Δύο βαλιτσούλες, πολλά βιβλία και μια οθόνη
Ο Παναγιώτης Μιχαλόπουλος γράφει για μια ιστορία με Workation και άρωμα κέδρου
Λέξεις: Παναγιώτης Μιχαλόπουλος
Έφτασε! Είχε οδηγήσει σκάρτα μισή ώρα από τον μικρό σιδηροδρομικό σταθμό μέχρι το σπίτι. Πάντα ακολουθούσε αυτόν τον τρόπο μετακίνησης όταν ερχόταν εδώ. Σαν μια μικρή ιερή τελετουργία. Έπαιρνε το αυτοκίνητο από το σπίτι και το άφηνε σε ένα πάρκινγκ κοντά στον σταθμό.
Τρένο για «εκεί πάνω» είχε κάθε δεύτερη μέρα. Ένα δρομολόγιο ακριβώς στις 12:01. Το ταξίδι κρατούσε περίπου δύο ώρες. Η διαδρομή ήταν υπέροχη καθώς σκαρφάλωνε αγκομαχώντας στο βουνό και ύστερα κατέβαινε με φόρα για να βγει δίπλα στο ποτάμι και να κάνει κόντρα με το νερό. Περνούσε απέναντι πάνω από μια μεταλλική γέφυρα και μετά από λίγη ώρα έφτανε στον μικρό σταθμό.
Εκεί νοίκιαζε αυτοκίνητο από ένα μικρό τοπικό γραφείο που τώρα το καλοκαίρι δεν είχε δουλειά. Τον χειμώνα η περιοχή γέμιζε τουρίστες. Ένα άρθρο σε ένα ταξιδιωτικό site το είχε καθιερώσει ως τόπο «χειμερινής απόδρασης». Έτσι γεννήθηκε ένα «τουριστικό γραφείο» που έβρισκε σπίτια στους τουρίστες, τους νοίκιαζε αυτοκίνητα και «γουρούνες» για να κάνουν βόλτες στο δάσος και τους έκλεινε ημερήσιες εκδρομές και περιηγήσεις στα μονοπάτια.
Αγαπούσε το “travel light” πολύ πριν το κάνουν ανάγκη οι χρεώσεις των αεροπορικών εταιριών. Όταν ερχόταν μικρή με τους γονείς της, έπαιρνε μια βαλιτσούλα με τα ρούχα της και μια για τα παιχνίδια και ένα δύο βιβλία για να κάνει το κέφι των μεγάλων. Καμάρωνε για αυτή την πρώιμη ανεξαρτησία της. Τώρα πάλι οι βαλιτσούλες ήταν δύο μόνο που η δεύτερη είχε το laptop, τα ακουστικά και αρκετά βιβλία. Πλέον ερχόταν εδώ για δουλειά. Μέσα στην ησυχία του δάσους ήλπιζε ότι θα μπορέσει να ξεκολλήσει το πιο δύσκολο ίσως κεφάλαιο του διδακτορικού που είχε «μουλαρώσει» και δεν έλεγε να πάει παρακάτω.
Η παρέα θα ερχόταν την επόμενη μέρα και η συμφωνία ήταν ότι θα ήταν workation. Εμ work, εμ vacation, που θα έλεγε και η προγιαγιά της που ήταν από την Πόλη και τα μιλούσε φαρσί και τα Τούρκικα και τα Εγγλέζικα. Σωστός δραγουμάνος με τα δεδομένα εκείνων των χρόνων!
Πριν φύγει από το χωριό είχε σταματήσει για προμήθειες στο μπακάλικο που πλέον το έλεγαν mini market και το είχε ο Gregory με τον οποίο έπαιζαν μικροί και που τώρα μάλλον την γούσταρε αλλά εκείνη είχε άλλα στο μυαλό της.
Ξεκλείδωσε και σκούντησε την πόρτα που υποχώρησε με δυσκολία. Όταν φυσούσε βοριάς και έβρεχε, τα νερά της βροχής έφταναν μέχρι εκεί καθώς το στενό υπόστεγο δεν μπορούσε να προστατέψει την βαριά ξύλινη πόρτα. Μπήκε μέσα και τα ρουθούνια της γέμισαν με μυρωδιά κλεισούρας, παντρεμένη με αυτή του κέδρου και του βερνικιού που προστάτευε την ξύλινη στέγη. Άνοιξε τα παράθυρα και το φως του ήλιο μπήκε μέσα.
Ξεφόρτωσε σακούλες και βαλίτσες. Έκανε έναν γρήγορο έλεγχο και τα βρήκε όλα στη θέση τους. Τακτοποίησε τις προμήθειες στα ντουλάπια και το ψυγείο. Έβαλε τα ρούχα στα συρτάρια και την ντουλάπα. Έστρωσε τα κρεβάτια, το δικό της και των φιλοξενούμενων που θα κατέφθαναν την επόμενη μέρα, και έβαλε ένα σετ πετσέτες και ένα welcome kit με ένα σακουλάκι ζελεδάκια, ένα σοκολατάκι και ένα προσωπικό μήνυμα γραμμένο σε ένα καρτελάκι για τον καθένα.
Πήγε στην κουζίνα. Άνοιξε την βρύση και την άφησε να τρέξει για ώρα. Στην αρχή έκανε σα να πνιγόταν και μετά έβγαλε άφθονο κρύο νερό. Έσκυψε και ήπιε λαίμαργα βάζοντας το χέρι κάτω από το πηγούνι. Σκουπίστηκε και έβαλε στην πρίζα την μηχανή του καφέ. Την γέμισε νερό και την τάισε με μια κάψουλα με την αγαπημένη της γεύση. Ο αέρας πλέον μύριζε καφέ, κλεισούρα και βερνίκι. Για κάποιον περίεργο λόγο η μυρωδιά αυτή την ενθουσίαζε.
Πήγε το laptop και το φλιτζάνι με τον καφέ και κατευθύνθηκε στο τραπέζι του σαλονιού. Το άνοιγμα της οθόνης συνοδεύτηκε από τον γνώριμο ήχο του συστήματος που φορτώνει. Ήπιε μια μεγάλη γουλιά καφέ και χαμογέλασε ευχαριστημένη.
«Let the nerd weekend begin!»