Δεν θέλω το επόμενο έτος να με «βελτιώσει», θέλω να με αντέξει
Ο Μάνος Λαμπράκης σε μια προσωπική ανασκόπηση για τη χρονιά που φεύγει
Λέξεις: Μάνος Λαμπράκης
Τελειώνοντας ο χρόνος, παρατηρώ πως παίρνω τα πράγματα όλο και πιο σοβαρά.
Όχι με τη σοβαροφάνεια της στάσης, αλλά με εκείνη την αργή, εσωτερική σοβαρότητα που δεν επιτρέπει την προχειρότητα. Δεν είναι επιλογή αλλά τρόπος επιβίωσης. Σαν να υπάρχει μέσα μου μια σιωπηλή απαγόρευση του «ελαφρού» όταν αυτό γίνεται άλλοθι για να μην ειπωθεί κάτι δύσκολο.
Σημειώνω ότι δεν με ενδιαφέρει να είμαι συμπαθής.
Με ενδιαφέρει να είμαι ακριβής.
Και αυτή η ακρίβεια —το βλέπω καθαρά τώρα— έχει κόστος. Με απομονώνει. Όχι επειδή οι άλλοι δεν αντέχουν την ένταση, αλλά επειδή εγώ δεν αντέχω την άνεση όταν αυτή χτίζεται πάνω σε στρογγυλέματα. Δεν χαλαρώνω εύκολα μπροστά σε ό,τι θεωρώ σοβαρό: τη σκέψη, την τέχνη, τη μνήμη, τον πόνο, τη δικαιοσύνη, το σώμα.
Φέτος κατάλαβα πως έχω μια μορφή πνευματικής αδηφαγίας.
Δεν μου αρκεί να καταλάβω. Θέλω να εξαντλήσω.
Να δω όλες τις όψεις, να μη μείνει τίποτα «περίπου». Αυτό με κάνει απαιτητικό — πρώτα απ’ όλα απέναντι στον εαυτό μου. Και ύστερα, αναπόφευκτα, απέναντι στους άλλους. Δεν ξέρω αν αυτό είναι αρετή ή παγίδα. Το σημειώνω χωρίς να το λύνω.
Υπάρχει μέσα μου μια επίμονη άρνηση της παρηγοριάς.
Όχι της τρυφερότητας — την έχω ανάγκη.
Αλλά της εύκολης συμφιλίωσης. Δεν με καθησυχάζουν τα ωραία λόγια αν δεν έχουν περάσει πρώτα από σύγκρουση. Θέλω η σκέψη να έχει πληγωθεί πριν γίνει λόγος. Διαφορετικά μοιάζει άδεια, σαν λόγος που δεν ρίσκαρε τίποτα.
Παρατηρώ επίσης κάτι που μοιάζει αντιφατικό:
ενώ είμαι βαθιά συναισθηματικός, δυσπιστώ απέναντι στο συναίσθημα όταν γίνεται θέαμα. Δεν αντέχω την εκμετάλλευση του πόνου, ούτε καν του δικού μου.
Ίσως γι’ αυτό η γραφή μου συχνά μοιάζει «σκληρή», ενώ στην πραγματικότητα είναι προστατευτική. Σαν να λέω: θα φτάσω μέχρι εκεί που αντέχει η αλήθεια, όχι μέχρι εκεί που χειροκροτείται.
Καθώς κλείνει ο χρόνος, παρατηρώ ότι όλο και λιγότερο με ενδιαφέρει να εξηγώ τον εαυτό μου.
Όχι από αδιαφορία, αλλά από ευθύνη.
Οι εξηγήσεις συχνά μετατρέπονται σε παραχωρήσεις. Κι εγώ δεν θέλω πια να παραχωρώ αυτό που μου κόστισε να σκεφτώ. Προτιμώ τη σιωπή από την παρανόηση που γεννιέται από βιαστικές λέξεις.
Σημειώνω ότι φέτος έγινα πιο απαιτητικός με τον χρόνο μου.
Όχι πιο σκληρός.
Πιο προσεκτικός. Με το πού στέκομαι, πού μιλώ, πού εκτίθεμαι. Η ευγένεια δεν μου αρκεί πια αν δεν συνοδεύεται από ευθύνη. Η καλή πρόθεση δεν αρκεί αν δεν υπάρχει ακρίβεια.
Υπάρχει μια σταθερή ένταση μέσα μου που δεν υποχώρησε ούτε στις στιγμές ανάπαυσης.
Δεν έμαθα να ξεκουράζομαι μέσω της λήθης.
Ξεκουράζομαι μόνο όταν κάτι είναι αληθινό — ακόμη κι αν πονά. Η ανάπαυση για μένα δεν είναι παύση, αλλά εμβάθυνση.
Αναγνωρίζω στον εαυτό μου μια μορφή πνευματικής μοναξιάς.
Όχι ηρωικής.
Ούτε αυτάρεσκης.
Μια μοναξιά που προκύπτει επειδή δεν μπορώ να σκεφτώ γρήγορα, επιφανειακά, αναλώσιμα. Χρειάζομαι χρόνο. Χρειάζομαι βάθος. Και αυτό με φέρνει συχνά εκτός συγχρονισμού με τον κόσμο. Δεν το κατηγορώ πια. Το αποδέχομαι ως όρο παρουσίας.
Φέτος έμαθα να αντέχω αυτή τη μοναξιά καλύτερα.
Όχι επειδή έγινε πιο ελαφριά, αλλά επειδή σταμάτησα να τη θεωρώ πρόβλημα προς επίλυση. Είναι χώρος. Εκεί μέσα σκέφτομαι, γράφω, αντέχω, επανατοποθετώ τον εαυτό μου και υπάρχω.
Καταγράφω κάτι δύσκολο:
μερικές φορές η ένταση μου μοιάζει με ακαμψία.
Δεν ξέρω πάντα πότε υπερασπίζομαι κάτι ουσιώδες και πότε απλώς φοβάμαι να το αφήσω να αλλάξει. Δεν το κρίνω ακόμη. Το αφήνω ανοιχτό, όπως αφήνει κανείς μια ερώτηση στο περιθώριο.
Παραμένω καχύποπτος απέναντι στη συγκίνηση που προσφέρεται έτοιμη.
Στον πόνο που γίνεται περιεχόμενο.
Στην ευαισθησία που ζητά ανταμοιβή.
Θέλω η συγκίνηση να με βρίσκει απροετοίμαστο, όχι να μου παρουσιάζεται.
Στο τέλος αυτού του χρόνου, δεν νιώθω ολοκληρωμένος.
Νιώθω όμως πιο καθαρός.
Λιγότερο πρόθυμος να συμβιβαστώ, πιο πρόθυμος να αντέξω. Και αυτό, προς το παρόν, μου αρκεί.
Δεν θέλω το επόμενο έτος να με «βελτιώσει».
Θέλω να με αντέξει.
Να μου επιτρέψει να παραμείνω απαιτητικός χωρίς να γίνω άδικος. Να κρατήσω την ένταση χωρίς να τη μετατρέψω σε αλαζονεία. Να μην μικρύνω για να χωρέσω.
Αν υπάρχει κάτι «τερατώδες» εδώ —το γράφω χωρίς ειρωνεία— είναι αυτή η αδυναμία να απλοποιήσω τα πράγματα για να γίνουν εύπεπτα.
Και ίσως αυτό δεν είναι ελάττωμα, αλλά όρος ύπαρξης.
Το κλείνω εδώ.
Όχι σαν απολογισμό.
Σαν σημείωση στο περιθώριο του χρόνου:
έτσι ήμουν όταν τελείωνε αυτή η χρονιά.
*Ο Μάνος Λαμπράκης είναι θεατρικός συγγραφέας, δραματουργός και μεταφραστής
