Χωρίς το Μάνο

Η απουσία ως παρουσία ή το φάντασμα του Μάνου Χατζιδάκι στο ελληνικό πολιτισμικό πεδίο

Parallaxi
χωρίς-το-μάνο-834595
Parallaxi

Λέξεις: Μάνος Λαμπράκης

«Ἄν ποτέ πάψω νὰ ὑπάρχω, μὴ μὲ θυμηθεῖτε, ἀναζητήστε μὲ σὲ ὅ,τι ἀρνήθηκε νὰ γίνει καθεστώς.»

Μάνος Χατζιδάκις

Η ελληνική κοινωνία σήμερα, τριάντα ένα χρόνια μετά τον θάνατο του Μάνου Χατζιδάκι, κινείται ανάμεσα στην πλήρη απορρύθμιση του αισθητικού της φαντασιακού και την ψευδαίσθηση μιας μνημονικής αυτάρκειας. Εντός αυτού του πεδίου, η απουσία του Χατζιδάκι λειτουργεί όχι ως ιστορικό έλλειμμα, αλλά ως αρχετυπικό φάντασμα, μια σκιώδης αλλά καταστατική μορφή, που, παρότι απούσα, ασκεί μορφοποιό δύναμη στην πολιτισμική συνείδηση του παρόντος. Το φάντασμα αυτό δεν είναι απλώς η ανάμνηση ενός προσώπου ή ενός έργου. Είναι το υπόλειμμα ενός δυνητικού μέλλοντος που δεν πραγματώθηκε ποτέ. Ο Χατζιδάκις, ως φάντασμα, δεν επιστρέφει για να τιμηθεί, αλλά για να ενοχλήσει. Είναι αυτό που –κατά τον Derrida– haunts, στοιχειώνει, την τωρινή πολιτισμική παραγωγή: όχι επειδή κάποτε υπήρξε, αλλά επειδή σήμερα λείπει με τρόπο αφόρητα απτό.

Η απουσία του δεν είναι ουδέτερη. Είναι έντονα πολιτική. Σ’ έναν κόσμο όπου το δημόσιο αισθητικό είναι εκμαυλισμένο από την εργαλειακότητα, την αποψίλωση της μνήμης και την κανονικοποίηση της αγραμματοσύνης, το έργο του Χατζιδάκι επιμένει ως αρνητική κλίμακα αξιών. Η παρουσία του δεν μπορεί να επαναληφθεί γιατί ήταν ήδη εξαίρεση: απροϋπόθετη, αντιδημοφιλής, απολύτως εσωτερική. Και αυτή ακριβώς η εξαίρεση στοιχειώνει κάθε προσπάθεια οικοδόμησης ενός νέου πολιτισμικού «κανόνα» στην Ελλάδα.

Η φιγούρα του Χατζιδάκι είναι ασύμβατη με το ελληνικό παρόν. Δεν εγγράφεται σε κανένα αφήγημα επιτυχίας, δεν συνθηκολογεί με το κιτς της αγοράς, δεν υπήρξε ποτέ εύχρηστος. Επομένως, το σύστημα τον απωθεί. Ή καλύτερα: τον ξεχνάει σκόπιμα. Δεν έχει υπάρξει καν σοβαρή πολιτική ή ακαδημαϊκή απόπειρα θεσμικής ένταξης του έργου του σε κάποιο επίσημο corpus μουσικής ή πολιτισμικής ιστορίας. Δεν του έχει αποδοθεί αυτό που ο Bourdieu θα ονόμαζε «συμβολικό κεφάλαιο» από το ίδιο το πολιτισμικό κατεστημένο της χώρας. Και έτσι, το φάντασμά του παραμένει εκτός λόγου και άρα, εντός αλήθειας.

Η απουσία δεν είναι παθητικό συμβάν αλλά ενεργός διακοπή του νοήματος. Έτσι και το φάντασμα του Χατζιδάκι λειτουργεί ως σχάση στο σώμα της ελληνικής πολιτισμικής ταυτότητας: ένα ρήγμα που υπενθυμίζει ότι κάποτε υπήρξε αισθητική με ήθος, δημόσιος λόγος με αυτογνωσία, μουσική που δεν ήταν διασκέδαση αλλά συνείδηση. Ο Χατζιδάκις ενσαρκώνει αυτό που δεν είμαστε πλέον και, κυρίως, αυτό που θα μπορούσαμε να είχαμε γίνει.

Αυτός ο αρνητικός καθρεφτισμός, αυτή η φασματική παρουσία, έχει ισχύ όχι επειδή αποθεώνει το παρελθόν, αλλά επειδή επιμένει να το κρίνει. Ο Χατζιδάκις δεν είναι μνήμη. Είναι κρίση. Δεν είναι ανάμνηση. Είναι αποτυχία. Το φάντασμά του δεν λέει «θυμήσου με», αλλά «κοιτάξου μέσα μου». Και αυτό, σε μια χώρα όπου το βλέμμα είναι στραμμένο στην επιφάνεια, είναι εξαιρετικά δυσάρεστο.

Αν θέλουμε να αναστοχαστούμε τη θέση του Χατζιδάκι σήμερα, πρέπει να διαβάσουμε την παρουσία του ως ρηγματική παρουσία. Ως κάτι που αποσπάται από τη λήθη, όχι για να αναστηλωθεί, αλλά για να εκδικηθεί την απουσία του. Είναι η φωνή του που επιστρέφει ως τραύμα, όχι ως ανάγνωση. Η αισθητική του ως κώδικας παραβίασης, όχι συνέχειας. Η μουσικολογία του Χατζιδάκι δεν υπακούει σε ιστορικές περιόδους ή τεχνοτροπίες γιατί είναι ένα υπερβατικό πεδίο ερμηνείας του ελληνικού. Η αναφορά στο λαϊκό, στο βυζαντινό, στο νεοκλασικό, δεν είναι μορφολογική αλλά οντολογική: εκείνο που τον συνέχει δεν είναι η φόρμα, αλλά η βαθύτατη επιθυμία για μετουσίωση του εφήμερου σε αθανασία. Δεν επεδίωξε ποτέ την πρόσκτηση κοινότητας παρά μόνο την εγγραφή στο κοινό αίσθημα ως ήθος.

Το ότι το έργο του δεν διασκευάζεται, δεν προσαρμόζεται, δεν συναναστρέφεται τη μαζική κουλτούρα δεν είναι αδυναμία. Είναι το ισχυρότερο τεκμήριο της ακέραιης του φύσης. Και σε αυτό το σημείο βρίσκεται ο σκληρός πυρήνας του φαντάσματός του: δεν μπορεί να γίνει περιουσία κανενός. Ο Χατζιδάκις παραμένει ακατοίκητος.

Αυτό που στοιχειώνει δεν είναι ο ίδιος. Είναι το ανέφικτο της επιστροφής του. Κι αυτός είναι ο πιο ριζικός φόβος κάθε πολιτισμικού καθεστώτος: ότι δεν θα υπάρξει πια Μάνος Χατζιδάκις, όχι επειδή δεν υπάρχουν ταλέντα, αλλά επειδή δεν υπάρχουν οι όροι που τον κατέστησαν δυνατό. Η απουσία του Μάνου Χατζιδάκι είναι η πατρίδα της ψυχής μας χωρίς σώμα. Είναι η μουσική ως φαντασματική πολιτεία που μπορούσε να υπάρξει και τώρα στοιχειώνει τα ερείπιά της. Τριάντα ένα χρόνια μετά, δεν έχουμε τίποτα να του ανταποδώσουμε, μόνο να τον αναζητούμε, ἐν τῷ ἀφάνει, χωρίς παρηγορία.

Υστερόγραφο Σ’ έναν κόσμο χωρίς μέτρο, χωρίς σιγή, χωρίς αυτογνωσία, ο Χατζιδάκις επιμένει να λείπει. Γιατί μόνο η λειψανική απουσία δημιουργεί χώρο για την επιστροφή της επιθυμίας. «Ὅσοι ἐσκοτίσθησαν νοῦν, ἀπελείφθησαν ἀπὸ τοῦ προσώπου τοῦ αἰῶνος. Ὁ δὲ πορφυρούμενος τῷ νοῒ, καὶ ἐκκρύπτεται καὶ βασιλεύει.»

Ο Χατζιδάκις βασιλεύει. Στην αφωνία. Στη φθορά. Στην άρνηση. Στο φάντασμα.

*Ο Μάνος Λαμπράκης είναι θεατρικός συγγραφέας, δραματουργός και μεταφραστής 

Σχετικά Αρθρα
Σχετικά Αρθρα