Featured

Ελαστικοποίηση του 8ωρου: Όταν κερδήθηκε το 8ωρο: Μία ιστορία από τις ΗΠΑ

Ένα απόσπασμα από το βιβλίο «Ελευθερία από την Αγορά: Η μάχη της Αμερικής να απελευθερωθεί από το Δίχτυ του Αόρατου Χεριού», του Mike Konczal.

Θάνος Στρατάκης
ελαστικοποίηση-του-8ωρου-όταν-κερδήθη-762724
Θάνος Στρατάκης

Το κείμενο που ακολουθεί είναι ένα απόσπασμα από το βιβλίο «Ελευθερία από την Αγορά: Η μάχη της Αμερικής να απελευθερωθεί από το Δίχτυ του Αόρατου Χεριού», του Mike Konczal. Πηγή για τη μετάφραση η δημοσίευση του ίδιου αποσπάσματος στο Boston Review of Books.

Αν και είναι ξεκάθαρη η συγκυρία της δημοσίευσης, εύλογα ένα ερώτημα είναι γιατί ένα απόσπασμα από τις ΗΠΑ. Είναι γνωστή για παράδειγμα η εξέγερση των εργατών στα μεταλλεία της Σερίφου, τον Αύγουστο του 1916, όταν 9 εργάτες θα έχαναν τη ζωή τους απαιτώντας και εκεί το 8ωρο. Γιατί δεν επιλέχτηκε μία μελέτη που να αναδεικνύει εκείνη την «Ελληνική» στιγμή;

Ο προβληματισμός των ανθρώπων της εργασίας είναι ενίοτε και οικουμενικός. Παρά τις διαφορές στις συνθήκες της παραγωγής, στους μισθούς, στις παραδόσεις, αυτή η οικουμενικότητα αναδεικνύεται πολύ καλά στο κείμενο. Ο χρόνος εργασίας είναι ένα γενικό μέτρο των αξιών και παράγει μία ενιαία πάλη για την ελευθερία.

Αυτό που είναι περισσότερο Αμερικανικό ίσως να είναι το όνειρο για μία Αμερικανική οικονομία φτιαγμένη πάνω σε μικρούς ιδιοκτήτες γης, τόσο σημαντικό το 1850, που γρήγορα όμως κατέρρευσε μπροστά στην εκβιομηχάνιση. Όπως και παντού αλλού στον κόσμο, η μετάβαση στη μισθωτή εργασία από την ιδιοκτησία της γης άλλαξε τις ζωές των ανθρώπων σε τέτοιο βαθμό που δεν είχαν κανέναν απολύτως έλεγχο στη ζωή τους. Και αυτοί αντιστάθηκαν, υποστηρίζοντας τον ελεύθερο χρόνο και μία άλλη αντίληψη για την ελευθερία, που θα τους έφερνε πιο κοντά στην οικογένεια τους και στις κοινότητες τους. Όμως η αντίσταση τους αυτή έπρεπε αναγκαστικά να τα βάλλει με μία αντίληψη για την ελευθερία, την ελευθερία του συμβολαίου, που γρήγορα επίσης επεκτάθηκε και εμπεδώθηκε σε όλες τις γωνιές της γης.

Οι αφηγήσεις στο κείμενο μπορεί σίγουρα να περιγράφουν μία άλλη εποχή. Ότι πολλά φαντάζουν ως εγγυημένα σήμερα. Τα βασικά σχήματα όμως παραμένουν, όπως γρήγορα θα αντιληφθεί και ο αναγνώστης, τα ίδια. Ελαστικά ωράρια, «πρακτικές χωρίς αμοιβή», voucher, και ευελιξία συμβολαίων, όλα αυτά υποτίθεται ότι θα αύξαναν στην εποχή μας την απασχόληση. Το μόνο που έκαναν ήταν όμως να δημιουργήσουν την επισφάλεια, το άγχος, την οργή, και όλα αυτά με το πρόσχημα ότι το άτομο είναι πάντα αυτό που ελεύθερα θα επιλέξει.

Αυτή την αντίληψη επικαλέστηκε πρόσφατα ο Υπουργός που εισηγείται το νομοσχέδιο και τη σχολίασα σε ένα άλλο κείμενο από άλλες πλευρές. Τώρα μπορούμε να τη φορτώσουμε με ιστορία. Ελπίζοντας παράλληλα ότι θα βρεθεί ο χρόνος να σχολιαστούν και πιο τεχνοκρατικά οι επικίνδυνες διατάξεις του νόμου, όπως εκείνη που καταργεί την έννοια της υπερωρίας, η άλλη που επικαλείται το δικαίωμα στην αποσύνδεση αλλά αφήνει άθικτο το δικαιώματα της επιχείρησης να κρατάει ανοιχτή τη σύνδεση στα λογιστικά συστήματα της και μετά τη λήξη του 8ωρου, και η ακόμα πιο άλλη που ορίζει ότι όλα αυτά θα τα διαπραγματεύονται οι εργαζόμενοι, που αναγκαστικά λόγω της μισθολογικής εξάρτησης, και μάλιστα χωρίς τα ισχυρά συνδικάτα και τη συλλογική εκπροσώπηση, θα είναι δομικά αδύναμοι να προσδιορίσουν οι ίδιοι το πρόγραμμα τους…

Το κείμενο:

O εργασιακός χώρος ήταν πάντοτε ένα από τα θεμελιακά πεδία της μάχης για το διάλογο για την ελευθερία. Τα αφεντικά μας μας λένε τι να κάνουμε και πως να το κάνουμε με την ακρίβεια ενός ρολογιού, ακόμα και όταν πρόκειται για τις βασικές βιολογικές λειτουργίες μας: οι εργαζόμενοι πρέπει να ζητήσουν άδεια για να χρησιμοποιήσουν την τουαλέτα. Τα αφεντικά έχουν επίσης τη δυνατότητα να ασκήσουν σημαντικό έλεγχο στις προσωπικές μας ζωές, βάζοντας όρια στον τρόπο έκφρασης μας και στις πολιτικές μας δραστηριότητες. Οι κυβερνήσεις μπορούν να μας φυλακίζουν επειδή παραβήκαμε κάποιον από τους κανόνες τους. Τα αφεντικά μπορούν να μας απολύσουν, στερώντας μας τους βασικούς πόρους που χρειαζόμαστε για την επιβίωση. Όμως σε αντίθεση με τη δημοκρατική μορφή και τη δημόσια υπόσταση της κυβέρνησης, ο εργασιακός χώρος μας υποβάλλει, με το τα λόγια της φιλοσόφου Elizabeth Anderson, σε μία μόνο τύποις προσωπική μορφή κυβέρνησης, χωρίς καμία βεβαίωση ακριβοδικίας, λογοδοσίας, ή προβλεψιμότητας – ένα δεσποτικό κράτος σε μινιατούρα. Η απειλή ότι θα παρατήσουμε τις δουλειές μας δεν αρκεί για να ανασχέσει αυτή τη δεσποτική τάση. Οι άνθρωποι το γνωρίζουν καλά, και αυτός είναι ο βασικός λόγος γιατί για αιώνες η αμερικανική εργατική τάξη ζητούσε πολύ περισσότερα από το δικαίωμα της να μπορεί να παραιτηθεί. Με τον ίδιο ζήλο που απαίτησαν δίκαιους μισθούς και ασφαλείς εργασιακές συνθήκες, οι εργάτες ζήτησαν επίσης προστασία και σε σχέση με το χρόνο τους.

Πάντα υπήρχαν εργάτες που απαιτούσαν όρια στο ωράριο της εργασίας, για να ανακτήσουν το χρόνο για όλα τα υπόλοιπα που χρειάζονταν να κάνουν. Καταλάβαιναν ότι αν δεν έχουν ελεύθερο χρόνο δεν μπορούν να συνάψουν τον τύπο των σχέσεων και των δεσμεύσεων για να διάγουν μία ελεύθερη και πλήρη ζωή. Αυτή είναι μία ιστορία που είναι τόσο παλιά όσο και οι ίδιες οι Ηνωμένες Πολιτείες. Τον Μάη του 1835, μία ομάδα ξυλοκόπων, χτιστών, και λαξευτών της πέτρας στη Βοστόνη έγραψαν και δημοσιεύσαν το «Ten-Hour Circular» μία μικρή μπροσούρα που διεκδικούσε το δεκάωρο για την εργασία τους. «Ο Θεός του Σύμπαντος μας έδωσε χρόνο, υγεία, και δύναμη. Αρνούμαστε το έσχατο δικαιώματα οποιουδήποτε θνητού ανθρώπου να καθορίζει αυτός μόνος του πόσο από αυτά θα πρέπει να πουλήσουμε». Η περιγραφή του συστήματος ως «ανάλγητου, φρικτού, άδικου, και τυραννικού» και των αφεντικών ως εκείνων που «αναγκάζουν τον εργάτη να εξαντλήσει τις βιολογικές και πνευματικές του δυνάμεις, και με το παραπάνω, μέχρι να μην έχει καθόλου κουράγιο για ύπνο και φαγητό, ή και τα δύο», βρήκαν απήχηση στις ζωές και άλλων εργατών, ιδίως εκείνων που ήταν καινούργιοι στη μισθωτή εργασία. Οι πολίτες που εγκαταλείπονταν σε μία εξουθενωμένη μορφή ζωής δεν μπορούσαν να είναι πραγματικά «φίλοι της χώρας ή των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου», ούτε «να εκτελέσουν τα καθήκοντα τους ως Αμερικανοί Πολίτες και μέλη της κοινωνίας». Οι συγγράφεις καταλάβαιναν μεταξύ των άλλων ότι τα υπερβολικά ωράρια «έδειχναν μία έλλειψη σεβασμού προς αυτούς που παράγουν τελικά την αξία σε μία οικονομία». «Είμαστε πρόθυμοι να σηκώσουμε ένα μέρος του βάρος, και να εκτελέσουμε υπηρεσίες που σχετίζονται με την κοινωνική ζωή, μόνο αν μας συμπεριφερθείτε ως ανθρώπους και όχι σαν κτήνη».

Όταν η έκδοση του φυλλαδίου έφτασε στη Φιλαδέλφεια τον Ιούνη του 1835, μάλλον ενέπνευσε και την πρώτη απεργία που γνώρισε ποτέ η χώρα. Ξεκίνησε από τα κλωστοϋφαντουργία, που απαίτησαν το δεκάωρο στην εργασία, αλλά γρήγορα επεκτάθηκε σε όλες τις βιομηχανίες της πόλης – στους κεραμοποιούς, τους χτίστες, τους καπνεργάτες, τους υπαλλήλους που εργάζονταν στις υπηρεσίες, τους φουρνάρηδες, τους παπουτσοποιούς και τους εργάτες που έραβαν τα σαμάρια, με τους εργαζόμενους στα τυπογραφεία να ενώνονται τελευταίοι. Οι βαφείς κήρυξαν «το τωρινό σύστημα της εργασίας ως καταπιεστικό και άδικο, καταστροφικό για την κοινωνική ευημερία, που δεν αρμόζει στους ελεύθερους ανθρώπους» (σημ. σε αντίστιξη με τους σκλάβους). Μέσα σε μιάμιση εβδομάδα, παραπάνω από είκοσι συνδικάτα ήταν σε απεργία. Ο νόμος για δεκαήμερη εργασία που τελικά πέρασε είχε ως συνέπεια να ρυθμιστούν και τα οράρια των δημοσίων υπαλλήλων ενώ και πολλοί εργοδότες στον ιδιωτικό τομέα έπαψαν να υποστηρίζουν ένα σχήμα που να βασίζεται σε πιο πολλές ώρες εργασίας από τις 10. 

Αυτό το κύμα απεργιών απέδειξε ότι ο χρόνος ήταν ένα κοινό μέσο συναλλαγής στην αναδυόμενη καπιταλιστική οικονομία στις ΗΠΑ. Θα παρέμενε έτσι για μεγάλο διάστημα και του επόμενου αιώνα. Τα αιτήματα για χρόνο ένωναν τους εργάτες διαφορετικών βιομηχανιών και δεξιοτήτων. Ήθελαν χρόνο για ξεκούραση, για τις οικογένειες τους, και για τα κοινά. Τόσο οι καπνεργάτες όσο και οι κεραμοποιοί μπορούσαν μαζί και οι δύο να δουν έναν καλύτερο κόσμο και να οργανωθούν για έναν κοινό σκοπό, παρά τις διαφορές τους σε ημερομίσθια ή εργασιακές εμπειρίες. Αντί να ζητούν μισθούς η κάθε βιομηχανία ή η κάθε εταιρία ξεχωριστά, χρησιμοποίησαν το αίτημα για το χρόνο ως γενικό μέτρο για να αξιολογήσουν αν υπήρχαν δίκαιες συνθήκες εργασίας σε όλο το φάσμα της οικονομίας. Επειδή οι εργοδότες ήθελαν να καταλάβουν όσο γίνεται περισσότερο από αυτόν, ο χρόνος έγινε ένα οικουμενικό μέτρο για την αξία της εργασίας, και ένα πεδίο μάχης για την ιδέα της ελευθερίας.

Σήμερα, ο δικός μας χρόνος καθορίζεται όλο και περισσότερο από την οικονομία. Πολλοί εργάζονται για εξωφρενικές ώρες, χωρίς να γνωρίζουν από την αρχή το πρόγραμμα τους, κάνοντας κάποιες φορές και πολλές δουλειές για να επιβιώσουν. Πολλοί άνθρωποι, επίσης, αποκλείονται εντελώς από την εργατική δύναμη. Είμαστε περικυκλωμένοι από μία ιδεολογία που αντιλαμβάνεται τη δραστηριότητα της αγοράς ως το μοναδικό τρόπο να προσδιορίσουμε την ελευθερία μας. Και όμως, ακόμα και σε αυτή την εποχή της απουσίας ενναλακτικών, είναι απαραίτητο να θυμόμαστε ότι υπήρξε όντως μία εποχή όπου οι εργάτες παρουσίασαν μία άλλη πρόταση και ζήτησαν ελευθερία από την κυριαρχία της αγοράς της εποχής τους. Οι προσπάθειες τους βρήκαν επιτυχία. Αυτό είναι κάτι που μπορούμε να φέρουμε πίσω και στη δική μας εποχή.

Κατά τη διάρκεια του Εμφυλίου, όταν οι στρατιωτικές δραστηριότητες προκάλεσαν ένα έλλειμα σε εργάτες στο Βορρά, η εργασία βρήκε ξανά μία νέα πηγή δύναμης. Ανάμεσα στο 1863 και το 1864, οι εργατικές ενώσεις τριπλασιάστηκαν, από 79 σε 270, με ένα ρεκόρ 200.000 οργανωμένων μελών. Οι εφημερίδες της εργατικής τάξης πολλαπλασιάστηκαν, με την Fincher’s Trades’ Review, την εφημερίδα των μηχανικών και των μεταλλωρύχων, να αναδεικνύεται στην κορυφαία φωνή για λιγότερες ώρες εργασίας. Κάποιοι στο εργατικό κίνημα είδαν ξανά τις λιγότερες ώρες εργασίας σαν μία πολύ σημαντική προέκταση του αγώνα κατά της σκλαβιάς. Ο Ira Steward, που είχε δουλέψει για 12ώρες την ημέρα ως μαθητευόμενος μηχανικός πριν τον Εμφύλιο, πίστευέ ότι ήταν απαραίτητο οι Αμερικανοί εργάτες να απελευθερωθούν όχι μόνο από τη σκλαβιά της ράβδου αλλά και από τη «μισθωτή σκλαβιά». Το 8ώρο της εργασίας ήταν για αυτόν «αντιποπερικό, αντιαριστοκρατικό, αντιμονοπωλιακό, και κατά της σκλαβιάς». Ήταν ένας από τους ηγέτες της Μεγάλης Λίγκας για το Οχτάωρο στη Μασαχουσέτη, μαζί με τον Wendell Phillips. Ο Steward επιχειρηματολογούσε για ένα «βιώσιμο μισθό»(living wage), έναν όρο που μάλλον ο ίδιος εφηύρε, και για λιγότερες ώρες εργασίας. 

Επίσης, ήταν αυτός που πίεσε το εργατικό κίνημα προς καινοτόμες κατευθύνσεις, πιστεύοντας ότι οι υψηλότεροι μισθοί και οι λιγότερες ώρες εργασίας ήταν καλύτερες για την οικονομία στο σύνολο της, όχι μόνο για τους εργάτες. Οι υψηλοί μισθοί θα αύξαναν τη ζήτηση για αγαθά, που θα αύξαναν ακόμα περισσότερο την παραγωγή. Οι λιγότερες ώρες θα διασκόρπιζαν τη δουλειά σε όλο και περισσότερους ανθρώπους, βοηθώντας στον κατευνασμό της ανεργίας που προκαλεί η μεταβαλλόμενη οικονομία. Οι λιγότερες ώρες  θα σήμαιναν επίσης την αύξηση της παραγωγικότητας, μιας και οι εργοδότες θα έψαχναν πλέον για τρόπους να επενδύσουν στο πως θα κάνουν τους εργαζόμενους να παράγουν ακόμα καλύτερα, και αυτό με τη σειρά του θα ξανά αύξανε τα ημερομίσθια. Συνολικά, η μείωση του ωραρίου θα οδηγούσε σε έναν ενάρετο κύκλο που θα ευνοούσε όλους και θα προστάτευε την οικονομία στις περιόδους μιας μεγάλης ύφεσης. Η άποψη του έβαζε τους εργαζόμενους και τους καταναλωτές, αντί για τα αφεντικά και τους ιδιοκτήτες, στο επίκεντρο της διαδικασίας παραγωγής αξίας της οικονομίας.

Για αυτό και ο Steward είδε τον καταναλωτισμό ως ένα τρόπο για να πετύχει κανείς μία βιομηχανοποιημένη δημοκρατία. Η μαζική απόλαυση του πλούτο που παράγεται από μία εκβιομηχανισμένη οικονομία ήταν απαραίτητη προϋπόθεση για να συνεχίσει τη λειτουργία της η μηχανή του συστήματος. Για τον Steward, ο «καταναλωτισμός» ήταν η ικανότητα των εργατών να αγοράζουν πράγματα που είχαν ανάγκη οι εργάτες μέσω του δικού τους δίκαιου μεριδίου για αυτό που δημιουργούσαν. Τον είδε ως μία μέθοδο ανταμοιβής και κινητοποίησης της εργατικής δύναμης, και ως έναν τρόπο σταθεροποίησης της οικονομίας. Έκανε δριμεία επίθεση σε εκείνους που χρησιμοποιούσαν τις ιδέες της αυτοσυγκράτησης και της τεμπελιάς για να πειθαρχήσουν την εργατική τάξη. «Η κατηγορία ότι οι άνθρωποι της εργασίας προτιμούν την υπερβολή γίνεται με το σκεπτικό ότι οι μισθοί δεν πρέπει να είναι πιο υψηλοί». Ο «καταναλωτισμός» του δεν ήταν για τα άτομα που επιθυμούν να ικανοποιήσουν τους προσωπικούς τους πόθους και τις ναρκισσιστικές τους προτιμήσεις, άλλα ένας τρόπος μέσω του οποίου οι εργαζόμενοι θα ανακτήσουν την αξιοπρέπεια τους μέσα από τα προϊόντα που οι ίδιοι παρήγαγαν άλλωστε για τους εαυτούς τους. Αυτός ο τύπος καταναλωτισμού θα τους επέτρεπε να χτίσουν έναν πολιτισμό έχοντας τον έλεγχο του χρόνου τους και των γειτονιών τους, να διασφαλίσουν τις παραδόσεις τους και τη ζωή τους στις κοινότητες τους, και να εξευμενίσουν τις δυσκολίες της δουλειάς που πολλοί εξ αυτών βίωναν. Οι λιγότερες ώρες συνεισφέρουν στην ελευθερία, δημιουργώντας το χρόνο και το πολιτισμικό υπόβαθρο που είναι αναγκαία για μία ζωντανή κοινωνία πολιτών.

Τα αιτήματα για μια οικονομία που θα έδινε στους εργάτες περισσότερα, σε χρόνο για αυτούς, τις οικογένειες τους, τις κοινότητες τους, συνέχισαν. Το 1884 η Συνομοσπονδία των Οργανωμένων Σωματείων και Ενώσεων εξέδωσε ένα δικό της ψήφισμα ορίζοντας ότι «οι οχτώ ώρες θα συνιστούν το νόμιμο τρόπο της εργασίας από την 1η Μάη, 1886 και μετά». Το ψήφισμα ενέπνευσε τελικά έναν όλο και μεγαλύτερο αριθμό ανθρώπων από αυτόν που υπολόγισε αρχικά η Συνομοσπονδία. Ένα νέο κύμα εργατικής ενέργειας χτύπησε τους δρόμους. Οι εργάτες βάδισαν πλάι πλάι ξανά με το σύνθημα “8 ώρες για δουλειά, 8 ώρες για ξεκούραση, και 8 ώρες για ότι γουστάρουμε!” Οι απεργίες ξέσπασαν σε ολόκληρη τη χώρα. Οι εργάτες ήθελαν εκτός από καλύτερους μισθούς και λιγότερες ώρες, και ένα μεγαλύτερο μερίδιο συμμετοχής στις αποφάσεις που αφορούσαν στον εργασιακό χώρο. Πριν από το Μάη ήταν 250.000 εργάτες. Μετά τη δεύτερη βδομάδα του Μάη έφτασαν και τους 340.000, με περισσότερους από τους μισούς εκείνο τον καιρό σε απεργία. Περίπου 200.000 εργαζόμενοι κέρδισαν τις λιγότερες ώρες εργασίας εκείνες τις ημέρες.  

Αυτό πάντως, τη στιγμή που οι εκστρατείες των εργαζόμενων αντιμετώπιζαν όλων των ειδών την αντιπολίτευση. Πρόεδροι ήταν διατεθειμένοι να καλέσουν μέχρι και το στρατό για να διαλύσουν τις απεργίες εκ μέρους των ιδιοκτητών. Τα αφεντικά θα ανέπτυσσαν διμοιρίες για να σπάσουν τον αριθμό ή ακόμα και να πυροβολήσουν τους εργάτες. Αλλά ένα μπλοκ ήταν ικανό να κάνει πολλά περισσότερα από αυτό, τόσο για την εξουσία που είχε όσο και για την ικανότητα του να κινητοποιεί βία προκειμένου να υποστηρίξει αντιθετικές θεωρήσεις της ελευθερίας: τα δικαστήρια και οι δικαστές που κάθονταν στα έδρανα τους. Τα δικαστήρια κινητοποίησαν το μεγαλύτερο φορτίο ενέργειας κατά των εργατών και των νομοθετικών νικών τους. Είχαν μόλις διακόψει την προσπάθεια για ένα φόρο επί του εισοδήματος, αποδυνάμωσαν το νόμο κατά των μονοπωλίων, και δεν αναιρούσαν ρυθμίσεις για τα εργατικά ζητήματα που διευκόλυναν τη διαδικασία της παύσης των απεργιών. Και σε μία περιβόητη υπόθεση το 1905, καθαίρεσαν μία νομοθεσία στην πολιτεία της Νέας Υόρκης για το μέγιστο αριθμό ορών με ένα επιχείρημα που βασίζονταν σε μία αντιθετική θεωρία της ελευθερίας, αυτή της ελευθερίας να συνάπτεις συμβόλαιο.

Η ραγδαία αύξηση των πληθυσμών των πόλεων στα τέλη του 19ου αιώνα άσκησε σημαντική πίεση στην παραγωγή του ψωμιού και έκανε τους φούρνους επικίνδυνα και πολύ απαιτητικά μέρη για να εργαστεί κανείς, τις περισσότερες φορές τοποθετημένα στα υπόγεια των μεγάλων πολυκατοικιών. Στερούνταν το φως του ήλιου και τον αέρα, διαμορφώνοντας ένα κατάλληλο περιβάλλον για την εξάπλωση ασθενειών. Αλλά το μεγαλύτερο πρόβλημα που είχαν οι εργάτες ήταν οι ώρες. Μία εκτίμηση από το 1895 έκανε λόγο για 74 ώρες εργασία την εβδομάδα. Κάποια μέρη είχαν ακόμα μεγαλύτερες ώρες, με εκτιμήσεις να αναφέρουν 114ώρες την εβδομάδα. Όπως ανέφερε ένας εργάτης στη Νέα Υόρκη, «οι φούρνοι ληστεύονταν από το φως του ήλιου, από οτιδήποτε έκανε τη ζωή γλυκιά και επιθυμητή να τη ζήσεις, και αφήνονταν να δουλεύουν ακατάπαυστα, μέρα-νύχτα».

Το 1895 η Νέα Υόρκη πέρασε το Νόμο για τους Φούρνους, που αποσκοπούσε στη ρύθμιση του χρόνου εργασίας σε 10 την ημέρα ή 60 την εβδομάδα. Τα συμβόλαια εργασίας ορίζονταν μέχρι τότε από ένα σκληρό, σχεδόν φεουδαλικό, σετ κανόνων που ίσχυαν κατά περίπτωση, ανά συμβόλαιο, και όχι καθολικά. Οι εργαζόμενοι δεν μπορούσαν να πληρωθούν αν δεν εκτελούσαν το συμβόλαιο τους, αναλάμβαναν τα ρίσκα της εργασίας, ενώ μερικοί εργοδότες δεν μπορούσαν να απολύσουν εργαζόμενους που ήδη δούλευαν, και είχαν τον πλήρη έλεγχο των ζωών όσων εργάζονταν εκεί. Όμως ενώ οι προηγούμενες εργατικές νομοθεσίες ήταν υποχρεωτικές μόνο αν δεν είχε ακολουθήσει κάποιο άλλο είδος συμφωνίας, ο Νόμος για τους Φούρνους εισήγαγε ένα μηχανισμό επιβολής του νόμου, με ποινικές ευθύνες για όσους δεν συμμορφώνονταν σε αυτόν, και με μία ομάδα επιβλεπόντων από το κράτος για την τήρηση του.

Τον Απρίλιο του 2001 ένας Joseph Lochner, ιδιοκτήτης μικρού φούρνου στην Utica της Νέας Υόρκης, προσέλαβε τον Aman Schmitter με ένα πρόγραμμα των 60 ωρών την εβδομάδα. Μετά από κατηγορία για παράβαση του Νόμου για τους Φούρνους, καταδικάστηκε να πληρώσει 50 δολάρια ή να μείνει 5 μέρες στη φυλακή. Η υπόθεση έφτασε ως το Ανώτατο Δικαστήριο των ΗΠΑ. Πολλοί πίστευαν τότε ότι το δικαστήριο θα κρίνει θετικά το νόμο, μέσα στα πλαίσια της κυρίαρχης φιλοσοφίας της αστυνόμευσης για το ρόλο του κράτους, ή της ικανότητας των Πολιτειών να ρυθμίζουν την υγεία και ασφάλεια των πολιτών τους. Αλλά στο Lochner v. Νέα Υόρκη, το Δικαστήριο ανακάλεσε το νόμο στη βάση ότι οι άνθρωποι είναι ελεύθεροι να επιλέγουν μόνοι τους το συμβόλαιο τους. Ο Δικαστής Rufus Peckham, εκ μέρους της 5 προς 4 πλειοψηφίας, είπε ότι ο Νόμος για τους Φούρνους «αναγκαστικά παρεμβαίνει στο δικαίωμα του συμβολαίου ανάμεσα σε εργαζόμενους και εργοδότες, αναφορικά με τον αριθμό των ωρών που επιτρέπει στον εργάτη να εργάζεται». Ο Peckham συνέχιζε: «Δεν υπάρχει καμία ένδειξη ότι οι φουρνάρηδες σαν τάξη δεν είναι ίσοι σε ευφυία και στην ικανότητα τους με άλλους άντρες από άλλες χειρωνακτικές εργασίες, ή ότι δεν είναι για αυτό ικανοί να υποστηρίξουν το δικαίωμα τους και να νοιαστούν για τους εαυτούς τους οι ίδιοι χωρίς την προστασία του κράτους».

Είναι η πιο θλιβερή ειρωνεία ότι το Ανώτατο Δικαστήριο χρησιμοποίησε για την επίθεση του στην εργασία νομοθεσίες που προορίζονταν κανονικά για την προστασία των Μαύρων Σκλάβων του Νότου. Ο Peckham δικαιολόγησε την απόφαση του με την 14η Τροπολογία, που δεν είχε καμία σχέση με τα εργασιακά ζητήματα. Μετά τον Εμφύλιο, η Τροπολογία προορίζονταν για την εμπέδωση των ίσων δικαιωμάτων για τους νέους ελεύθερους ανθρώπους, προκειμένου να εμποδίσει τις μεμονωμένες πολιτείες από το να στερούν «σε οποιοδήποτε πρόσωπο, της ζωής, της ελευθερίας, ή της ιδιοκτησίας τους, χωρίς να εκκρεμεί διαδικασία του νόμου» (…) Στην αντίφαση αυτή προστέθηκαν και άλλες, αφού και δυο χρόνια πριν από τον Lochner, το Δικαστήριο αποφάσισε στο Giles v. Harris ότι οι νέοι περιορισμοί που σχεδιάστηκαν για να αποτρέψουν τους Μαύρους από το να ψηφίσουν δεν παραβίαζαν την 14η και 15η Τροπολογία. Οι επικλήσεις στις τροπολογίες κατά των εργατών που κατοχυρώθηκαν για τα δικαιώματα των Μαύρων χρησιμοποιούνται αδιάκριτα ενάντια και στους δυο ανάλογα με το συμφέρον του δικαστηρίου.

Η απόφαση Lochner ήταν τόσο πρόχειρα μελετημένη που αξίζει τον κόπο να αναλύσει κανείς τους πολλούς τρόπους με τους οποίους ήταν λάθος. Αρχικά ο Δικαστής John Marshall Harlan υπερασπίστηκε τη νομοθεσία με πρόσχημα τις αστυνομικές δυνατότητες, που επέτρεπαν στις πολιτείες να ρυθμίζουν τη δημόσια υγεία, ασφάλεια, και τάξη, ισχυριζόμενος ότι ο χρόνος εργασίας ταιριάζει καλά με αυτού του είδους τις ρυθμίσεις (…) O Harlan έγραψε «Αυτό πρέπει να είναι το κατάλληλο τέλος για αυτή τη δίκη» – οι υπερβολικές ώρες εργασίας άμεσα έβλαπταν την υγεία και ασφάλεια των εργατών. Επίσης παρατήρησε ότι η απόφαση της πλειοψηφίας θα είχε «συνέπειες πολύ έντονες και διεισδυτικές» αφού «θα υπονόμευέ τη δυνατότητα των Πολιτειών να φροντίζουν για τις ζωές, την υγεία, και την ευημερία των πολιτών τους».

Είχε δίκαιο. Ενώ το Δικαστήριο πίστευε ότι οι εργαζόμενοι στους φούρνους δεν δικαιούνταν προστασίας, παρόλα αυτά διατήρησε το δεκαήμερο εργασίας στους μύλους, τα εργοστάσια, και τις βιοτεχνίες το 1917, στο Bunting v. Oregon. Για πολλές δεκαετίες οι αποφάσεις του Α.Δ για το ποιες κατηγορίες εργαζομένων θα έπρεπε να εργάζονται λιγότερο ή περισσότερο ήταν ένα παιχνίδι τύχης που έπρεπε κανείς να μαντέψει. Υπήρχαν γιγαντιαίες αλλαγές στη συμπεριφορά της δικαιοσύνης, ανάλογα με την εποχή, με πιο επιθετικές κατά των εργατικών ρυθμίσεων αποφάσεις πριν το 1911 και μετά το 1921. Και ήταν ακριβώς αυτή η αμφίθυμη στάση που έδωσε σήμα στους εργοδότες για να ρίξουν τους νόμους που παρέμβαιναν στα εργασιακά αλλά και εκείνους που εγγυόνταν την εποπτεία των Πολιτειών σε ολόκληρη την οικονομία. (…) Αυτό μείωσε τα περιθώρια του εφικτού και του ανέφικτου για πολλά χρόνια μέχρι το New Deal. Ήταν ένα αδιέξοδο σε σχέση με την ικανότητα των αρχών να μπορούν να χτυπήσουν τα προβλήματα που δημιουργούσε η βιομηχανική κοινωνία.

Αλλά υπάρχει και μία ακόμα πιο βαθιά κριτική σε αυτά τα χρόνια, όπως δείχνει και ένας δεύτερος δικαστής της μειοψηφίας. Στη σύντομη επιχειρηματολογία του, ο Δικαστής Oliver Wendell Holmes Jr. έγραψε ότι το Σύνταγμα «δεν είναι για να εκφράζει μία συγκεκριμένη οικονομική θεωρία, είτε αυτή είναι ο κρατικός πατερναλισμός με την οργανική σχέση του πολίτη με το Κράτος είτε το ελεύθερο εμπόριο και η αγορά». Όπως περιβόητα ανέφερε, «η 14η Τροπολογία δεν θέτει σε λειτουργία τον κοινωνικό δαρβινισμό του κυρίου Herbert Spencer», του θεωρητικού που καθόρισε τις ιδέες για το ελεύθερο εμπόριο την εποχή εκείνη (σημ. κάνοντας λόγω για την επικράτηση των ισχυρότερων και πιο ικανών). 

Ο Holmes τόνιζε ότι η αγορά δεν είναι ποτέ ουδέτερη. Ανέφερε για το σκοπό αυτό περιορισμούς στο δικαίωμα της χρήσης, τις λοταρίες, την κερδοσκοπία στο χρηματιστήριο, την απαγόρευση κάποιων δραστηριοτήτων τις Κυριακές, καθώς επίσης και τους υποχρεωτικούς εμβολιαστικούς νόμους. Όλα αυτά έβαζαν κάποια όρια στην ικανότητα των ανθρώπων να έρχονται υποτίθεται ελεύθερα σε συμβόλαιο, και όλα είχαν συζητηθεί εκτενώς στα δημόσια φόρα της εποχής. Το κράτος είχε αναλάβει ήδη δράση προς όφελος των ιδιοκτητών κεφαλαίου. Είχε επιτρέψει τις συγχωνεύσεις, περιορίζοντας την ικανότητα λογοδοσίας των μετόχων, είχε δημιουργήσει επίσης νόμους για τη χρεωκοπία, και είχε επιβάλλει το ίδιο συμβόλαια σε ιδιώτες. Τα δικαστήρια δεν είχαν κανένα πρόβλημα με αυτά, όπως δεν είχαν πρόβλημα με την άλλη παρέμβαση του κράτους, την τακτική να χρησιμοποιούνται νόμοι κατά των ενώσεων ή κατά του δικαιώματος τους για απεργία. Η μόνη φορά που τα δικαστήρια έβρισκαν πρόβλημα ήταν όταν αυτό αφορούσε στην προστασία των εργαζομένων. Η προθυμία τους να χρησιμοποιούν έναν πολύ συγκεκριμένο τύπο κατανόησης της οικονομίας για να ακυρώσουν το νόμο όχι μόνο υπερβαίνει αυτό για το οποίο έχουν κληθεί να κάνουν, αλλά παρουσίαζε μία πολύ συγκεκριμένη προτίμηση για την οικονομία – και την Ελευθερία – που πλέον εγγράφεται στο ίδιο το Σύνταγμα.

Η διαφωνία του Holmes, που ήταν κατά τα άλλα συντηρητικός στις πεποιθήσεις, κατέληγε σε μία άποψη για την ανάγκη δημοκρατικής διαδικασίας θέσπισης ενός τέτοιου συστήματος. Ο Holmes ήξερε ότι οι προσπάθειες των εργαζόμενων να βελτιώσουν τη ζωή τους μέσα από το νόμο ήταν περιορισμένες, αλλά καταλάβαινε καλά ότι ήταν ένα ανοιχτό ερώτημα. Και μισούσε τη βεβαιότητα με την οποία τελικά ο δικαστικός έλεγχος έτεινε προς μία μόνο οικονομική θεωρία. Το Σύνταγμα, έγραφε ο Holmes, «είναι φτιαγμένο για ανθρώπους που έχουν θεμελιακά αντίθετες απόψεις», προκειμένου να μπορούν να πειραματιστούν και να βρουν μόνοι τους τις απαντήσεις. Ο Holmes ήταν επηρεασμένος από ένα νέο σχολείο σκέψης που ονομάζονταν Πραγματισμός, και πίστευε ότι η αναζήτηση της αλήθειας πρέπει να βασίζεται στον πειραματισμό. Στην αμοιβαία κατανόηση που να βασίζεται στην ιστορική εξέλιξη της κοινωνίας. Το ίδιο έπρεπε να γίνεται όχι μόνο με το νόμο αλλά και με τους ορισμούς της ελευθερίας σε μία βιομηχανική κοινωνία.

Ο ελεύθερος χρόνος ήταν και παραμένει ένας μηχανισμός ελέγχου της αγοράς. Λιγότερες ώρες εργασίας σήμαιναν για τους εργάτες σταθερές δουλειές, ένα πολύ βασικό αίτημα τη στιγμή που οι υφέσεις και οι νέες τεχνολογίες κατέστρεφαν τις δουλειές τους. Θα ήταν επίσης και καλύτεροι μισθοί, που με τη σειρά τους θα αύξαναν την παραγωγικότητα, θα πολεμούσαν τις συνέπειες των κρίσεων και της τεχνολογικής αλλαγής και θα έδιναν στους εργάτες ένα μερίδιο στα εμπορεύματα που παρήγαγαν οι ίδιοι. Ήταν ένα αίτημα για περισσότερα και καλύτερα πράγματα στη ζωή. Οι εργάτες που έχτισαν κινήματα γύρω από αυτή την ιδέα θα έβρισκαν τελικά ένα σπίτι στο New Deal. Στη δική μας εποχή, που νιώθουμε ότι δεν έχουμε κανέναν έλεγχο πάνω στο χρόνο εργασίας μας, αυτό είναι μία αντίληψη της ελευθερίας που θα ήταν χρήσιμο να ξανά οικειοποιηθούμε.

#TAGS
Σχετικά Αρθρα
Σχετικά Αρθρα