Parallax View

Έκκληση για τον ενιαίο σχεδιασμό της Μητροπολιτικής Θεσσαλονίκης

Δώδεκα βήματα για μια βιώσιμη και φιλική πόλη

Parallaxi
έκκληση-για-τον-ενιαίο-σχεδιασμό-της-μ-1361462
Parallaxi

Λέξεις: Ελένη Ανδρικοπούλου, Αθηνά Γιαννακού, Γρηγόρης Καυκαλάς, Μάγδα Πιτσιάβα Λατινοπούλου

Η αναγκαιότητα του ενιαίου σχεδιασμού

Η ανάγκη για τη διατύπωση ενός ολοκληρωμένου πλαισίου αρχών για τον ενιαίο σχεδιασμό αστικής ανάπτυξης και κινητικότητας που θα προωθεί ένα χωρικό πρότυπο ανάπτυξης σε μητροπολιτικό επίπεδο αποδοτικό ως προς την κατανάλωση γης, βασισμένο στις αρχές της πολυκεντρικής ανάπτυξης και της ισόρροπης μείξης χρήσεων σε όλες της περιοχές της πόλης, με παράλληλη προστασία και ανάδειξη των μεγάλων ανοικτών χώρων καθίσταται πιο επιτακτική από ποτέ, λόγω της έντονης πίεσης που αντιμετωπίζουν οι σύγχρονες πόλεις.

Η πίεση αυτή προκύπτει ως συνέπεια πολλαπλών αλληλοσυνδεόμενων προκλήσεων που επηρεάζουν άμεσα τη λειτουργία των αστικών κέντρων, όπως οι εντεινόμενες οικονομικές και κοινωνικές ανισότητες, η κλιματική κρίση με τα σοβαρά περιβαλλοντικά της επακόλουθα, οι σύνθετες απαιτήσεις της ψηφιακής μετάβασης αλλά και οι συνέπειες γεωπολιτικών εντάσεων όπως οι παγκόσμιες μεταναστευτικές ροές.

Ειδικότερα η επιτάχυνση της ψηφιοποίησης επηρεάζει ήδη τη χωρική κατανομή των δραστηριοτήτων και το σύστημα μετακινήσεων στις πόλεις.

Η αύξηση των διαδικτυακών αγορών και η ψηφιακή εξυπηρέτηση από δημόσιες υπηρεσίες, τράπεζες και ιδιωτικούς φορείς, περιορίζουν την ανάγκη φυσικής παρουσίας σε κεντρικά σημεία και προκαλούν υποχώρηση της σημασίας παραδοσιακών εμπορικών και διοικητικών πόλων.

Παράλληλα, αυξάνονται οι μετακινήσεις για κατ’ οίκον διανομές, ενώ και ο ίδιος ο χώρος κατοικίας αποκτά νέες λειτουργίες (εργασία, εκπαίδευση, εξυπηρέτηση). Αυτές οι εξελίξεις απαιτούν αναπροσαρμογή του σχεδιασμού, με στόχο ένα πιο ευέλικτο και αποκεντρωμένο σύστημα υπηρεσιών και μεταφορών.

Οι παραπάνω αλληλοσυνδεόμενες προκλήσεις είναι ιδιαίτερα ορατές στη μητροπολιτική περιοχή της Θεσσαλονίκης, η οποία διαχρονικά βιώνει έντονες πιέσεις που σχετίζονται με την αστική ανάπτυξη και τις μεταφορές, όπως διαπιστώνεται και από το γεγονός ότι τα σχετικά προβλήματα διατηρούν ψηλή προτεραιότητα στη δημόσια συζήτηση. Οι προσπάθειες αντιμετώπισής τους έχουν αποτελέσει αντικείμενο μελετών, συσκέψεων αρμόδιων φορέων, εκτενούς προβολής από τα μέσα ενημέρωσης και κινητοποιήσεων των πολιτών, χωρίς ωστόσο να υπάρχουν επαρκή ορατά αποτελέσματα.

Η απουσία αποτελεσματικών και ολοκληρωμένων λύσεων οδηγεί σε έναν φαύλο κύκλο συνεχούς επανάληψης προτάσεων και μετατόπισης ευθυνών ανάμεσα σε πολιτικούς παράγοντες, τοπικές και κεντρικές αρχές, διάφορα τομεακά συμφέροντα και ομάδες πολιτών, γεγονός που εντείνει περαιτέρω τις δυσκολίες επίλυσης των προβλημάτων.

Οι αστοχίες που παρατηρούνται οφείλονται σε μεγάλο βαθμό στην ανεπαρκή κατανόηση της πολυπλοκότητας των προβλημάτων που προκαλεί η συνεξέλιξη αστικής ανάπτυξης και αστικής κινητικότητας. Πρόκειται για φαινόμενο το οποίο καταδεικνύει πως η χωρική επέκταση και η οργάνωση των πόλεων είναι άρρηκτα συνδεδεμένες με τις πρακτικές μετακίνησης των πολιτών και τα συστήματα συγκοινωνιών.

Η αναγνώριση αυτής της συνεξέλιξης αποτελεί βασική προϋπόθεση διάγνωσης των υφιστάμενων προβλημάτων και αξιολόγησης των δυνατοτήτων παρέμβασης για την επίλυσή τους.

Ακριβώς λόγω αυτής της συνεξέλιξης, μεμονωμένες, περιστασιακές και αποσπασματικές παρεμβάσεις, αδυνατούν να προσφέρουν ολοκληρωμένες και βιώσιμες λύσεις στα σημερινά αστικά προβλήματα. Στο πλαίσιο αυτό, τονίζεται ο ρόλος ενός εξελικτικού χωρικού σχεδιασμού με μακροπρόθεσμο ορίζοντα, ως βασικού μηχανισμού αντιμετώπισης των σύνθετων προκλήσεων της αστικής ανάπτυξης και κινητικότητας.

Ο εξελικτικός σχεδιασμός δεν ακολουθεί ένα στατικό και άκαμπτο σχέδιο που θεωρεί ότι σε μια δυναμική δομή, όπως η πόλη, όλα μπορούν να προβλεφθούν και να καθοριστούν με ακρίβεια εκ των προτέρων. Αντίθετα, λειτουργεί ως μια δυναμική διαδικασία συνεχούς προσαρμογής στις μεταβαλλόμενες συνθήκες. Εστιάζει στη μάθηση με τη συμμετοχή των εμπλεκομένων στη σταδιακή διαμόρφωση στρατηγικής. Ενσωματώνει τις έννοιες τόσο του ολοκληρωμένου σχεδιασμού, εξασφαλίζοντας τον συντονισμό πολιτικών, όσο και του προσαρμοστικού σχεδιασμού, ανταποκρινόμενος στην αβεβαιότητα και την πολυπλοκότητα των σύνθετων προβλημάτων.

Η υιοθέτηση ενός τέτοιου σχεδιασμού θεωρείται κρίσιμη ώστε οι πόλεις να παραμείνουν βιώσιμες και ανθεκτικές μέσα από την αποτελεσματική αντιμετώπιση των προκλήσεων που θέτει η σύγχρονη εποχή. Στη συνέχεια διατυπώνονται δώδεκα βήματα τα οποία προσδιορίζουν τις προϋποθέσεις για την ουσιαστική εφαρμογή ενός εξελικτικού σχεδιασμού.

Δώδεκα βήματα για μια βιώσιμη και φιλική πόλη

Η μετάβαση σε ένα νέο βιώσιμο πρότυπο αστικής ανάπτυξης και κινητικότητας απαιτεί κοινή στόχευση και μακροχρόνια δέσμευση. Η κοινωνική, οικονομική και περιβαλλοντική ανθεκτικότητα μιας πόλης δεν οικοδομείται μόνο μέσω τεχνικών έργων ή μεμονωμένων παρεμβάσεων, αλλά προϋποθέτει τη συγκρότηση ενός συλλογικού οράματος που κινητοποιεί θεσμούς, πολίτες και παραγωγικές δυνάμεις. Η ανθεκτικότητα δεν είναι στατική κατάσταση, ούτε ισοδυναμεί με ακινησία.

Αντίθετα, είναι η ικανότητα της πόλης να προσαρμόζεται σε αλλαγές, να απορροφά κρίσεις και να μετασχηματίζεται δημιουργικά μέσα από αυτές.

Για να γίνει η Θεσσαλονίκη μια βιώσιμη, ανθεκτική και φιλική πόλη, απαιτείται σχέδιο, συνεργασία και πολιτική βούληση. Χρειάζεται ένα κοινό όραμα που θα ενοποιεί τις επιμέρους πρωτοβουλίες σε ένα συνεκτικό και δυναμικό σύνολο.

Αυτόν τον ρόλο μπορεί να αναλάβει ένας θεσμικά κατοχυρωμένος μητροπολιτικός φορέας, ικανός να παρακολουθεί, να αξιολογεί και να συντονίζει την υλοποίησή τους με συνέχεια, διαφάνεια και λογοδοσία. Τα επιχειρήματα και οι προτεραιότητες που συνηγορούν για την ανάγκη άμεσης ανάληψης μιας τέτοιας συλλογικής προσπάθειας συνοψίζονται στη συνέχεια σε δώδεκα βήματα που συνιστούν παράλληλα και μια έκκληση για έναν εξελικτικό σχεδιασμό.

ΑΕΡΟΦΩΤΟΓΡΑΦΙΕΣ ΑΠΟ ΤΗΝ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ(ΜΟΤΙΟΝΤΕΑΜ/ΒΕΡΒΕΡΙΔΗΣ ΒΑΣΙΛΗΣ)

1. Η αναγνώριση της συνεξέλιξης αστικής ανάπτυξης και κινητικότητας στη Θεσσαλονίκη αποτελεί προϋπόθεση για την κατανόηση και την επίλυση βασικών προβλημάτων της πόλης.

Τα συσσωρευμένα προβλήματα, όπως η έντονη κυκλοφοριακή συμφόρηση, η ατμοσφαιρική ρύπανση, η αποσπασματική ανάπτυξη, οι υποβαθμισμένες δημόσιες συγκοινωνίες και η ανεπαρκής ποιότητα ζωής, καθιστούν επιτακτική την ανάγκη άμεσης αλλαγής προσανατολισμού. Χωρίς συντονισμένο σχεδιασμό, η πόλη θα βρίσκεται συνεχώς αντιμέτωπη με αρνητικές επιπτώσεις στην οικονομική της ανάπτυξη, την κοινωνική συνοχή και την περιβαλλοντική βιωσιμότητα.

2. Για τον λόγο αυτό, η διαμόρφωση ενός ενιαίου σχεδιασμού αστικής ανάπτυξης και μεταφορών αποτελεί προϋπόθεση για ένα βιώσιμο και λειτουργικό αστικό περιβάλλον.

Το φαινόμενο της αστικής διάχυσης και η αστική ανάπτυξη χωρίς σαφή κατεύθυνση έχουν δημιουργήσει έναν πολυκεντρικό αστικό χώρο χωρίς όμως λειτουργική συνοχή, με άνιση κατανομή πόρων και υπηρεσιών. Ταυτόχρονα, η έλλειψη συντονισμού με τις πολιτικές αστικής κινητικότητας οδήγησε σε ένα σύστημα κυκλοφορίας κορεσμένο, αναποτελεσματικό και ενεργοβόρο. Η σύζευξη πολεοδομικής και μεταφορικής πολιτικής είναι προϋπόθεση για να αντιμετωπιστούν οι προκλήσεις και να διαμορφωθεί ένα βιώσιμο μέλλον.

3. Στην κατεύθυνση αυτή, απαιτείται η πλήρης εναρμόνιση των πολιτικών που αφορούν τις χρήσεις γης, τη χωρική οργάνωση και τα συστήματα μετακινήσεων και προσβασιμότητας.

Όταν οι πολιτικές αυτές διαμορφώνονται απομονωμένα, προκύπτουν μεγάλες ασυμβατότητες, όπως νέες κατοικίες χωρίς πρόσβαση σε μέσα μεταφοράς, μεταφορικές επενδύσεις που δεν εξυπηρετούν πραγματικές ανάγκες και υποδομές που καταστρέφουν ή υποβαθμίζουν αστικά τοπία. Η πολεοδομική και μεταφορική πολιτική πρέπει να λειτουργούν συμπληρωματικά, ώστε οι μετακινήσεις να ενσωματώνονται ομαλά στον καθημερινό αστικό βίο και να ενισχύεται η κοινωνική συνοχή και η περιβαλλοντική ποιότητα.

4. Μόνο μέσα από έναν τέτοιο συντονισμό μπορεί να επιτευχθεί μια συνεκτική στρατηγική που θα εξασφαλίζει προσβασιμότητα, διασύνδεση και ισόρροπη ανάπτυξη για όλες τις περιοχές της πόλης.

Η απουσία ενιαίου σχεδιασμού που να λαμβάνει υπόψη τις ανάγκες κινητικότητας και προσβασιμότητας οδηγεί σε προβληματική εξυπηρέτηση των πολιτών, άνιση κατανομή πόρων και αυξημένες κοινωνικές και περιβαλλοντικές πιέσεις. Οι δυσλειτουργίες που παρατηρούνται στην καθημερινότητα – από το κυκλοφοριακό μέχρι την πρόσβαση σε εξυπηρετήσεις – αποδεικνύουν την ανάγκη μιας ολιστικής προσέγγισης που ενσωματώνει τη μετακίνηση ως βασικό στοιχείο τη αστικής εμπειρίας.

5. Δεδομένης της πολυπλοκότητας και του εύρους των προκλήσεων, η μητροπολιτική Θεσσαλονίκη χρειάζεται έναν ειδικό φορέα συντονισμού που θα υπερβαίνει τα στενά διοικητικά όρια των επιμέρους δήμων.

Η μητροπολιτική περιοχή της Θεσσαλονίκης χαρακτηρίζεται από πολυπλοκότητα, ποικιλομορφία και αλληλεξαρτήσεις που υπερβαίνουν τα διοικητικά όρια των επιμέρους δήμων. Η απουσία ενός θεσμικά κατοχυρωμένου και λειτουργικά ενεργού φορέα με μητροπολιτικές αρμοδιότητες συντονισμού έχει ως αποτέλεσμα τον κατακερματισμό και την ασυνέχεια στις παρεμβάσεις. Ο μητροπολιτικός φορέας μπορεί να διασφαλίσει εκτός από ένα κοινό όραμα, συνέργειες και συνοχή σε έργα και πολιτικές που αφορούν το σύνολο της πόλης.

6. Ο μητροπολιτικός αυτός φορέας θα αποτελεί θεσμοθετημένο κόμβο συνεργασίας μεταξύ δημόσιων, ιδιωτικών και κοινωνικών εταίρων με στόχο τη συνεννόηση για την κοινή χάραξη πολιτικών και προτεραιοτήτων.

Η διακυβέρνηση του αστικού χώρου απαιτεί δομές που να εξασφαλίζουν όχι μόνο τη συμμετοχή όλων των εμπλεκομένων, αλλά και τον συντονισμό μεταξύ τους. Μέσα από αυτή τη δικτύωση, επιτυγχάνεται η ενιαία αντιμετώπιση των κοινών προβλημάτων, η αποφυγή αντικρουόμενων αποφάσεων και η κατεύθυνση των παρεμβάσεων προς κοινά αποδεκτούς στόχους. Η ελλιπής συνεννόηση μεταξύ θεσμικών και τοπικών φορέων υπήρξε διαχρονικά μία από τις κύριες αιτίες αδράνειας ή αστοχίας σημαντικών σχεδιαστικών πρωτοβουλιών.

7. Μέσω της ενιαίας αντιμετώπισης των προβλημάτων ενισχύεται η συνοχή στη λήψη αποφάσεων και αποφεύγεται η αποσπασματικότητα και η σύγχυση που χαρακτηρίζει μέχρι σήμερα τον αστικό σχεδιασμό.

Η εμπειρία της Θεσσαλονίκης δείχνει ότι οι αποσπασματικές παρεμβάσεις, όσο ελκυστικές και αν παρουσιάζονται, δεν οδηγούν σε ουσιαστική βελτίωση, αφού συχνά προκαλούν νέα προβλήματα ή μεταθέτουν τα υφιστάμενα σε άλλες περιοχές. Η έλλειψη συνολικού πλαισίου επιτρέπει την υλοποίηση έργων χωρίς στρατηγική συνέπεια, χωρίς διατομεακή συνεννόηση και χωρίς αξιολόγηση των ευρύτερων επιπτώσεων. Μόνο μέσα από ένα ενιαίο και μακροπρόθεσμο πλαίσιο σχεδιασμού μπορεί να αποφευχθεί η αναπαραγωγή του φαύλου κύκλου των αποτυχημένων και ημιτελών λύσεων.

8. Κεντρική στρατηγική επιδίωξη του νέου προτύπου πρέπει να είναι η σταδιακή αλλά σταθερή μείωση της εξάρτησης από το ιδιωτικό αυτοκίνητο.

Η εξάρτηση των μετακινήσεων από το ιδιωτικό αυτοκίνητο έχει οδηγήσει σε κυκλοφοριακή συμφόρηση, αυξημένη ρύπανση, απώλεια πολύτιμου δημόσιου χώρου και επιβάρυνση της καθημερινότητας των πολιτών. Η κυριαρχία του ΙΧ αυτοκινήτου δεν αποτελεί απλώς ζήτημα ισότητας στην πρόσβαση των μετακινούμενων, αλλά ζήτημα κοινωνικής και περιβαλλοντικής ποιότητας. Η μείωση αυτής της εξάρτησης είναι καθοριστική για τη λειτουργικότητα της πόλης, την προστασία του περιβάλλοντος και την κοινωνική δικαιοσύνη στην πόλη. Απαιτείται μια συνδυασμένη στρατηγική που θα ενισχύσει τις εναλλακτικές μορφές κινητικότητας, θα αποθαρρύνει την αλόγιστη χρήση του αυτοκινήτου και θα δώσει προτεραιότητα στη βιώσιμη και συλλογική μετακίνηση.

ΑΕΡΟΦΩΤΟΓΡΑΦΙΕΣ ΑΠΟ ΤΗΝ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ(ΜΟΤΙΟΝΤΕΑΜ/ΒΕΡΒΕΡΙΔΗΣ ΒΑΣΙΛΗΣ)

9. Για να καταστεί αυτό εφικτό, είναι απαραίτητη η ανάπτυξη ενός πυκνού και αξιόπιστου δικτύου δημόσιων συγκοινωνιών, παράλληλα με επενδύσεις σε υποδομές για πεζούς και ποδηλάτες.

Η ενίσχυση των δημόσιων συγκοινωνιών και των υποδομών για πεζούς και ποδηλάτες αποτελεί βασικό πυλώνα για μια πιο βιώσιμη και προσβάσιμη πόλη. Ένα αποτελεσματικό και πυκνό δίκτυο μέσων μαζικής μεταφοράς μειώνει την ανάγκη χρήσης του αυτοκινήτου, εξασφαλίζει ισότιμη πρόσβαση σε υπηρεσίες και ευκαιρίες και συμβάλλει στην κοινωνική συνοχή. Η διασύνδεση αυτών των υποδομών σε ένα ενιαίο λειτουργικό δίκτυο και η δημιουργία συνεχών και ασφαλών διαδρομών για πεζούς και ποδηλάτες αναβαθμίζει τον δημόσιο χώρο, βελτιώνει την ποιότητα ζωής και ενισχύει την ενεργή κινητικότητα.

10. Η ουσιαστική αναβάθμιση της ποιότητας και της επάρκειας των αστικών υποδομών αποτελεί βασική προτεραιότητα, καθώς συνδέεται άμεσα με την καθημερινή ασφάλεια και εξυπηρέτηση των πολιτών.

Η επάρκεια και η ποιότητα των αστικών υποδομών δεν αφορούν μόνο τη λειτουργικότητα της πόλης, αλλά συνδέονται άμεσα με την κοινωνική ισότητα, τη δημόσια υγεία και την οικονομική βιωσιμότητα. Υποδομές κακής ποιότητας επιβαρύνουν δυσανάλογα τις ευάλωτες ομάδες, ενώ περιορίζουν τις ευκαιρίες πρόσβασης, ανάπτυξης και κινητικότητας για όλους. Η αναβάθμιση όλων των αστικών υποδομών πρέπει να βασίζεται σε διαφανή κριτήρια, να συνδέεται με τις ανάγκες της κάθε περιοχής και να εντάσσεται σε ένα συνεκτικό πλαίσιο σχεδιασμού, ώστε να αποφεύγεται η αναπαραγωγή ανισοτήτων.

11. Εξίσου αναγκαία είναι η ενίσχυση και η διασύνδεση των τοπικών κέντρων, ώστε να περιορίζεται η ανάγκη για εκτεταμένες μετακινήσεις και να ενδυναμώνεται η τοπική ζωή.

Η συγκέντρωση καθημερινών δραστηριοτήτων – εργασίας, εκπαίδευσης, υγείας, εμπορίου – σε απομακρυσμένα και ασύνδετα μεταξύ τους σημεία έχει ως αποτέλεσμα την αύξηση των αποστάσεων και της εξάρτησης από μη βιώσιμους τρόπους μετακίνησης. Η ενίσχυση των τοπικών κέντρων, σε κάθε δημοτική ή διαδημοτική ενότητα, μπορεί να μειώσει την ανάγκη για εκτεταμένες καθημερινές μετακινήσεις, να στηρίξει την τοπική οικονομία και να ενισχύσει την κοινωνική συνοχή. Πρόκειται για στρατηγική επιλογή που μετατρέπει τη «διάχυση» της πόλης σε ευκαιρία για μια ισόρροπη και λειτουργική πολυκεντρική ανάπτυξη.

12. Τέλος, για την επίτευξη όλων αυτών, είναι καθοριστική η ενεργητική συμμετοχή των πολιτών, ώστε κάθε σχέδιο να αποκτά κοινωνική αποδοχή, διάρκεια και βιώσιμο χαρακτήρα.

Η συμμετοχή των πολιτών στον σχεδιασμό δεν είναι μια τυπική υποχρέωση, αλλά θεμέλιο για τη βιωσιμότητα και την κοινωνική αποδοχή κάθε πολιτικής. Η συμμετοχική διαδικασία μπορεί να προσφέρει πολύτιμη γνώση για τις πραγματικές ανάγκες και προτεραιότητες των τοπικών κοινωνιών, να εντοπίσει έγκαιρα εντάσεις και να διαμορφώσει λύσεις με μεγαλύτερη αποτελεσματικότητα και νομιμοποίηση και να διασφαλίζει έτσι έναν εξελικτικό, ολοκληρωμένο και προσαρμοστικό σχεδιασμό. Μια πόλη που σχεδιάζεται με τους πολίτες και όχι μόνο για αυτούς, είναι μια πόλη πιο δημοκρατική, πιο λειτουργική και εν τέλει αξιοβίωτη, με όρους ποιότητας ζωής για όλους τους κατοίκους της.

Η επιτακτική ανάγκη ενός μητροπολιτικού φορέα

Η εφαρμογή ενός ολοκληρωμένου, εξελικτικού και προσαρμοστικού σχεδιασμού στη μητροπολιτική περιοχή της Θεσσαλονίκης προϋποθέτει τη δημιουργία ή τη μετεξέλιξη ενός θεσμικού φορέα με στρατηγικό ρόλο, διατομεακή συγκρότηση και επιχειρησιακή ικανότητα. Ένας αναβαθμισμένος και ανασχεδιασμένος «Οργανισμός Μητροπολιτικού Σχεδιασμού Θεσσαλονίκης» ως μετεξέλιξη του καταργημένου ΟΡ.ΘΕ., σε συνέργεια με τον ΟΣΕΘ, τη Μητροπολιτική Ενότητα και τους Δήμους, μπορεί να αποτελέσει τον πυρήνα ενός τέτοιου θεσμικού υποκειμένου — εφόσον του δοθούν οι κατάλληλες αρμοδιότητες, πόροι και εργαλεία διαβούλευσης. Η συγκρότηση ενός τέτοιου φορέα θα επιτρέψει τον ουσιαστικό συντονισμό των πολιτικών για τη χωρική ανάπτυξη, τις μεταφορές, τις υποδομές και τη διακυβέρνηση, υπερβαίνοντας τα όρια και τις ασυμβατότητες των τομεακών και τοπικών σχεδιασμών.

ΑΕΡΟΦΩΤΟΓΡΑΦΙΕΣ ΑΠΟ ΤΗΝ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ(ΜΟΤΙΟΝΤΕΑΜ/ΒΕΡΒΕΡΙΔΗΣ ΒΑΣΙΛΗΣ)

Ο φορέας αυτός θα πρέπει να λειτουργεί με συμμετοχικές διαδικασίες, να συνεργάζεται με όλους τους αρμόδιους θεσμούς και κοινωνικούς εταίρους, και να ενσωματώνει μηχανισμούς παρακολούθησης και προσαρμογής των στρατηγικών του στις μεταβαλλόμενες κοινωνικές, περιβαλλοντικές και τεχνολογικές συνθήκες. Η εμπειρία άλλων ευρωπαϊκών μητροπόλεων δείχνει ότι μόνο μέσα από τέτοια θεσμικά σχήματα μπορεί να διασφαλιστεί η μακροπρόθεσμη λειτουργικότητα και ανθεκτικότητα των αστικών συστημάτων.

*Το κείμενο υπογράφουν οι συγγραφείς του βιβλίου «Πόλη και πολεοδομι κές πρακτικές για τη βιώσιμη αστική ανάπτυξη», 3η αναθεωρημένη έκδοση (ΚΡΙΤΙΚΗ 2024)

Σχετικά Αρθρα
Σχετικά Αρθρα