Δεν μπορώ να ακούσω πια Μάνο Χατζιδάκι
«Ο Χατζιδάκις δεν έγραψε τραγούδια για να τον τιμούμε· έγραψε μουσική για να μας εκθέσει» - Γράφει ο Μάνος Λαμπράκης
Λέξεις: Μάνος Λαμπράκης
Ας αρχίσω από την αμηχανία: δεν μπορώ πια να ακούσω Μάνο Χατζιδάκι. Όχι επειδή έπαψα να τον αγαπώ· αλλά γιατί κάθε του νότα με φέρνει αντιμέτωπο με μια ενοχή που η εποχή μου δεν μπορεί να αντέξει. Ο Χατζιδάκις δεν υπήρξε μόνο συνθέτης· υπήρξε πολιτικός σχολιαστής του αισθήματος, ανατόμος της ελληνικής ψυχής, ένας από τους ελάχιστους που κατανόησαν ότι το πολιτικό δεν αρχίζει από τον νόμο, αλλά από τον τρόπο που ακούμε. Το ραδιόφωνό του, οι δημόσιες παρεμβάσεις του, οι παύσεις ανάμεσα στις λέξεις του, αποκάλυπταν μιαν ηθική σκέψη που δεν έπραττε με κραυγές αλλά με διαύγεια. Σήμερα, η διαύγεια αυτή είναι αφόρητη.
Η αδυναμία να τον ξανακούσουμε δεν είναι πολιτισμικό σύμπτωμα, αλλά δείκτης παραίτησης. Ο τρόπος που έχει διαχειριστεί το έργο του ο κληρονόμος του —με αυστηρότητα, ελεγκτικότητα, νομική οχύρωση— λειτουργεί σαν μνημειακή λογοκρισία: προστατεύει το έργο από τον λαό που το γέννησε. Η διαχείριση αυτή δεν είναι απλώς ζήτημα πνευματικών δικαιωμάτων· είναι πράξη ιδιοποίησης του συλλογικού ασυνειδήτου. Ο Χατζιδάκις υπήρξε δημόσιο αγαθό· μετατράπηκε σε ιδιωτικό αρχείο. Ο δημιουργός που απεχθανόταν τη διαμεσολάβηση, υποβλήθηκε στο έλεγχο της διαμεσολάβησης· ο άνθρωπος που έζησε ως ελεύθερος νους, φυλακίστηκε στη νομιμότητα της κληρονομικής περιφρούρησης. Έτσι, κάθε φορά που τον ακούμε, αισθανόμαστε πως συμμετέχουμε σε κάτι παράνομο, σχεδόν ενοχικό.
Η πολιτική ειρωνεία είναι προφανής. Σε μια χώρα που εξαντλεί την έννοια της ελευθερίας στην αγορά και τη δημοσιότητα, ο Χατζιδάκις —ο οποίος υπερασπιζόταν την αριστοκρατία του πνεύματος και τη λαϊκότητα της ψυχής ταυτόχρονα— δεν έχει θέση. Το έργο του αντιστέκεται στη γλώσσα της συναίνεσης· δεν μπορεί να γίνει διαφήμιση, ούτε υπόκρουση. Είναι έργο που ζητά από τον ακροατή να σταθεί, να σκεφτεί, να νιώσει ενοχή, να θυμηθεί. Αυτό το αίτημα είναι πολιτικά επικίνδυνο σε μια κοινωνία που επιβιώνει από τη λήθη. Ο Χατζιδάκις υπήρξε ριζοσπαστικός ακριβώς γιατί πίστευε ότι η αισθητική είναι μορφή πολιτικής ευθύνης: ότι η ευγένεια, η σιωπή, η ομορφιά δεν είναι φυγές, αλλά μορφές αντίστασης.
Ο ακροατής του Χατζιδάκι δεν είναι απλός δέκτης· είναι συμμέτοχος σε μιαν εσωτερική πολιτεία. Αυτός ο ακροατής δεν υπάρχει πια, γιατί ο πολιτισμός δεν έχει ανάγκη από πολίτες, αλλά από καταναλωτές. Γι’ αυτό και η μουσική του, που έθετε ως προϋπόθεση την αυτογνωσία, σήμερα προκαλεί αμηχανία. Κάποτε, οι συνεντεύξεις του στο ραδιόφωνο ήταν μάθημα πολιτικής ψυχολογίας: δίδασκαν πώς η ηθική και η μελωδία μπορούν να συνυπάρχουν. Τώρα, οι ίδιοι αυτοί λόγοι ακούγονται ακατάληπτοι, σαν να προέρχονται από μια γλώσσα που ξεχάσαμε να μιλάμε.
Το έργο του Χατζιδάκι υπήρξε πάντοτε ο καθρέφτης του απωθημένου: του ερωτικού, του πολιτικού, του θρησκευτικού. Μέσα του, ο Έλληνας μπορούσε να δει την παιδικότητα που έχασε, τη νοσταλγία που τον στοιχειώνει, το πάθος που δεν τολμά να εξομολογηθεί. Όταν αυτό το έργο καθίσταται απαγορευμένο ή διοικητικά επιτηρούμενο, ο συλλογικός ψυχισμός εκδικείται: το απωθεί, δεν το αντέχει, το σβήνει από τη μνήμη του. Η σιωπή γύρω από τον Χατζιδάκι είναι λοιπόν μηχανισμός άμυνας — μια άρνηση να αντικρίσουμε το ασυνείδητο της ευγένειας. Κάθε του λόγος ήταν πολιτικός, όχι γιατί καταφερόταν εναντίον κυβερνήσεων, αλλά γιατί αποκαθιστούσε την αλήθεια του αισθήματος ως πράξη αντίστασης. Η πολιτική του θέση ήταν υπερατομική: δεν υπάκουε σε κόμμα ή ιδεολογία, αλλά σε μιαν αρχαία επιταγή ελευθερίας, εκείνη που ονομάζει τον άνθρωπο υποκείμενο μόνον όταν αγαπά. Στον κόσμο της αγοραίας ευπρέπειας, αυτή η στάση είναι πια ανυπόφορη. Κάθε του τραγούδι θυμίζει ότι η ομορφιά δεν είναι δικαίωμα, αλλά ευθύνη.
Γι’ αυτό και το ακούσμα του σήμερα προκαλεί σιωπή, όχι συγκίνηση. Δεν μπορούμε να τον ακούσουμε, γιατί μας υπενθυμίζει την αποτυχία μας να σταθούμε πολίτες του εσωτερικού μας κόσμου. Η μουσική του απαιτεί μια ηθική προετοιμασία, μια λεπτότητα που έχουμε απολέσει.
Μας ζητά να είμαστε ειλικρινείς, κι εμείς δεν μπορούμε παρά να είμαστε αυτάρεσκοι. Μας ζητά να πενθήσουμε, κι εμείς δεν έχουμε πια τελετές πένθους· μόνο αναρτήσεις μνήμης.
Ο τρόπος που έχει αποστειρωθεί η κληρονομιά του —η επιμέλεια, η απαγόρευση, η νομική αυστηρότητα— αποτελεί ακριβή μεταφορά του τρόπου με τον οποίο το σύγχρονο κράτος πολιτισμού διαχειρίζεται τη συλλογική ψυχή: προστατεύει για να απομακρύνει, επιμελείται για να εξουδετερώνει, μουσειοποιεί για να ξεχάσει. Ο Χατζιδάκις δεν ήταν ποτέ για μουσείο· ήταν για τον δρόμο, για το ραδιόφωνο, για το παιδικό βλέμμα που αναγνωρίζει το θαύμα μέσα στο καθημερινό. Η μουσειοποίηση του έργου του είναι η πιο επιμελής μορφή λήθης.
Κι έτσι, κάθε φορά που σκέφτομαι να τον ακούσω, κάτι μέσα μου αντιστέκεται. Δεν είναι η νοσταλγία· είναι ο φόβος. Ο φόβος πως θα αναγνωρίσω μέσα του την Ελλάδα που θα μπορούσαμε να είμαστε και δεν υπήρξαμε. Ο φόβος πως η φωνή του θα μου θυμίσει ότι το πολιτισμικό μας χρέος δεν είναι προς το παρελθόν, αλλά προς την ειλικρίνεια. Ότι η αλήθεια του αισθήματος είναι το τελευταίο πολιτικό πεδίο που απομένει.
Αν δεν μπορούμε να τον ακούσουμε, είναι γιατί δεν μπορούμε να ακούσουμε πια τους εαυτούς μας. Ο Χατζιδάκις δεν έγραψε τραγούδια για να τον τιμούμε· έγραψε μουσική για να μας εκθέσει. Και το πιο βίαιο που μπορούμε να του κάνουμε δεν είναι να τον ξεχάσουμε, αλλά να τον αφήσουμε αβλαβή, αθώο, ακίνδυνο — να τον στερήσουμε από το δικαίωμα να μας ταράζει.
Ίσως, όμως, κάποτε, όταν θα ξαναμάθουμε να ακούμε χωρίς φόβο, να τον συναντήσουμε πάλι. Όχι ως ήρωα, ούτε ως μνήμη, αλλά ως καθρέφτη της ευγένειας που χάσαμε. Και τότε, ο Χατζιδάκις θα είναι επιτέλους ξανά πολιτικός: όχι επειδή θα μιλά για την Ελλάδα, αλλά επειδή θα μας αναγκάζει να την ξανασκεφτούμε από την αρχή.
*Ο Μάνος Λαμπράκης είναι θεατρικός συγγραφέας, δραματουργός και μεταφραστής.