Εκείνη η Αλβανίδα…
της Αθηνάς Τερζή …Άκουσα νέα τρομερά, της Αρετούσας τα παιδιά βγάλαν τα μάτια τους για ένα χωράφι προίκα, ο Οδυσσέας εμπρηστής, ο Προμηθέας νταβατζής κι ο Ερωτόκριτος υπάλληλος του ΙΚΑ….* Σε τούτο εδώ τον τόπο υπάρχουν ακόμη κάποιοι που σκαρφαλώνουν στις ταράτσες με το πρώτο φως. Θέλω να πω μια ιστορία, να τη φωνάξω. Να […]
της Αθηνάς Τερζή
…Άκουσα νέα τρομερά, της Αρετούσας τα παιδιά βγάλαν τα μάτια τους για ένα χωράφι προίκα, ο Οδυσσέας εμπρηστής, ο Προμηθέας νταβατζής κι ο Ερωτόκριτος υπάλληλος του ΙΚΑ….*
Σε τούτο εδώ τον τόπο υπάρχουν ακόμη κάποιοι που σκαρφαλώνουν στις ταράτσες με το πρώτο φως.
Θέλω να πω μια ιστορία, να τη φωνάξω. Να την καταγράψει η ιστορία. “Η δίψα μου’ γινε φωτιά”…για τις εικόνες με τα άτσαλα παιδικά χρώματα μέσα στον καρβουνιασμένο καμβά μιας ζωής και μιας καθημερινότητας που έβγαλε ένα ένα τα δόντια από τις γυναίκες με τα θαμπά πρόσωπα και τα άβαφα μαλλιά. Για τις πυγολαμπίδες με τα γερασμένα πρόσωπα και τα πανιασμένα χέρια.
Όσοι μεγάλωσαν με παππούδες και χρειάστηκε να τους φροντίσουν, στο τέλος ανακάλυψαν την αλήθεια τους και την αξιοπρέπειά τους. Όσοι ζήτησαν βοήθεια για να ξαλαφρώσουν έναν άρρωστο ξαναμέτρησαν τις ανάσες τους, αντίκρισαν τον εγωισμό τους, παραμέρισαν στερεότυπα και ανακάλυψαν τις γυναίκες με τα άβαφα μαλλιά και τα λιγοστά δόντια.
Είμαστε δυστυχώς η εικόνα μας. Η κοινωνία δε συγχωρεί ξεπεσμένα είδωλα, αδυναμίες σωματικές, άσχημα πρόσωπα. Στέκεται στην κάλπικη γυαλάδα. Η αθεόφοβη ποτέ δεν περιμένει. Δεν έχει το χρόνο και την υπομονή να ανακαλύψει μικρά διαμάντια.
Η πρώτη γυναίκα ήταν δικιά μας, που λένε κι οι εθνοπατέρες. Δικιά μας, μα απαίδευτη κι άκαρδη. Έκανε το ασήμαντο σημαντικό και φρόντιζε να ποτίζει με την αρνητική της ενέργεια και την τελευταία σπιθαμή στο μικρό ισόγειο με τα δύο άρρωστα γερόντια. Να σκορπάει ενοχές και θλίψη. Έφυγε ένα βράδυ κι άφησε το κλειδί στην πόρτα. Δε στάθηκε να δει το ξημέρωμα. Ο γέρος καταλάβαινε. Η γριά δεν έβλεπε και μέσα στη μοναξιά της αρρώστιας της δεν είδε το γέρο να δακρύζει. Εκείνος ήταν καλά, μόνο που δε τον βαστούσαν τα γόνατα. Παραιτήθηκε από τη ζωή όταν δεν μπορούσε πια να κάνει τις βόλτες στο πάρκο. Να διαλέγει τα χειρότερα φρούτα πάντα στο παζάρι-πώς τον έπιαναν κορόιδο πάντα και του τα πάσαραν -μα κυρίως να μαλώνει με την κυρά του. Να την ακούει να τον ψέλνει από το πρωί ίσα με το βράδυ. Μέχρι το τέλος καταλάβαινε.
Η δεύτερη έφτασε κάπου στον Μάρτη. Για άλλου ξεκίνησε κι αλλού η ζωή την πήγε. Καλοβαλμένη, σαν κάτι νυχτομάγαζα που κάποτε κουβαλούσαν τα πρώτα ονόματα, μα με τον καιρό ξέμειναν με τα τρίτα και τα τέταρτα. Υπέφερε. Το’ βλεπες στον τρόπο που τους κοιτούσε. Που έπιανε το φλιτζάνι, που έβαζε το φαγητό στο πιάτο. Σε έπαιρνε στο τηλέφωνο στη δουλειά και σε μαστίγωνε με τα λόγια της. Έφυγε ένα απόγευμα το ίδιο παγερά θλιμμένη παίρνοντας μαζί της “αναμνηστικά δώρα” για να μας θυμάται. Δεν της κρατήσαμε κακία. Πονούσε περισσότερο από μας.
Κι έπειτα ήρθε η Β. Εκείνη η Αλβανίδα… Με το κακοβαμένο μαλλί και τα άφτιαχτα δόντια. Τι κρίμα για ένα στόμα που ήταν προορισμένο μόνο να χαμογελά! “Εκείνο το χαμόγελο από μαργαριτάρια…ψαράδες Σικελοί να το ταίριαζαν να το φορά…”
Η Β. ήταν μια μελωδία. Ο νυχτερινός περίπατος μέσα στο φως της μέρας. Έβαλε όλα τα αστέρια του ουρανού μέσα το μικρό ισόγειο. Έλεγε ιστορίες από την πατρίδα της και γελούσε με τον εαυτό της καθώς χάνονταν τα σύμφωνα κι οι δίφθογγοι στα κενά από τα ορφανεμένα δόντια. Είχε παιδιά στην Αθήνα, παντρεμένα, και μια μικρή κόρη στη Θεσσαλονίκη. Έμπαινε λίγο πριν χαράξει κι έβγαινε τη νύχτα. Από μόνη της. Δίχως να της το ζητήσει κανένας. “Γυναίκα με τα γαλάζια τσίνορα”. Τα γερόντια την αγάπησαν και μαζί κι η μοναχοκόρη τους. Δεν γκρίνιαξε ποτέ. Δε βαρυγκώμησε για την άτυχη τύχη της. Δεν κατάντησε εκείνη. Δεν ξέπεσε. Βοηθούσε και συμπονούσε. Έτσι απλά. Πέθαναν κι οι δυο στα χέρια της. Με 23 μέρες διαφορά ο ένας από την άλλη. “Να την έχεις σαν αδερφή σου”, την παρακάλεσε η γριά λίγες μέρες πριν. Η κόρη μου δεν έχει αδέρφια.
Η Β. εκείνη η Αλβανίδα τον κράτησε το λόγο της. Θαρρείς κι είχε κείνη κάποιο χρέος. Η κόρη της χάρισε το ένα από τα δύο χρυσά δαχτυλίδια της μάνας της. Την έχει μαζί της πάντα από τότε. Σε όλα. Η κόρη τη χρειάζεται όχι εκείνη. Φεύγει στα παιδιά της και ξαναγυρνάει πάντα. Κι αν κάθομαι και γράφω την ιστορία της είναι που χθες συνάντησα την Μ. μετά από χρόνια και μου τη θύμισε. Τα άβαφα μαλλιά της, το ξεδοντιασμένο στόμα μιας γυναίκας νέας, αλλά τόσο μεγάλης. Που γονάτισε στο υπόγειο της διπλανής βιοτεχνίας για να σταθεί αξιοπρεπώς. Που δεν είμαι ούτε μια τρίχα από τα μαλλιά της.
“Κι όσα δεν πρόλαβα να πω νομίζω ήτανε γραφτό, η αγάπη πάλι άργησε μια μέρα”.*
*Στίχοι…Μίλτος Πασχαλίδης “Συβαρίτισσα”