Εμείς οι άθεοι
Ο Χάρης Χεϊζάνογλου για την «αθεϊκή ηθική» και την άρνηση μιας πίστης σε ένα Θεό που γράφτηκε στη γλώσσα του
Λέξεις: Χάρης Χεϊζάνογλου
Ο Θεός, για μένα, είναι ένα πολιτισμικό γεγονός. Όχι ένα πρόσωπο, ούτε ένα υπερβατικό είναι, αλλά μια νοηματική πυκνότητα που συγκροτεί κοινότητες, γλώσσες και χρονικότητες. Δεν πιστεύω στον Θεό — τουλάχιστον όχι με τον τρόπο που πιστεύουν όσοι ελπίζουν. Πιστεύω ότι η ανάγκη για Θεό είναι πραγματική, αλλά ο ίδιος ο Θεός, όπως μας δίνεται, είναι κατασκευασμένος πάνω στην επιθυμία να ξεπεραστεί αυτό που δεν ξεπερνιέται: ο θάνατος.
Η ορθοδοξία του άθεου δεν είναι θεσμική, ούτε εθιμική. Είναι εγγραφή. Είναι το ίχνος της Θεολογίας πάνω στον λόγο, είναι η σύνταξη των Ευαγγελίων που επιβιώνει μέσα στη δομή της φράσης, ακόμα και χωρίς το περιεχόμενό τους. Δεν είμαι «άθεος που απλώς δεν πιστεύει», είμαι Έλληνας που δεν πιστεύει σε έναν θεό που γράφτηκε στη γλώσσα του. Και αυτό αλλάζει τα πάντα. Δεν με χωρίζει από τη θρησκεία η απόσταση της άγνοιας, αλλά η εγγύτητα της κατανόησης.
Γιατί όταν λες «Ἐν ἀρχῇ ἦν ὁ Λόγος», δεν αρθρώνεις απλώς θεολογία· εισάγεις μια οντολογία του νοήματος. Η αρχή είναι χρόνος, αλλά είναι και εξουσία. Ο Λόγος είναι λόγος, αλλά είναι και αιτία. Και στο μεταξύ αυτών των εννοιών — στη διασταύρωση εξουσίας και νοήματος — γεννιέται αυτό που καλούμε πίστη: μια προσπάθεια να υπάρξει τάξη σε έναν κόσμο που δεν την εγγυάται.
Η άρνηση της πίστης, από την άλλη, δεν είναι ελαφριά χειρονομία. Είναι μια μορφή μεταφυσικής ακρίβειας. Να ζεις χωρίς υπόσχεση. Χωρίς να δανείζεσαι από το επέκεινα για να αντέξεις το παρόν. Να βλέπεις τον θάνατο όχι ως μετάβαση αλλά ως πέρας. Και να οικοδομείς μια ηθική όχι για να ανταμειφθείς, αλλά επειδή ο άλλος, όπως κι εσύ, θα πεθάνει.
Εδώ ακριβώς θεμελιώνεται για μένα μια άθεη ηθική: όχι στην αμοιβαιότητα, ούτε στην αλτρουιστική αυτοθυσία, αλλά στη συνείδηση της κοινής θνητότητας. Αν η ζωή είναι το μόνο δεδομένο αγαθό —αν δεν υπάρχει τίποτα μετά— τότε η διαφύλαξή της δεν είναι εντολή αλλά λογική. Αν δεν υπάρχει Ανάσταση, τότε η Σταύρωση δεν είναι μέσο σωτηρίας, αλλά σχήμα υπαρξιακής αλήθειας.
Κι ίσως τότε η μόνη μορφή πίστης που μου απομένει είναι αυτή: ότι μπορούμε να φτιάξουμε έναν κόσμο όπου δεν χρειάζεται να πιστεύεις για να είσαι καλός. Όπου το ηθικό θεμέλιο δεν είναι ο Παράδεισος, αλλά η απουσία του. Όπου ο άνθρωπος δεν κάνει το καλό για να σωθεί, αλλά γιατί δεν υπάρχει σωτηρία — και ακριβώς γι’ αυτό η καλοσύνη του έχει αξία.
Δεν ζητώ από κανέναν να ζήσει χωρίς παρηγοριά. Αλλά αν κάποιος αντέξει να το κάνει, αν κάποιος μπορέσει να σταθεί απέναντι στο τίποτα χωρίς να το κρύψει πίσω από εικόνες και υποσχέσεις, τότε ίσως δεν απέχει τόσο πολύ από τον σταυρωμένο Θεό που εγκαταλείφθηκε απ’ όλους, ακόμα και απ’ τον Πατέρα Του.
Γιατί το “Θεέ μου, Θεέ μου, ἱνατί με ἐγκατέλειπες;” δεν είναι προσευχή· είναι η φράση ενός πραγματικού ανθρώπου που πέθανε ξέροντας ότι δεν υπάρχει τίποτα να έρθει μετά.
Και ίσως αυτό, για εμάς τους άθεους, να είναι αρκετό.
*Ο Χάρης Χεϊζάνογλου είναι αρχιτέκτονας