Εκεί που τα πάντα χρειάζονται αίτηση
Ένα κείμενο για το σκληρό και βιωματικό βιβλίο του Τάσου Θεοφίλου «Η Φυλακή»
Παρά την εξοικείωση λόγω επαγγελματικής τριβής, ακαδημαϊκής έρευνας και πολιτικού ενδιαφέροντος που μπορεί κάποιος να έχει με τέτοια ζητήματα τις περισσότερες φορές μια προσωπική μαρτυρία δίνει πληρέστερη και διεισδυτικότερη αποτύπωση ενός φαινομένου, εντελώς ρεαλιστική που δεν μασάει τα λόγια της και ακριβώς γι’ αυτό το λόγο τη διαπερνά η σκληρότητα του βιώματος.
Ο Τάσος Θεοφίλου είναι εκείνη η περίπτωση επί της οποίας αποδεικνύεται η σπουδαιότητα της πληρότητας της αποδεικτικής διαδικασίας, η πολιτική μεροληψία των αρχών και οι κατασκευασμένες εμπλοκές σε κακουργηματικές παραπομπές. Ο Τάσος Θεοφίλου έμεινε στη φυλακή πέντε χρόνια δυνάμει μιας πρωτόδικης απόφασης, για να αθωωθεί στο δεύτερο βαθμό και μετέπειτα αμετάκλητα κατόπιν απόφασης του Αρείου Πάγου. Η συκοφαντία που δέχθηκε από το πάντα διαθέσιμο σύστημα των ΜΜΕ να “κρεμάσει” έναν αναρχικό κάτω των τριάντα ήταν άγρια. Τίποτα, όμως, δεν είναι πιο επώδυνο και δεν μπορεί να συγκριθεί -όση αποζημίωση (εν προκειμένω ευτελής) και να δοθεί- με μια άδικη κάθειρξη στη φυλακή. Και ο Τάσος Θεοφίλου, όπως και άλλοι, είναι το παράδειγμα που πρέπει να έχουν στο μυαλό τους όσοι τρέφονται από τη φυλακομανία και ζητούν “αληθινά” ισόβια και ποινές προς τα πάνω.
Όσα γράφει για τη φυλακή, όπως τη βίωσε, δείχνει το εξής μεγαλειώδες για τον Θεοφίλου. Δεν έφυγε ποτέ από τη φυλακή. Παρά το επώδυνο και δυστυχώς ανεξίτηλο αποτύπωμα που αφήνει μια άδικη πενταετής παραμονή, δεν την άφησε πίσω ξεγράφοντάς την, αλλά επιμένει πρώτον να μοιράζεται το βίωμα, τις μαρτυρίες, τις καταστάσεις που αντίκρυσε και αντιμετώπισε και δεύτερον να καταπιάνεται με το αστυνομικό, το δικαστικό και το ρεπορτάζ των φυλακών, αυτής της σύγχρονης και διαχρονικής ντροπής της ελληνικής πολιτείας.
Και επανέρχομαι, όσα και να έχουμε δει και ζήσει ως τρίτοι όσον αφορά τις φυλακές και τους κρατούμενους, τίποτα δεν μπορεί να πλησιάσει μια προσωπική μαρτυρία από μέσα. Η «Φυλακή» του Θεοφίλου (εκδόσεις Αντίποδες, 2025) είναι ένα βιβλίο σκληρό, γιατί δεν μεταφέρεται με τα μάτια τα οποία έχουν βάλει έστω και στον ελάχιστο βαθμό τα δευτερεύοντα μάτια του αναλυτή του φαινομένου, κάποιο κλείστρο ερμηνείας ή κριτικής με θεωρητικούς άξονες και προσεγγίσεις. Οι σημειώσεις του Θεοφίλου δίνουν εκείνο το συναίσθημα που προκαλεί στον κρατούμενο η μυρωδιά του κιμά της φυλακής που θα πέσει πάνω στα μακαρόνια της φυλακής.
Συνεχείς ψυχικές μεταπτώσεις, καταμετρήσεις, η αδυναμία απομόνωσης, η υγιεινή, οι “σημαίες” των κελιών, οι “απελευθερωτικές” εργασίες, τα νυχτερινά παραμιλητά των συγκρατουμένων από τους φόβους και τις αγωνίες του καθενός, οι κατσαρίδες στους κοινόχρηστους χώρους μαγειρέματος και κυρίως τα ναρκωτικά είναι τα κύρια διαρθρωτικά στοιχεία της φυλακής. Μέσα σε αυτές τις συνθήκες ακόμα και η αξιοπρέπεια μιας λουκανικόπιτας μπορεί να αποτελεί παρηγοριά για τον κρατούμενο. Μου κάνει μεγάλη εντύπωση αυτό που γράφει ο Θεοφίλου για όσους επιχειρούν να διαβάσουν ένα βιβλίο μέσα στη φυλακή. Αμέσως, του πιάνουν την κουβέντα οι υπόλοιποι κρατούμενοι θεωρώντας ότι αυτός που διαβάζει βρίσκεται στο έσχατο στάδιο της απελπισίας. Δηλαδή, ολωνών η σκέψη πάει για τον συντρόφιμό του στο κακό και εν προκειμένω το καλό ή το κακό ορίζεται με το αν αντέχει, αν την παλεύει και τα βγάζει πέρα σε αυτή την κατάσταση εγκλεισμού.
Τίποτα λιγότερο, τίποτα περισσότερο.
Είναι ντροπιαστικό που για πολλούς η οριστική μεταφορά στις φυλακές για την έκτιση της ποινής έρχεται ως λύτρωση από την οριστική απομάκρυνση από τις συνθήκες κράτησης στις Γενικές Αστυνομικές Διευθύνσεις, οι οποίες πλέον εξισώνονται με χώρους, όπου δεν υφίσταται κανένα απολύτως δικαίωμα και η είσοδος του «νεοσύλλεκτου» στη φυλακή και η υποβολή στο σχετικό έλεγχο σημαίνει το τέλος του πόνου στους καρπούς που εξαπλώνεται και σε άλλα σημεία του σώματος.
Αν ισχύει ότι οι φυλακές είναι σχολείο και γυμναστήριο για το έγκλημα, ναι ισχύει και ο σωφρονισμός είναι μύθος των διατάξεων που προβλέπουν με τον συνήθη απατηλό τεχνοκρατικό ανθρωπιστικό λόγο. Πώς θα μπορούσε ο μύθος να αυτό-αναιρείται, κάποιος κρατούμενος μέσα σε τέτοιες συνθήκες να «σωφρονιστεί» όταν στο 62% των σωφρονιστικών καταστημάτων δεν υπάρχει μόνιμος ιατρός, ενώ στα περισσότερα από τα μισά καταστήματα χρέη νοσηλευτών εκτελούν οι σωφρονιστικοί υπάλληλοι, γεγονός το οποίο δημιουργεί σχέσεις ακόμη μεγαλύτερης εξάρτησης, συμφερόντων και εξουσίας;
Κάτι ακόμα πραγματικά απογοητευτικό, όπως το μεταφέρει ο Θεοφίλου για τη σχέση που επιφυλάσσει και καλλιεργεί η εξουσία για τον κρατούμενο και τη φυλακή του είναι η εικόνα των κρατούμενων να περνάνε με τα ίδια τους τα χέρια τα καινούρια ρέιζορ σπιράλ, τα οποία θα κάλυπταν τη λίγη μικρή παρηγοριά που μένει για αυτούς στη φυλακή, τον λίγο ουρανό. Κι όλο αυτό για να αποτραπεί μια ενδεχόμενη απόδραση με ελικόπτερο.
Με βάση τους ιδιωματισμούς που αναπτύσσονται σε κάθε φυλακή, ανάλογα με την εκάστοτε κατεύθυνση ή επιδίωξη που θέτει και προορίζει η πολιτική εξουσία για τα σωφρονιστικά καταστήματα παρατηρούνται διαφοροποιήσεις, άλλη μεταχείριση και πολιτική. Οι κρατούμενοι βρίσκονται διαρκώς σε μια ρευστή και μειονεκτική θέση ως προς την απόλαυση δικαιωμάτων, τα οποία συμπαρασύρονται από την αποδεχθείσα εξέλιξη του περιορισμού της ελευθερίας της κίνησης και πολλές φορές ο περιορισμός αυτός παρουσιάζεται, ενώ πουθενά δεν προβλέπεται κάτι τέτοιο, ως ένα «ειδικό νομικό καθεστώς». Ενδεικτικό των περιορισμών αυτών και της πολιτειακής βούλησης να υφίστανται οι περιορισμοί, όπως γράφει ο Δημήτρης Κόρος (Η πειθαρχία και το όριά της στην ελληνική φυλακή, Αθήνα 2020, εκδόσεις Νήσος, σελ. 136), είναι ότι οι αποφάσεις της σωφρονιστικής διοίκησης χαρακτηρίζονται ως «μέτρα εσωτερικής τάξης», με αποτέλεσμα να μην υπόκεινται στον έλεγχό τους από τα διοικητικά Δικαστήρια. Κατά τον τρόπο αυτό μπορεί να προσβάλλονται σε απόλυτο βαθμό, δηλαδή στο σκληρό τους πυρήνα δικαιώματα, τα οποία δεν εξαρτώνται με το δικαίωμα στην ελευθερία της κίνησης (προσωπική ελευθερία), όπως παραδείγματος χάριν το δικαίωμα στη σύναψη γάμου ή στην εκπαίδευση, το δικαίωμα στο εκλέγειν, σε αντίθεση με άλλα δικαιώματα που είναι συνυφασμένα με την ελευθερία της κίνησης, όπως το δικαίωμα στη συνάθροιση, ενώ θα όφειλε η πολιτεία να προστατεύσει το σκληρό πυρήνα των δικαιωμάτων αυτών εξειδικεύοντας τους τρόπους με τους οποίους μπορούν αυτά να ασκούνται, προβλέποντας ταυτόχρονα και διαδικασίες προβολής αξιώσεων από την προσβολή τους.
Το ζήτημα της φυλακής είναι αφεαυτού σκληρό, πόσο μάλλον όταν έχει μπολιαστεί από χιλιάδες άλλες παραμέτρους των σημερινών ελληνικών δεδομένων και των κακώς κειμένων που διέπουν την καθημερινότητα των κρατουμένων μέσα σε αυτές. Ο Τάσος Θεοφίλου χωρίζοντας τα χρονικά διαστήματα της ζωής στη φυλακή, ξεδιπλώνει κοινωνιολογικές διαστάσεις κάθε ώρας, κάθε χώρου, κάθε δραστηριότητας μέσα σε αυτή, εκθέτοντας ταυτόχρονα τις τρύπες της, τις βρωμιές και τις σχέσεις εξουσίας μέσα σε αυτές. Η φυλακή δεν έφυγε ποτέ από μέσα του, αλλά ούτε αυτός έφυγε από εκείνη και από όλους εκείνους που βρίσκονται εκεί και το αποδεικνύει με αυτό το μικρό “σωφρονιστικό” εγχειρίδιο φυλακής.