Parallax View

Drive my Car – Συνομιλώντας μπεκετικά με τον Τσέχωφ

Ο Γιάννης Γκροσδάνης γράφει γιατί αξίζει να δούμε μια από τις καλύτερες ταινίες της χρονιάς

Γιάννης Γκροσδάνης
drive-my-car-συνομιλώντας-μπεκετικά-με-τον-τσ-898856
Γιάννης Γκροσδάνης

Περιμέναμε παραπάνω από το κανονικό για να δούμε μια από τις καλύτερες ταινίες της χρονιάς στις αίθουσες – μια ταινία που έφτασε να γοητεύσει ακόμη και τα μέλη της αμερικάνικης κινηματογραφικής Ακαδημίας χαρίζοντας της μια θέση στην τοπ δεκάδα των Όσκαρ και φυσικά το χρυσό αγαλματάκι Διεθνούς Ταινίας της Χρονιάς – αλλά τουλάχιστον αυτή η αναμονή άξιζε τον κόπο. 

Με ένα θεατρικό μυστηριακό τελετουργικό που βρίσκει προεκτάσεις και στην πραγματική ζωή των ηρώων του ο Ρισούκε Χαμαγκούτσι αναζητάει στο Drive my Car – το οποίο αποτελεί διασκεύη μιας νουβέλας του συμπατριώτη του Χαρούκι Μουρακάμι – προεκτάσεις και συνδέσεις της ύπαρξης και της ίδιας της ταυτότητας του ανθρώπου με το σύμπαν του Θεάτρου. Ωστόσο αυτό που καταφέρνει είναι κάτι περισσότερο καθώς ο Χαμαγκούτσι χτίζει έναν αληθινό κόσμο που συνεχώς συμπλέκεται και διαλέγεται με τον κόσμο του Τσέχωφ (και του Θείου Βάνια) και του Μπέκετ (μέσα από το Περιμένοντας το Γκοντό).

Η ταινία ξεκινάει καθώς πετυχαίνουμε έναν πετυχημένο σκηνοθέτη και ηθοποιό του θεάτρου να προετοιμάζει την επόμενη παράσταση του – Περιμένοντας τον Γκοντό του Μπέκετ – ενώ παράλληλα κάνει μια δική του προσωπική μελέτη και προετοιμασία και σε ένα μελλοντικό φιλόδοξο προτζέκτ που αφορά στον Θείο Βάνια. 

Η σχέση του με τη γυναίκα του, πετυχημένη συγγραφέας και σεναριογράφος και η ίδια, στηρίζεται σε μια σύνθετη πραγματικότητα – μετά την απώλεια της κόρης τους – η οποία από τη μια χαρίζει στον ήρωα του ερωτικές στιγμές γεμάτες με μια σειρά από εκκεντρικές και περίεργες ιστορίες που του λέει η γυναίκα του και από την άλλη σε μια αμήχανη πραγματικότητα που σε σχέση με όσα του κρύβει για να καλύψει το κενό της όσο αυτός απουσιάζει από το σπίτι. 

Όλα αυτά ανατρέπονται απότομα από μια νέα απώλεια. Ο σκηνοθέτης μένει μόνος του, χαμένος και μετέωρος κάτι που τον αποθαρρύνει να συμφιλιωθεί με την κατάσταση του και να προχωρήσει προς το μέλλον. Το μόνο ωστόσο που τον συνδέει με το δημιουργικό παρελθόν του είναι μια σειρά από κασέτες στις οποίες η γυναίκα του διαβάζει τον Θείο Βάνια και τις οποίες ακούει ο ίδιος ακατάπαυστα καθώς οδηγάει το στυλάτο αυτοκίνητο του. Μια περιπέτεια με την όραση του και μια πρόσκληση για μια μουλτικουλτουράλ – πολυγλωσσική παράσταση του έργου του Τσέχωφ στη Χιροσίμα μετά από δύο χρόνια απραξίας δίνει τελικά την ώθηση στον Γιουσούκε να κάνει το πρώτο βήμα προς το μέλλον – αν και απρόθυμα – αλλά παράλληλα του χαρίζει την ευκαιρία να αναμετρηθεί και με τα φαντάσματα του παρελθόντος του.

Το διαλεκτικό παιχνίδι που στήνει τελικά ο Χαμαγκούτσι με τον Βάνια του Τσέχοφ ξεκινάει αρκετά ελκυστικά και συνεχίζεται όμορφα μέχρι το τέλος. Αφήνοντας πίσω το μπεκετικό περιβάλλον, χώρος στον οποίο οι ήρωες του ροκανίζουν τον χρόνο αναμένοντας να περάσουν σε μια νέα φάση επινοώντας κατά την αναμονή τους διάφορα γεγονότα ώστε να κάνουν αυτή την αναμονή όσο πιο ανακουφιστική και ευχάριστη γίνεται χωρίς τελικά να συμβαίνει αυτό που περιμένουν (αφηγηματική αντίστοιξη). 

Αντιθέτως η μεγάλη ανατροπή που θα συμβεί βάζει τον κεντρικό πρωταγωνιστή σε μια πιο επίπονη και ολοένα πιο εσωτερική (τσεχωφική) ψυχολογική διαδικασία. Όπως στον Βάνια ο Τσέχοφ δεν βρίσκει καμιά πίστη για το μέλλον, κανένα νόημα στο παρόν και όλα καταλήγουν να τροφοδοτούνται από το παρελθόν έτσι και οι ήρωες του Χαμαγκούτσι (που κατά βάση είναι ο θεατρικός σκηνοθέτης και η νεαρή σωφέρ του, η οποία μπαίνει στο δεύτερο μέρος της ταινίας για να ενισχύσει τα προφανή αφηγηματικά δραματικά σχήματα) ζουν και συμπεριφέρονται με τον ίδιο τρόπο και την ίδια πλήξη μέχρι να επιδιώξουν την συμφιλίωση με όσα έχασαν και κάπως να αποδεχτούν τη ζωή που κυλάει μόνο μπροστά. 

Μέσα από την επαναληπτικότητα της θεατρικής πρόζας του Τσέχοφ επί και εκτός σκηνής και τις τεράστιες εκφραστικές παύσεις και σιωπές των ηρώων του τελικά ο Χαμαγκούτσι καταφέρνει να εντοπίσει και να βγάλει στην επιφάνεια και να ενώσει σε ένα σύνολο την εσωτερική φωνή και την υπαρξιακή θλίψη που τόσο επιμελημένα κρύβουν σε όλη την ταινία οι ήρωες του.

Με αυστηρά κινηματογραφικούς έχουμε μπροστά μας ένα βραδυφλεγές δράμα χαρακτήρων, το οποίο παρά την μεγάλη του διάρκεια παραδόξως δεν κουράζει και δεν βαραίνει με πλήξη τους ώμους των θεατών. Αντιθέτως η ταινία σε κερδίζει με την αφοπλιστική απλότητα της και με το στυλάτο παιχνίδι που στήνει μέσα στην ρομαντική γλυκόπικρη ιστορία της για να δέσει τη ζωή μέσα στο θέατρο χρησιμοποιώντας εύστοχα τον κόσμο δύο σπουδαίων θεατρικών συγγραφέων και αναδεικνύοντας έτσι την δραματική διάσταση των ηρώων του και εν τέλει να καταλήξει (στην σαιξπηρική αποδοχή) πως όλος ο κόσμος είναι μια σκηνή.

Σχετικά Αρθρα
Σχετικά Αρθρα