

Οι τελευταίες επιθυμίες. Οι τελευταίες ευχές. Τα τελευταία όνειρα. Τα τελευταία όνειρα που δε γνωρίζουν ακόμα ότι έχουν φτάσει στον τερματικό σταθμό, στον τελικό προορισμό τους. Πριν καν ανθίσουν. Άδοξα. Απροσδόκητα. Άδικα. Οι τελευταίες ελπίδες.

Μόνο μια κοπέλα. Είναι στο πρώτο βαγόνι. Γιατί ήρθε να φάει; Πεινούσε τελικά ή δεν πεινούσε; Κάπου μέσα της μετανιώνει που ήρθε στο εστιατόριο. Μήπως ήταν καλύτερο να κάτσει στο βαγόνι της; Γιατί σηκώθηκε; Γιατί μετακινήθηκε;

Δε ξέρει τι της φταίει. Γιατί πήγε να φάει; Αφού η μάνα της της έχει ετοιμάσει φαγητό. Την περιμένει. Ζεστό-ζεστό. Το αγαπημένο της φαγητό. Κοτόπουλο με πατάτες. Δεν έπρεπε να έρθει. Αλλά ούτε αυτή η απάντηση την ικανοποιεί.

Γιατί δεν έπρεπε να έρθει; Τι ανησυχία ξαφνική είναι αυτή; Μπα, βλακείες. Ίσως ανησυχεί γιατί αύριο ξυπνάει πρωί. Δύσκολη μέρα αύριο.

Από τις 08:00 το πρωί μαθήματα στη σχολή.

Εικόνα: Μυρτώ Τούλα

Τώρα που το σκέφτεται, βαριέται λίγο. Αλλά θα πάει μετά στο κυλικείο με τους φίλους της να πιούνε καφέ. Να πουν τα νέα τους. Να γελάσουν. Και ίσως δεν μπούνε στο επόμενο μάθημα. Ποιος ακούει πάλι αυτόν τον καθηγητή;

Αλλά ούτε αυτή η απάντηση την ικανοποιεί. Γιατί ξαφνικά ανησυχεί τόσο πολύ;

Κοιτάει γύρω της. Γεμάτο το βαγόνι.

Μια παρέα κοριτσιών γελάει δυνατά.

Ένα ζευγάρι είναι αγκαλιά.

Μια κυρία τρώει το φαγητό της.

Ένας κύριος πίνει τον καφέ του.

Παραδίπλα μια άλλη παρέα παιδιών συζητάνε χαρούμενοι. Αν κρίνει από τη συζήτησή τους, φοιτητές πρέπει να είναι.

Στο άλλο τραπέζι ένα παιδάκι γκρινιάζει: «Πότε θα φτάσουμε μαμά; Κουράστηκα».

-Φτάνουμε σε λίγο. Θα είμαστε σπίτι μας σε λίγο.

Δέκα δευτερόλεπτα. Η ώρα 23:21.

Και ξαφνικά ένας κρότος. Αμείλικτος. Τρομακτικός. Καταστροφικός.

Αυτό ήτανε. Το όνειρο έσβησε για πάντα.

Τελευταία πράξη

Πάρε με όταν φτάσεις. Κανείς δεν έφτασε τελικά.

Κανένα μήνυμα δεν παραδόθηκε.

Καμία κλήση δεν απαντήθηκε.

Φωτιά. Μεγάλη φωτιά. Παντού. Αναποδογυρίζουν όλα. Ποιο είναι το πάνω; Ποιο είναι το κάτω;

Μεγάλη φωτιά. Ένας εκκωφαντικός θόρυβος. Τι τράνταγμα είναι αυτό; Σείεται όλη η γη. Δεν έχω ξανανιώσει κάτι τέτοιο.

Έχει ζέστη. Έχει πολύ ζέστη. Πολύ ζέστη. Καίγομαι. Καίγομαι. Καίγομαι…

Κι αν κράτησε αυτή η αίσθηση λίγα δευτερόλεπτα.

Που βρίσκομαι; Που είμαι;

Σου είπα θα σε πάρω όταν φτάσω. Σου είπα θα έρθω να σε βρω. Σου είπα να με περιμένεις. Σου είπα ότι θα πάνε όλα καλά. Σου είπα ότι θα τα καταφέρουμε.

Εικόνα: Μυρτώ Τούλα

Κραυγές. Ουρλιαχτά. Ουρλιαχτά βγαλμένα από την κόλαση. Δεν έχω ακούσει ξανά τέτοια ουρλιαχτά. Μετά απόκοσμη σιωπή.

Λαμαρίνες κοφτερές σα λεπίδες. Θερίζουν ό,τι βρουν στο πέρασμά τους. Πονάω.

Πονάω πολύ. Πόσο πολύ πονάω. Αχ Θεέ μου, τι πόνος είναι αυτός;

Γυαλιά. Παντού γυαλιά. Με κόβουν. Μάνα με κόβουν. Τα γυαλιά. Μάνα με κόβουν τα γυαλιά.

Βγήκε ο θάνατος ο ίδιος. Κρυβότανε. Για δώδεκα λεπτά κρυβότανε σε μια γωνιά.

Εκείνος περίμενε. Ο θάνατος περίμενε. Κι εσύ θα πρέπει να πάψεις να με περιμένεις πια. Μη με περιμένεις πια. Μη με περιμένεις. Μα που είμαι; Δεν έπρεπε να είμαι εδώ. Εγώ για αλλού πήγαινα.

Ποιος είσαι εσύ που με κοιτάς; Μη με κοιτάς. Δε σε ξέρω. Ψάχνω τους δικούς μου.

Μη με κοιτάς.

Που είμαι; Δε ζεσταίνομαι πια. Ούτε κρυώνω. Δεν πονάω πια. Ψάχνω τις πληγές μου.

Έκλεισαν. Δεν έχω πληγές πια.

Ψάχνω το σπίτι μου. Φτάσαμε κιόλας; Που είναι το σπίτι μου;

Μάνα νομίζω ότι βλέπω τη γιαγιά. Μάνα νομίζω ότι βλέπω τον παππού.

Μάνα γιατί τους βλέπω; Μάνα δε θα έπρεπε να τους βλέπω.

Εγώ δε θέλω να πεθάνω. Σου είπα ότι θέλω να ζήσω.

Εγώ δεν ήθελα να πεθάνω. Σου είπα ότι ήθελα να ζήσω.

Με περίμενε η μάνα μου. Με περίμενε ο πατέρας μου. Με περίμενε η αδερφή μου.

Με περίμενε ο αδερφός μου. Με περίμενε το παιδί μου. Με περίμενε η γιαγιά μου.

Με περίμενε ο παππούς μου. Με περίμενε η κοπέλα μου. Με περίμενε το αγόρι μου.

Με περίμενε η φίλη μου. Με περίμενε ο φίλος μου. Με περίμεναν οι φίλοι μου.

Δεν ανήκω εδώ. Μ’ ακούς; Μη με κοιτάς. Μόνο πες μου ότι μ’ ακούς. Ότι θα με στείλεις πίσω.

Γεμίσαμε. Είμαστε γεμάτοι πατέρα. Μην αφήσεις να έρθουν άλλοι. Όχι άλλοι.

Μην ανησυχείς τώρα για μένα. Δεν καίγομαι πια. Δεν πονάω πια. Δε ζω πια. Δεν περίμενα το θάνατο. Όχι τώρα. Όχι έτσι. Τη ζωή διάλεξα.

Τη ζωή διάλεξα. Μ’ ακούς; Αλλά δε με ρώτησες. Δε με ρώτησες.

Μην κλαις για μένα. Δεν καίγομαι πια. Δεν πονάω πια. Μην κλαις για μένα. Σου υποσχέθηκα ότι θα έρθω. Σου υπόσχομαι ότι θα έρθω.

Θα έρθω.

Δε θα με βλέπεις αλλά θα είμαι εκεί.

Δε θα με ακούς αλλά θα σου μιλάω.

Δε θα με αισθάνεσαι αλλά θα σε αγκαλιάζω.

Μόνο μην κλαις. Μόνο μην κλαις.

Μην αφήσεις να έρθουν άλλοι. Όχι άλλοι. Όχι άλλοι.

Ο ουρανός μαύρος. Η πλάση σιωπηλή.

Το σ’ αγαπώ δε βρήκε μιλιά να ειπωθεί.

Η αγκαλιά δε βρήκε σώμα να αγκαλιάσει.

Το δάκρυ δε βρήκε μάγουλο να κυλήσει.

Το φιλί δε βρήκε στόμα να φιλήσει.

Το βλέμμα δε βρήκε μάτια να κοιτάξει.

Το όνειρο δε βρήκε χρόνο να εκπληρωθεί.

Η Άνοιξη δε βρήκε ζωή για να ανθίσει.

Δε σε συνάντησα τελικά.

Δε σου είπα σ’ αγαπώ τελικά.

Δεν πήρα το πτυχίο μου τελικά.

Δε βρήκα το σπίτι μου τελικά.

Δε σε είδα να μεγαλώνεις τελικά.

Δεν ήπιαμε εκείνον τον καφέ τελικά.

Δεν έγινα γιατρός τελικά.

Δεν παντρευτήκαμε τελικά.

Δεν έφαγα το φαγητό σου τελικά.

Δε σου έστειλα ότι έφτασα τελικά.

Δεν μπόρεσα να ζήσω τελικά.

Δεν έφτασα ποτέ τελικά.

Το όνειρο έσβησε.

Δώδεκα λεπτά.

Ώρα: 23:21.

Η Άνοιξη δεν ήρθε ποτέ τελικά.

Εις μνήμη των θυμάτων του σιδηροδρομικού δυστυχήματος στα Τέμπη. 01-03-2023

*Η Μαρία Μπατζιομήτρου είναι απόφοιτη του ΑΠΘ του του προπτυχιακού και του μεταπτυχιακού προγράμματος του τμήματος Ιστορίας και Αρχαιολογίας

Σχετικά Αρθρα
Σχετικά Αρθρα