Η ελαστικοποίηση του 8ώρου και το σχολείο που πάνε οι ελίτ

Δεν υπάρχει τίποτα καινούργιο στη νομοθετική πρωτοβουλία της κυβέρνησης για τα εργασιακά. Τίποτα που να μη ξεκίνησε αλλού...

Θάνος Στρατάκης
η-ελαστικοποίηση-του-8ώρου-και-το-σχολε-756201
Θάνος Στρατάκης

Δεν υπάρχει τίποτα καινούργιο στη νομοθετική πρωτοβουλία της κυβέρνησης για τα εργασιακά. Τίποτα που να μη ξεκίνησε αλλού, ήδη από το 1990, και να μην επισημοποιεί την αλλαγή πλεύσης των κυβερνήσεων όπως ξεκίνησε ήδη από το 2011.

Στα 1997, η Arlie R. Hochschild, επίτιμη καθηγήτρια της κοινωνιολογίας στο πανεπιστήμιο του Berkeley, κάνει την εξής παρατήρηση. Είναι προϊόν μίας δουλειάς δεκαετίας (η μελέτη της εδώ) με επιτόπια έρευνα και συνεντεύξεις με εργαζόμενες/ους στις μεγάλες επιχειρήσεις των ΗΠΑ:

«Οι οικογένειες και οι τοπικές κοινότητες πρέπει καθημερινά να αντιμετωπίσουν ένα σύστημα επείγουσας ανάγκης που θεμελιώνεται σε αντιφατικές θεωρήσεις του χρόνου. Οι προθεσμίες (deadlines) που βάζουν οι εταιρείες που εργάζονται οι γονείς ανταγωνίζονται τις θεατρικές παραστάσεις των παιδιών τους στα σχολεία. Οι εκπτωτικές ημέρες στα εμπορικά κέντρα κατά τη διάρκεια των διακοπών συγκρούονται με την αξιοποίηση του ελεύθερου χρόνου για ποιοτικές οικογενειακές σχέσεις στο σπίτι. Τα ωράρια και οι κανόνες των επιχειρήσεων ήρθαν να καθορίσουν αυτά της οικογενειακής ζωής. Ο χρόνος για την παραγωγή του προϊόντος ήρθε για να προσδιορίσει τελικά το χρόνο των επετείων και τις σχολικές γιορτές»

Στο έργο της η Ηοchschild κάνει ακριβώς αυτό που δεν κάνουν οι “επιστήμονες” των οικονομικών σήμερα. Προσπαθεί να εντοπίσει την επίδραση που έχει η οργάνωση των εργασιακών χώρων και των δημόσιων πολιτικών όχι στις στατιστικές των μεγάλων διεθνών οργανισμών ή των στατιστικών υπηρεσιών του Κράτους, αλλά στον αμεσότερο κόσμο ζωής που έχουμε οι άνθρωποι, τον κόσμο των συναισθημάτων. Κάτι που το παίρνουμε ελαφριά μέσα στη ρουτίνα μας, από την ώρα που περιμένουμε στο μποτιλιάρισμα, μέχρι τις γεμάτες άγχος αυπνίες και τα μεσονύχτια e-mail. Νομίζοντας ότι πάντα έτσι ήταν, ή ότι δεν μπορεί τίποτα να αλλάξει.

Τα πράγματα πάντως αλλάζουν με μία απόφαση. Σε μία νύχτα, μία αλλαγή για το νόμιμο τρόπο εργασίας αλλάζει ριζικά τη ρουτίνα 2εκ. ανθρώπων. Αλλά προς ποια κατεύθυνση;

Οι πολιτικές αποφάσεις προκύπτουν συνήθως από μία πίστη για τα πράγματα. Για την κυρίαρχη σκέψη που παράγει την επίσημη γνώση στο σχολείο σήμερα, ο κόσμος της εργασίας είναι ένας κόσμος όπου ελεύθερα υπογράφονται συμβόλαια μεταξύ ισότιμων πολιτών και ελεύθερα αθετούνται. Για αυτό και ο αρμόδιος υπουργός που εισηγείται το νομοσχέδιο που ελαστικοποιεί το ωράριο πιστεύει πραγματικά, δεν κοροϊδεύει, ότι τον τελευταίο λόγο στις νέου τύπου ατομικές συμβάσεις θα τον έχει ο εργαζόμενος. Με αυτό το σκεπτικό και ο γνωστός τηλεαστέρας δήλωνε ότι ο κόσμος δεν θέλει να δουλέψει γιατί δεν θέλει να προσπαθήσει.

Ο υπουργός πάντως είναι περισσότερο επικίνδυνος από έναν κοινότοπο εμφανίσιμο τηλεαστέρα. Πολλές από τις «καινοτομίες» που εισηγείται τις προτείνουν οι άνθρωποι που συμβουλεύτηκε τελικά – οι μεγάλοι «στρατηγικοί» επενδυτές, τα μέλη του ΣΕΒ, και οι «επιστημονικοί» τους σύμβουλοι που συχνάζουν στα ωραία συνέδρια με ανάλογα θέματα. Δηλαδή είναι ένα μίγμα ιδεολογικής αφέλειας, και πολύ συγκεκριμένων και ερμηνεύσιμων σχέσεων εξουσίας που υπαγορεύει την απόφαση. Όμως, εκτός από το να μιμείται τις τεχνολογικά εξειδικευμένες οικονομίες χωρίς να διοικεί σε μια, και να ελπίζει ότι θα συγκρατήσει την απασχόληση την επομένη της απελευθέρωσης των απολύσεων (οι δύο θύελλες που νομίζω ότι κυνηγάει), ο υπουργός αγνοεί πλήρως μια, νομίζω, πολύ συγκεκριμένη αλήθεια.

Το βασικό έλλειμμα στη συμπεριφορά του υπουργού είναι τελικά το ιδεολογικό αφού οι ισορροπίες της εξουσίας μεταβάλλονται γρηγορότερα. Στη συντριπτική τους πλειοψηφία οι επιλογές για εργασία δεν γίνονται τόσο ελεύθερα, όπως τόσο ελεύθερα δεν είναι τα πράγματα μέσα στον εργασιακό χώρο. Τουλάχιστον για τους περισσότερους από εμάς. Αυτό που δεν σκέφτηκε είναι ότι πριν ακόμα φτάσουμε στις υπογραφές (αν υποθέσουμε ότι μιλάμε για νόμιμη εργασιακή σχέση) ο υποψήφιος εργαζόμενος, αλλά και αυτός που εργάζεται τελικά, έχει αισθανθεί ένα πλήθος πραγμάτων που είμαι βέβαιος ότι δεν μπήκε στον κόπο ποτέ να αναλύσει.

Ο εργαζόμενος υπολογίζει αρχικά αν αρκεί ο μισθός για το εξευτελιστικά υψηλό σήμερα νοίκι ή για την όλο και πιο ακριβή, αν και τύποις δημόσια, (παρά)παιδεία. Παράλληλα όμως, κάνει και ένα πλήθος κοινωνικών παρατηρήσεων. Στον πυρήνα της σχέσης των ανθρώπων της εργασίας με τον κόσμο είναι επίσης και η αντίληψη τους για τη μη-εργασία, αλλά και αυτή για τις ανισότητες.

Ο «ελεύθερος» εργαζόμενος του Υπουργού επηρεάζεται δηλαδή συναισθηματικά από το φόβο της ανεργίας και την έλλειψη κοινωνικής δικαιοσύνης. Για αυτό κάνει μία σειρά κοινωνικών παρατηρήσεων και είναι έτοιμος να ενδώσει στην κάθε επιθυμία της εργοδοσίας.

Βλέπει τους άνεργους που περιμένουν να τον αντικαταστήσουν, την αυτοματοποίηση της δουλειάς του, τον τρόπο που στιγματίζεται η ανεργία ως κοινωνικό στερεότυπο (δεν είσαι «άριστος»). Για τις ανισότητες, βλέπει το γεγονός ότι μερικοί εργάζονται σκληρότερα και βγάζουν λιγότερα από τους κληρονόμους περιουσίας. Οι εργαζόμενες έχουν επίγνωση ότι 2775 άνθρωποι κατέχουν 17.1 τρις, 30+ από το χρέος μίας χώρας όπως η Ελλάδα, και ότι οι πλούσιοι συνεχίζουν να φοροδιαφεύγουν κατά 427 δις κάθε χρόνο. Και ότι τελικά τα όνειρα της και οι προσδοκίες της να γίνει αυτό που θέλει να είναι μέσα από μία δουλειά που αγαπάει και θα της προσφέρει μελλοντική προοπτική εξανεμίζονται. Ότι ο χρόνος περνάει αλλά η ζωή είναι μία.

Αυτές οι παρατηρήσεις που κάνει ο εργαζόμενος επειδή είναι εργαζόμενος και ζει αναγκαστικά σε μία κοινωνία μαζί με άλλους δεν σχετίζονται με αυτό που περιοριστικά αντιλαμβάνεται το σχολικό εγχειρίδιο ως την απόφαση για εργασία. Για αυτούς, στην πραγματικότητα, ο άνθρωπος ψάχνει δουλειά μόνο όταν οι μισθοί τον ικανοποιούν ή όταν βρεθεί σε μεγάλη ανάγκη. Για αυτό είναι σημαντικό για πολλούς που αντλούν τη γνώση τους για την κοινωνία από αυτά, τα επιδόματα να είναι μικρά ώστε στο τέλος της ημέρας να μη δημιουργούν «αντικίνητρα» για εργασία, και τα συνδικάτα αδύναμα ώστε οι πάντα «παράλογες» απαιτήσεις τους να μην εμποδίζουν την εισροή και εκροή «συντελεστών παραγωγής».

Αυτή είναι η εικόνα που έχει σχηματίσει ο υπουργός για τον εργαζόμενο –

Ο άνθρωπος από ένα πολυδιάστατο και σύνθετο πλάσμα μετατρέπεται στο υποκείμενο των οικονομολόγων. Ορίζεται σαν ένα πράγμα από την ανάγκη, ορθολογικό, χωρίς ιστορία, ικανό μόνο για υπολογισμούς, που κατευθύνεται στην κοινωνική ζωή μόνο για να ανταλλάξει ελεύθερα την εργασία του για το μισθό του ώστε να επιβιώσει.

Ακριβώς το αντίθετο από αυτό που αποτυπώνεται στο ψυχισμό ενός σύγχρονου εργαζομένου με όλο το στρες και τις ψυχικές αντιφάσεις στις αναλύσεις των κοινωνιολόγων και τις έρευνες των ανθρωπολόγων, όπως της Ηοchschild. Μίλια μακριά από την εργασιακή ρουτίνα ανθρώπων που εργάζονται πχ. στην εστίαση και τη διανομή, και από όσα καταγγέλλουν καθημερινά τα συνδικάτα τους ότι συμβαίνουν.

Υπάρχει και κάτι ακόμα στη σύγχρονη νεοφιλελεύθερης κοπής όλο και πιο εντατική οικονομία των πολλών τύπων εργασιακών συμβάσεων και των απορυθμισμένων οραρίων. Ο Richard Sennett, καθηγητής οικονομίας στο London School of Economics, είχε γράψει τα εξής στο μακρινό 2001. Ήταν σε ένα αφιέρωμα της Le Monde diplomatique για τη μοναξιά και την κοινωνική αλληλεγγύη στην εποχή μας:

“Ο νέος αυτός «ελαστικός» καπιταλισμός παράγει σε επίπεδο πόλεων ότι ακριβώς παράγει στο χώρο της δουλειάς. Με τον ίδιο τρόπο που το σύστημα της οργάνωσης της παραγωγής γίνεται όλο και πιο ευέλικτο, ωθώντας τους εργαζόμενους σε μία επιφανειακού περιεχομένου εργασία, έτσι και ο σύγχρονος κάτοικος της πόλης γίνεται όλο και πιο απόμακρος από το διπλανό του πχ. στο πάρκο, ή στα μέσα μαζικής μεταφοράς”

Ο Sennett αναλύει τρεις μεγάλες τάσεις που είναι χρήσιμες για να καταλάβουμε τη μορφή εργασίας που κυριαρχεί ως πρότυπο για την εποχή μας. Η πρώτη σχετίζεται με τη δομή του εργασιακού χώρου. Όπως ο εργαζόμενος της δεκαετίας του 70’ ήταν ριζωμένος στο χώρο εργασίας του με ένα πόστο στο οποίο εξειδικεύονταν και με σταθερούς συναδελφικούς δεσμούς, τρώγοντας στο εργοστάσιο και ζώντας σε μία κοντινή απόσταση από αυτό, σε συνοικίες που χαρακτηρίζονταν ως πχ. «λαϊκές», ο σημερινός επιλέγει «ελεύθερα» από ένα πλήθος «σύγχρονων» μορφών εργασιακής σχέσης και κινείται διαρκώς στο χώρο της πόλης ανάλογα με το που θα βρει δουλειά ή καλύτερο νοίκι. Δεν είναι οργανικά συνδεδεμένος με τη γειτονιά που αποτυπώνει τη ζωή του και την εργασιακή εμπειρία του. Είναι αποκομμένος και αδιάφορος από το προϊόν που θα παράγει, και από τους ανθρώπους που έχει γύρω του.

Αυτό, δεύτερον, ισχύει και για τα στελέχη των «νέων εταιριών» που αντικαθιστούν τα βιομηχανικά εργοστάσια στη Δύση. Τα στελέχη δεν είναι οι ιδιοκτήτες των μέσων της παραγωγής. Έχουν μία υπεργεωγραφική συνείδηση λόγω των συχνών ταξιδιών και είναι σε αναστάτωση επειδή αναζητούν συνεχώς «επενδυτικές ευκαιρίες». Αγνοούν πλήρως την καθημερινότητα των διοικουμένων στην εταιρία με τους οποίους σπάνια έρχονται σε επαφή και αμείβονται 320 φορές περισσότερο. Λογοδοτούν μόνο στην επιθυμία των μετόχων για κέρδη, που υπολογίζονται ως περισσότερα. Βασικά όλοι στον εργασιακό χώρο γίνονται μεταξύ τους άγνωστοι αφού τη στιγμή που θα μπει κάποιος στην επιχείρηση για ένα «project», με σύμβαση ορισμένου χρόνου, ή με ένα voucher, ή θα γίνει μέτοχος και CEO, την αμέσως επόμενη θα φύγει. Σε αυτή τη συνθήκη, η μόνη αξία που οργανώνει τα πράγματα είναι το ατομικό και εφήμερο κέρδος. Και δεν είναι καθόλου τυχαίο ότι το 25% της παγκόσμιας συναλλαγής αφορά πλέον τίτλους και ομολογίες, δηλαδή όχι πράγματα που να σχετίζονται άμεσα από την παραγωγή.

Αυτό τελικά, τρίτον, αποτυπώνεται και στις αρχιτεκτονικές επιλογές. Οι «σπεσιαλίστες της οικιστικής πολιτικής», λέει ο Sennet, ισχυρίζονται ότι δομούν με τέτοιο τρόπο το «επιχειρηματικό» τετράγωνο ώστε να θυμίζει συνεχώς το πλήθος των επιλογών σε προϊόντα και υπηρεσίες που περιμένουν τον εργαζόμενο-καταναλωτή εκεί έξω. Γυάλινα κτήρια με μονότονα χρώματα συνυπάρχουν με τα «σικ ασιάτικα εστιατόρια» στο ισόγειο.

Πολλές φορές βρίσκεται πίσω από τις φαντασμαγορικές βιτρίνες όμως ένα κενό.

Αυτό που δεν θίγεται, λέει τελικά ο Sennet, είναι ότι οι άνθρωποι που έρχονται και φεύγουν ενώ νομίζουν ότι ζουν παντού δεν ζουν και πουθενά. Ενώ μπορούν να επιλέξουν από ένα πλήθος «αγαθών», υπάρχει μονίμως μία έντονη ματαίωση που δημιουργείται στη ψυχή για μία πιο σταθερή ζωή. Μεταξύ τους, είναι άγνωστοι ή «γνωστοί» από τη δουλειά. Το γυαλί κάνει τα πράγματα πιο διάφανα, αλλά είναι και ένας μηχανισμός ελέγχου. Στην εργασία τους, δεν έχουν κανένα λόγο στις αποφάσεις ως μοναχικά άτομα και δεν επενδύουν την ενέργεια τους στη συλλογική βελτίωση της παραγωγικότητας. Στη γειτονιά τους, καμία όρεξη να συζητήσουν και να συμμετέχουν στον οικιστικό ή κοινωνικό σχεδιασμό, στα κοινά. Ο ρυθμός του σύγχρονου κόσμου είναι φρενήρης, οι δυνάμεις που τον ορίζουν απόμακρες, η αλληλεγγύη και η ισότητα, το αίσθημα ότι ανήκουμε κάπου μαζί, ελαττώνονται.

Δεν θέλω να σας πάω πιο μακριά. Άλλωστε, κάποιος μπορεί να ισχυριστεί, όλα αυτά είναι τραβηγμένα για την Ελλάδα μας, αφορούν μία μόνο ειδική κατηγορία εργαζομένων (πχ. σε μία πολυεθνική), ή και είναι γενικότερα υπερβολικά αφού πολλοί αγαπούν τις δουλείες τους. Ότι ήταν άλλο το αρχικό πνεύμα του νομοσχεδίου που ήταν η αφορμή μας για το σχολιασμό. Ότι αυτό επιχειρεί «μόνο» να ρυθμίσει τη μαύρη εργασία, να δώσει κίνητρα για προσλήψεις και να δημιουργήσει νέα πεδία συνεννόησης στη σχέση εργαζόμενου/εργοδοσίας.

Πιστεύω πως ανεξάρτητα από όλα αυτά, τα πεδία συνεννόησης στην εργασία μεταξύ εργοδοτών και εργασίας δημιουργούνται όπως δημιουργούνται σε άλλα σημεία της κοινωνικής επαφής. Υπάρχουν εκεί που οι άνθρωποι μπορούν ελεύθερα, αλλά πραγματικά ελεύθερα, να κάνουν τις επιλογές τους πατώντας σε σταθερούς κόσμους. Όταν αναπτύσσουν πυκνές σχέσεις, διαπροσωπικές (αγάπη, φιλία), κοινωνικές (συναδελφικότητα, αλληλεγγύη), μεταξύ των άλλων, και οικιστικά αποτυπωμένες (δημόσια πάρκα, χώροι πολιτισμοί, αυτοδιοικούμενα εγχειρήματα), χωρίς να τους καταδυναστεύει το οράριο και η ιεραρχία ενός κουτοπόνηρου αφεντικού που αποφασίζει και διατάζει σε όλα και στο παίζει φίλος όταν υπογράφεται η ατομική σύμβαση. Συμβαίνουν εκεί που ο χρόνος εργασίας είναι ποιοτικός και σταθερός.

Και ότι για αυτό, το κρίσιμο στην εποχή μας είναι να ισχυροποιηθούν τα συλλογικά όργανα εκπροσώπησης των εργαζομένων που ο νόμος απονεκρώνει τελείως και στα οποία πρέπει να λογοδοτούν οι διοικήσεις. Να ενισχυθεί η νομοθεσία και η χρηματοδότηση για τις συνεταιριστικές πρωτοβουλίες. Να ξανασκεφτούμε το οράριο προς τα κάτω εν όψει και της υποκατάστασης της ζώσας εργασίας από τον αυτοματισμό, κάτι που αποτυπώνεται στο προωθημένο στην Ευρώπη αίτημα για τετραήμερο εργασίας (με πληρωμένες υπερωρίες), και για ελάχιστο καθολικά εγγυημένο εισόδημα που θα είναι κάτι παραπάνω από τα 200ευρώ ψίχουλα. Να ξανά δούμε εκείνα τα σημεία που θωρακίζουν τη θέση εργασίας από τα σκοτωμένα έξοδα της απόλυσης, και να επενδύσουμε στην εταιρική ευθύνη, στις υποχρεώσεις των επιχειρήσεων προς το δημόσιο και το περιβάλλον.

Το κρίσιμο εδώ είναι να μπει ένα έδαφος σταθερότητας στο μεγαλύτερο τουλάχιστον μέρος της κοινωνίας στον απορυθμισμένο καπιταλισμό γιατί είναι ακριβώς η έλλειψη της σταθερότητας που δημιουργεί το σύγχρονο αδιέξοδο στην εργασία, την προσωπική ζωή, την πολιτική, και το περιβάλλον. Και νομίζω ότι το αδιέξοδο το αισθάνονται παραπάνω από μία κατηγορία εργαζομένων σήμερα. Και ότι για αυτό δεν είναι τραβηγμένα τα όσα γράφω, αν και χρειάζονται σίγουρα καλύτερα εξειδίκευση αν είναι να γίνουν ρεαλιστικές προτάσεις και νομοσχέδια.

Κλείνω συνοψίζοντας. Το νέο νομοσχέδιο μπορεί να έχει και ορισμένα θετικά στο επίπεδο της διοίκησης, όπως το σύστημα της ηλεκτρονικής κάρτας. Το μεγάλο έλλειμμα του όμως βρίσκεται στα ιδανικά του, και στο πως αυτά όχι μόνο δεν ανταποκρίνονται στην πραγματικότητα, αλλά εκκολάπτουν και έναν μίζερο κόσμο. Αγνοεί πλήρως τον κόσμο της εργασίας. Σε αυτόν, οι άνθρωποι αισθάνονται τις ανισότητες. Οι συνέπειες αυτού του νομοσχεδίου θα αξιολογηθούν με το πέρασμα του χρόνου, στα συναισθήματα, και όχι μόνο στα νούμερα. Εκτίμηση μου είναι ότι θα οδηγήσουν σε ακόμα μεγαλύτερη δυσαρέσκεια και οργή. Αυτή θα είναι τυφλή αν δεν εμπνέεται από ιδανικά και αν δεν πατάει σε σταθερούς κόσμους. Και τότε να μην πει κανείς ότι δεν έφταιγε ή ότι δεν ξέρει, κατηγορώντας τους «αδαείς» πολίτες που αγνοούν την τέχνη της διοίκησης όταν εξεγείρονται. Δεν έψαξε. Ιδεοληπτούσε. Αγνοούσε τη θεμελιακή αλήθεια ότι περισσότερο και από αυτά που φαίνονται, οι άνθρωποι εξεγείρονται όταν αισθάνονται ότι έχουν αδικηθεί. Για αυτά που θα έπρεπε κανονικά να έχουν αλλά τα απολαμβάνουν μόνο οι λίγοι – εργασιακή ασφάλεια, αξιοπρέπεια, έναν πυκνό κόσμο ζωής με τους γύρω τους.

Σχετικά Αρθρα
Σχετικά Αρθρα