ΔΕΘ: Η Ιστορία συνεχίζεται…
Ευτυχώς αποφασίστηκε η παραμονή της Έκθεσης εντός του Κέντρου.
Λέξεις: Αθανάσιος Μαλίτσας
Ενδεχομένως να μην είχα επιλέξει τον συγκεκριμένο τίτλο αν τελικά δεν είχε επιλεχθεί η παραμονή της Δ.Ε.Θ. στη γνωστή και αρχική της τοποθεσία στο κέντρο της πόλης. Είναι γεγονός πως η εικόνα της Έκθεσης έχει εμπεδωθεί σχηματικά, νοητικά και συνειδησιακά στους πολίτες και τους επισκέπτες με τον υπάρχων χώρο.
Κάποιος εύλογα θα μπορούσε να αναρωτηθεί πως οι συνήθειες είναι για να αλλάζουν και ότι ο κόσμος πάει μπροστά. Η Θεσσαλονίκη αδιαμφισβήτητα κατέχει ένα από τα χαμηλότερα (αν όχι το χαμηλότερο) ποσοστά πρασίνου και ελεύθερου δημόσιου χώρου σε όλη την Ευρώπη με το νούμερο να αγγίζει περίπου το 1,9 τ.μ. ανά κάτοικο ή 2,1 τ.μ. αν συνυπολογιστούν οι περιοχές της πόλης που γειτνιάζουν με το περιαστικό δάσος του Σέιχ Σου. Στο πλαίσιο αυτής της λογικής μοιάζει σχεδόν ιδανική η λύση της μετεγκατάστασης της Δ.Ε.Θ. σε έναν χώρο εκτός του κεντρικού ιστού, με τη δυνατότητα μάλιστα της περαιτέρω επέκτασής της εφόσον στο νέο μέρος θα υπάρχει άπλετος χώρος. Ταυτόχρονα δημιουργείται η ευκαιρία και η προοπτική για ένα διευρυμένο κεντρικό πάρκο στα πρότυπα πολλών άλλων Ευρωπαϊκών και όχι μόνον, πόλεων.
Είναι όμως τα ”πράγματα” ακριβώς έτσι;
Ας επισημάνουμε αρχικά το πιο ”απλό” και πρακτικό θέμα της λειτουργίας του νέου πάρκου και το κατά πόσο θα είναι εφικτή και οικονομικά διαχειρίσιμη η συντήρησή του. Με ποιον ακριβώς τρόπο θα εξασφαλιστούν τα κονδύλια εκείνα που απαιτούνται για τον καθαρισμό, τη φύλαξη και τη διατήρηση της αρχικής του κατάστασης;
ΔΕΙΤΕ ΕΠΙΣΗΣ: 10 πράγματα που κάθε Θεσσαλονικιός πρέπει να ξέρει για τον Πύργο του ΟΤΕ
Γνωρίζουμε όλοι, τα τεράστια προβλήματα και την αδυναμία συντήρησης που έχουν προκύψει εδώ και πολλά χρόνια με πάρκα πολύ μικρότερης κλίμακας (π.χ. Χ.Α.Ν.Θ.) αλλά και της Νέας Παραλίας που δείχνει να ”σώζεται” σε οριακό χρόνο, με τη συμβολή δωρητών και με τον καθορισμό της μοναδικής χρήσης ως Κ.Υ.Ε. για τα αναξιοποίητα περίπτερα με σκοπό να υπάρξουν έσοδα και δυνατότητα συντήρησης. Το παραπάνω παράδειγμα δεν αναφέρεται ως υπονοούμενο για την αδυναμία σωστής διαχείρισης της Δημοτικής Αρχής αλλά ως αναφορά των αντικειμενικών δυσκολιών που σχετίζονται εν πολλοίς με τη γενικότερη οικονομική κατάσταση αλλά και τα δομικά προβλήματα της χώρας.
Η πόλη της Θεσσαλονίκης του ενός εκατομμυρίου, έχει ανάγκη από ένα πάρκο 180 στρεμμάτων όταν σχεδόν ενιαία ο κεντρικός αστικός ιστός πλαισιώνεται από την ”ευλογημένη” και εξαιρετικά αναπλασμένη Νέα Παραλία των 51000 τ.μ.;
Αν ναι, ο αντίλογος είναι ότι ακόμη περισσότερο χρειάζεται την εμπορική, οικονομική και αισθητική ενδυνάμωση εντός του Κέντρου της. Τα τελευταία χρόνια η απουσία εταιρικών-εμπορικών εγκαταστάσεων (Ελληνικών και ξένων επιχειρήσεων) είναι ηχηρή στο κέντρο της πόλης με μοναδικές εξαιρέσεις, ορισμένους τραπεζικούς οργανισμούς και κάποια πολυκαταστήματα. Οι εγκαταστάσεις των εταιρειών εξοβελίστηκαν εκτός των Τειχών με το κέντρο της πόλης να έχει απολέσει ένα σημαντικό ποσοστό από τον πολυδύναμο εμπορικό του χαρακτήρα που μας τον υπενθυμίζουν πλέον μόνο παλιές φωτογραφίες και οι ελληνικές ταινίες. Δεν πρόκειται για κάποιον παραδοσιακό οικισμό ή για μία γραφική και ρομαντική επαρχιακή πόλη. Πρόκειται (ή τουλάχιστον, αυτόν τον ρόλο είχε για αιώνες) για έναν εμπορικό και βιομηχανικό κόμβο και αντίστοιχης εμβέλειας πρέπει να είναι και το κέντρο αυτής της πόλης.
Σε διάφορες πόλεις του Εξωτερικού ”υιοθετώντας” τη λογική της δυναμικής αποκέντρωσης, μεταφέρθηκαν κεντρικές και κύριες χρήσεις εκτός των κέντρων τους με αποτέλεσμα την αλλοίωση του συνολικού πολεοδομικού και αρχιτεκτονικού χαρακτήρα των πόλεων αυτών, φυσικό επακόλουθο της κατασκευής διευρυμένων και εμβληματικών κατασκευών περιαστικά. Με τον τρόπο αυτόν διαταράχθηκε η ισορροπία των μεγεθών μέσα από την οποία καθορίζεται σε μεγάλο βαθμό ο χαρακτήρας και ο συμβολισμός του κέντρου και των προαστίων άρα συνολικά ολόκληρης της πόλης. Χαρακτηριστική περίπτωση είναι αυτή του Λονδίνου που πριν 30 χρόνια μέσω Ειδικών Προεδρικών Διαταγμάτων είχε αποφασιστεί η αναβάθμιση διάφορων ζωνών χαμηλής αξίας (π.χ. Docklands) με την ανέγερση εντυπωσιακά υψηλών κτηρίων. Ύστερα από χρόνια και όταν πλέον έγινε έντονα αντιληπτή από τους πολεοδόμους η μείωση του ρόλου και της αρχιτεκτονικής ταυτότητας του Κέντρου (City), έσπευσαν αυτοί, προς αναζήτηση χώρων με σκοπό την ανέγερση των μεγαλεπήβολων έργων που θαυμάζουμε σήμερα και την επανάκτηση της ”κεντρικότητας”.
Για άλλους λόγους (εσωτερικός ανταγωνισμός) που συνδέονται με την έλλειψη κεντρικού πολεοδομικού σχεδιασμού, συναντάμε ρηξικέλευθα κτήρια μεγάλης κλίμακας στη Βαρκελώνη αλλά εντελώς σκόρπια χωροθετημένα κάνοντας δυσνόητο το μήνυμα του προσδιορισμού για το πού είναι το κέντρο και πού τα προάστια.
Στη Θεσσαλονίκη είτε λόγω συγκυριών είτε συντεταγμένου σχεδίου, η συνολική ισορροπία ακόμη διατηρείται. Στην πόλη (χρονικά, πρώτη στην Ελλάδα) που εφαρμόστηκαν υψηλοί συντελεστές δόμησης-ύψους και δεν είχε προβλεφθεί η ανάγκη των ελεύθερων δημόσιων χώρων, καθορίστηκε ένα κέντρο με συγκεντρωμένα τα κτήρια μεγάλης κλίμακας κάθε χρήσης και κάθε εποχής. Είναι κοινώς αποδεκτό πως πολλά από τα κτήρια των προηγούμενων δεκαετιών αντιπροσωπεύουν μονοδιάστατα την απλουστευτική εργολαβική αντίληψη. Εντούτοις στο κέντρο της Θεσσαλονίκης επιτεύχθηκε ομοιομορφία (αναφορικά με τη μεγάλη κλίμακα) χωρίς ”διακοπές” και ”θυμίζοντας” πως πρόκειται για το συμπαγές κέντρο μίας μεγαλούπολης.
Στο σημείο αυτό αξίζει να σημειωθεί πως και στην Αρχαία Αθήνα τα μεγάλα δημόσια κτήρια εκτείνονταν συγκεντρωμένα σε συγκεκριμένο κεντρικό σημείο.
Τα ψηλά κτήρια έχουν ”δαιμονοποιηθεί” στην Ελλάδα ξεχνώντας ίσως ότι το ύψος είναι ένα αμιγώς Μητροπολιτικό χαρακτηριστικό που συναντάται και ”συνοδεύει” διαχρονικά τις πιο ”διάσημες” κατασκευές σε παγκόσμιο επίπεδο.
Είμαστε λοιπόν έτοιμοι ως πόλη να ανατρέψουμε τη συνθήκη αυτή και να ακολουθήσουμε τη σχεδόν αυθόρμητη και εύκολη (όχι με κριτήριο το κόστος) επιλογή της μετεγκατάστασης της Δ.Ε.Θ. εκτός του πυρήνα;
Ευτυχώς αποφασίστηκε η παραμονή της Έκθεσης εντός του Κέντρου. Η μελλοντική ανάγκη για περισσότερο χώρο μπορεί να καλυφθεί με την εγκατάσταση περιφερειακών Εκθέσεων- ”δορυφόρων” περιμετρικά της πόλης όπως συμβαίνει με το Α.Π.Θ. Οι κεντρικές εγκαταστάσεις στο Κέντρο και οι περιφερειακές στην Περιφέρεια.
Απόλυτη ανάγκη είναι όμως ο εξωραϊσμός των σημερινών εγκαταστάσεων οι οποίες εκτείνονται σε έναν χώρο που από ψηλά μοιάζει σαν μία ”αποθήκη με στοιβαγμένες κούτες” και ανάμεσά τους μερικά εξαιρετικά αρχιτεκτονήματα να προσπαθούν για διαφοροποίηση και ”επιβίωση”. Η αναγκαία αυτή ανάπλαση που θα επανακαθορίσει το Κέντρο, θα επιτευχθεί μόνο μέσα από τη συμβολή ενός καλά μελετημένου και σωστά οργανωμένου Ειδικού Χωρικού Σχεδίου. Στην Ελλάδα του 2020 που βρίθει από άξιους και πεπειραμένους μελετητές, μηχανικούς, αρχιτέκτονες και πολεοδόμους, είναι ανέφικτη η υλοποίηση ενός σχεδίου που θα συμπεριλαμβάνει έναν χώρο πρασίνου που με ”ασφάλεια” θα λέγεται πάρκο; Σημαντική επίσης παράμετρος η ένταξη του εκθεσιακού χώρου στην πόλη με τρόπο ”φιλικό” χωρίς περιορισμούς και περιφράξεις. Ίσως μία ”έξυπνη” περιμετρική φύτευση να είναι ικανή να εξασφαλίσει τον αρχικό σκοπό παράλληλα με την αύξηση του συνολικού ποσοστού πρασίνου.
Πρόσφατα έλαβε χώρα μία φιλότιμη προσπάθεια που είχε ως στόχο τη διατήρηση (4) κτηρίων-εκφραστών του Μοντέρνου Κινήματος των δεκαετιών ’50 και ΄60. Η ”οριζόντια” καθαίρεση των Μοντερνιστικών κτηρίων εκείνης της εποχής θα εμποδίσει τη συναισθηματική μετάβαση και αποδοχή του νέου χώρου ενώ παράλληλα εκπέμπεται το μήνυμα της έλλειψης σεβασμού προς τους δημιουργούς των θρυλικών κτηρίων. Θα υπάρξει δλδ. ταυτόχρονα ιστορική συνέχεια λόγω διατήρησης της Έκθεσης στην ίδια περιοχή και ασυνέχεια λόγω της σχεδόν ολοκληρωτικής διαγραφής της μέχρι σήμερα εικόνας.
Στο Ε.Χ.Σ. λαμβάνεται υπόψη ο τρόπος διασποράς των κτηρίων και η διαφύλαξη της προοπτικής της θέας προς τα τοπόσημα; Όταν ανεγέρθηκε το Βελλίδειο Συνεδριακό Κέντρο ‘’χάθηκε’’ ο μισός Πύργος του Ο.Τ.Ε. και ο άξονας της Αγγελάκη από τον ορίζοντα αυτών που κατευθύνονται προς το κέντρο της πόλης μέσω της Λεωφ. Στρατού.
Σχετικά με τις αντιρρήσεις που ακούστηκαν και αφορούν στην ανέγερση πολυώροφου ξενοδοχείου και στις συνέπειες που θα υπάρξουν σε σχέση με τα γειτονικά μουσεία, είναι δύσκολα αντιληπτό πώς ένα κτήριο που θα φιλοξενεί μία χρήση άμεσα συναρτώμενη με τον Εκθεσιακό κλάδο και με την προϋπόθεση ότι θα προκύψει ύστερα από αρχιτεκτονικό διαγωνισμό, θα μπορούσε να λειτουργήσει με τόσο αρνητικό τρόπο. Ένα ξενοδοχείο 35-40μ. υψηλής αρχιτεκτονικής αξίας, μάλλον θα εμπλούτιζε τον ‘’διάλογο’’ με τα επίσης ψηλά κτήρια της περιοχής, όπως αυτό του Πύργου του Ο.Τ.Ε. των 76μ. και των κτηρίων του Α.Π.Θ. των 27-32μ. Δεν πρόκειται για ένα κτήριο των 300μ. που από μόνο του θα ορθωνόταν παράταιρο, αλλά για μία κατασκευή που θα ‘’φλερτάρει’’ με τα υπόλοιπα μεγάλα ύψη του σημείου, θα τα τονίσει και τελικά θα συνδιαμορφώσει το skyline του Κέντρου.
Το κίνητρο για τη σύνταξη του συγκεκριμένου άρθρου ήταν οι πρώτες διαφωνίες και ”αγκυλώσεις” που άρχισαν να διαφαίνονται μεταξύ των επίσημων φορέων στο πλαίσιο της πρώτης Διαβούλευσης και η προσωπική ανησυχία να μην ξανά εισέλθει η Θεσσαλονίκη στην ”εποχή των παγετώνων” όπως συνέβη με άλλα έργα.
Ευχής έργον η αλληλοσυμπλήρωση και αλληλοϋποστήριξη των φορέων αλλά και των ανθρώπων-επιστημόνων που έχουν βαθιά γνώση των προβλημάτων και των ιδιαιτεροτήτων της πόλης όπως και γνήσια αγάπη για αυτήν.
Το 2026 είναι κοντά και τα πυροτεχνήματα περιμένουν να φωτίσουν τη μετά από πολλά χρόνια ολοκληρωμένη, στα βασικά της σημεία, Θεσσαλονίκη.
Καλή Ανάσταση!