Ένας άστεγος, ίσως τον έλεγαν Φώτη

Το σκοτάδι ήρθε γρήγορα, οι φωνές ησύχασαν αργά. Κι ύστερα ήσυχα έγινε κι αυτός σκιά.

Parallaxi
ένας-άστεγος-ίσως-τον-έλεγαν-φώτη-942480
Parallaxi

Λέξεις: Αθανασία Θεοδωρίδου

«Θα κάτσω εδώ για λίγο», σκέφτηκε. «Ίσα να μου περάσει η ζάλη».

Το παγκάκι που κάθισε ήταν το μισό στη σκιά, το άλλο μισό το έκαιγε ο απογευματινός ήλιος. Τον ένιωθε, στο κεφάλι του που ήταν για ώρα εκτεθειμένο στο λιοπύρι. Στην ανάσα του που βάραινε από τον αέρα που φλέγονταν. Στην ισχνή του σάρκα που περιδιάβαινε μέρες τώρα στα γρασίδια της παραλίας, παλιάς και νέας. Από τη ΧΑΝΘ μέχρι το Μακεδονία Παλλάς.

Η αύρα του Θερμαϊκού έφερε μιαν υγρασία που έμοιαζε δροσιά. Πιο πολλή μπούκωνε το στέρνο παρά ξαλάφρωνε. «Θα σουρουπώσει», σκέφτηκε. «Θα έρθει ανάποδα ο αέρας, θα δροσίσει». Φάνηκαν κάποια παιδιά με ποδήλατα, «ναι», επιβεβαίωσε τον εαυτό του, «αφού ήρθαν τα παιδιά με τα ποδήλατα απόψε θα δροσίσει». Δίπλα του κάθισε μια παράξενη φιγούρα.

Σαν τον ίδιο. Μαλλιά ανάκατα, μήνες άπλυτα, ρούχα σε μια απόλυτη αρμονία άσχετων χρωμάτων, βλέμμα καθαρό. Του χαμογέλασε. «Είμαι η Φαίδρα», είπε, και του έτεινε μισό κουλούρι αντί για χειραψία. «Είμαι ο Φώτης», της είπε, και πήρε το μισό κουλούρι χωρίς ν’ αγγίξει το χέρι που πρόσφερε.

Χρόνια άστεγος ήξερε τους κανόνες συναναστροφής. Μασούλησε το ξερό κουλούρι αργά, σάλιο δεν του έμεινε να το μαλακώσει, ευτυχώς τα λιγοστά του δόντια μπορούσαν ακόμα να αλέθουν.

Ένιωσε το ταχίνι απ’ το σουσάμι να του γλυκαίνει κάθε ίνα, το ένιωσαν μέχρι και τα ξυπόλητα ακροδάχτυλα των ποδιών του. Αυτά με τα κακοφορμισμένα νύχια, μέχρι κι αυτά ένιωθαν τη γλύκα. Της χαμογέλασε. Τον κοίταξε κι έφυγε, ήσυχα όπως ήρθε. Αν δεν κράταγε το απομεινάρι απ’ το κουλούρι στο χέρι ακόμα θα ήταν σίγουρος πως την φαντάστηκε, ο Αυγουστιάτικος ήλιος φτιάχνει παράξενα παιχνίδια στο μυαλό, ειδικά όταν το στομάχι είναι άδειο.

«Αν ήμουν ο Ιππόλυτος θα σε ερωτευόμουν, δε θα σε απέρριπτα όπως αυτός. Κι έτσι θα γινόμασταν ίσως ζευγάρι, δυο εραστές ζώντες κι όχι δυο σκιές στον Άδη», είπε το ακέραιο μισό μυαλό του στο άλλο μισό, αυτό που χάθηκε στους λερούς δρόμους της πόλης. Κοίταξε έκπληκτος την τελευταία βούκα του, απόρησε με τη σκέψη του, απόρησε πως μπορούσε ακόμα να σκέφτεται. Έβαλε αργά στο στόμα την τελευταία μπουκιά, ήθελε να την ευχαριστηθεί όσο γινόταν παραπάνω.

«Αλλά είμαι απλά ένας Φώτης, χωρίς φως και χωρίς ένδοξη ιστορία πίσω από το απλό όνομα μου, ένας Φώτης που ζει χρόνια στο σκοτάδι», μονολόγησε σιγανά. «Μαμά, κοίτα, ένας άστεγος!» είπε το μικρό αγόρι με το κατακόκκινο ποδήλατο που πέρασε δίπλα του. Δεν πρόλαβε να πιάσει κουβέντα με το παράξενο ον που αναγνώρισε ως άστεγο ο μικρός ποδηλάτης.

Το χέρι της μητέρας του τον μάζεψε μαλώνοντάς τον, νουθετώντας τον να μην πλησιάζει αγνώστους και δει άστεγους. Το κόκκινο ποδήλατο διέγραψε ένα ωραιότατο ανάποδο τελικό σίγμα και απομακρύνθηκε. Το κουλούρι τελείωσε. Η γλύκα σώθηκε, η δίψα ήρθε πιο έντονη από πριν. Η δίψα για νερό, η δίψα για ζωή είχε χαθεί εδώ και χρόνια.

Ο ήλιος κόντευε να δύσει, οι σκιές άρχισαν να κονταίνουν, ο ίδιος άρχισε να «μαζεύει». Η παραλία άρχισε να γεμίζει ποδήλατα πολύχρωμα, έπρεπε να φύγει. Να κρυφτεί από τη δημόσια θέα, να μην προκαλεί. Μάζεψε το κουράγιο του, το μισό κουλούρι του έδωσε τη δύναμη να σηκωθεί. Χάθηκε στα γρασίδια, στα αθέατα, πίσω από το άγαλμα του Μεγαλέξανδρου. Αυτός που ήταν ένας απλός Φώτης.

Το σκοτάδι ήρθε γρήγορα, οι φωνές ησύχασαν αργά. Εκεί που έσβηνε ο ουρανός είδε τη Φαίδρα, χαμογελαστή στα πολύχρωμα κουρέλια της.

«Μην πεις τίποτα, μην πεις στο Θησέα τίποτα. Δεν θα σε προδώσω, μη με προδώσεις», είπε στην σκιά που ήρθε.

Κι ύστερα ήσυχα έγινε κι αυτός σκιά.

Σχετικά Αρθρα
Σχετικά Αρθρα