Ένας διαρκής εφιάλτης στους σχολικούς διαδρόμους
Μια μαρτυρία ενός παιδιού που εκφοβίστηκε.
του Κωστή Κοτσώνη Εικόνα: Χριστίνα Παρασκευοπούλου
Το τι σημαίνει bullying το βίωσα από παιδί αρκετά καλά, σε δόσεις σχετικά ελαφριές αλλά για μεγάλο χρονικό διάστημα της ζωής μου. Τώρα που το σκέφτομαι, ολόκληρη η παιδική μου ηλικία, από τα νηπιακά χρόνια μέχρι και τις αρχές του γυμνασίου, χαρακτηριζόταν σε αρκετό βαθμό από αυτό.
Βασικότερη γενεσιουργός αιτία ήταν τα παραπανίσια κιλά από κοινού με το ντροπαλό χαρακτήρα μου. Ω ναι, άνηκα στην κατηγορία του σπασικλοειδούς παχύδερμου που, αντί να κυνηγά ένα τόπι ή να παίζει σβούρες φωνάζοντας, διάβαζε κόμικς και βιβλία ή έφτιαχνε αμμοπολιτείες στο μικρό σκάμμα που βρισκόταν παρατημένο κοντά στο πίσω μέρος της αυλής.
Τα περισσότερα περιστατικά περιορίζονταν-ευτυχώς- σε λεκτικές μομφές και ειρωνεία.
Δευτέρα Δημοτικού και ακόμα θυμάμαι τη σκηνή. Επίσκεψη στο σπίτι ενός συμμαθητή. Ο συμμαθητής σηκώνει από το πάτωμα ένα πλαστικό βουβάλι της Playmobil και μου το δείχνει γελώντας. ‘’Αυτό είσαι ‘συ!’’ λέει.
Tρίτη Δημοτικού. Επιστροφή από σχολική εκδρομή. Βρισκόμαστε μέσα στο πούλμαν. Δεν θυμάμαι πώς, η κουβέντα έρχεται στα αγαπημένα μας φαγητά. Δεν μου επιτρέπεται να συμμετάσχω στη συζήτηση με τη δικαιολογία ότι: ‘’Εσύ, έτσι χοντρός που είσαι, δεν έχεις αγαπημένο φαγητό! Τα τρως όλα!’’
Τετάρτη Δημοτικού. Μία ολόκληρη τάξη με αποκαλεί για ένα μήνα κοροϊδευτικά με το όνομα μπέργκερ γνωστής εταιρείας ταχυφαγείων. Στο θεό σας και στο θεό τους! Μάλλον υπέθεσαν ότι εντρυφούσα συχνά στον πειρασμό του συγκεκριμένου εδέσματος, κάτι που, επί τη ευκαιρία, δεν ίσχυε. Αντίθετα, το σιχαινόμουν!
Έκτη Δημοτικού. Ήμουν υποχρεωμένος να δεχτώ το μαρτύριο του συνοικιακού παιδότοπου καθώς εκεί έκανε πάρτι ένας καλός φίλος και συμμαθητής. Φτάνω, χαιρετώ το φίλο και του δίνω το δώρο του. Όλα καλά ως εδώ. Έρχεται η ώρα του φαγητού. Οι υπεύθυνοι ακουμπούν μπροστά στον καθένα από ένα πιάτο γεμάτο λιχουδιές. Δεν πεινάω και αρνούμαι ευγενικά. ‘’Αφήστε το το παιδί! Μπορεί να κάνει δίαιτα!’’ ακούγεται από την άλλη άκρη του τραπεζιού και όλοι οι μικροί συνδαιτυμόνες ξεσπούν σε γέλια.
Πρώτη Γυμνασίου (έλεος! Δεν ωρίμασαν πλέον;!). Πρώτη μέρα στο σχολείο, γεμάτη αγωνία και προσδοκίες για το νέο περιβάλλον στο οποίο πρωτοεισερχόμουν. Και η πρώτη κουβέντα με την οποία με πρωτοϋποδέχθηκε το περιβάλλον αυτό ήταν: ‘’Κοτσώνηηηη! Πόσα κιλά σκοπεύεις να χάσεις φέτος;!’’ Η μοναδική φορά που θυμάμαι να άπλωσαν χέρι πάνω μου ήταν στο νηπιαγωγείο και, γαμώτο, περιστρεφόταν πάλι γύρω από το φαΐ! Ήταν τότε που με ανάγκασαν να φάω ένα σάντουιτς που δεν μου άρεσε κλείνοντάς μου τα μάτια και φέρνοντάς το μπροστά στα πρόσωπό μου.
Μετά από όλα αυτά, περιττό να πω ότι, πλην λίγων και εξαιρετικά πολύτιμων εξαιρέσεων, φίλους δεν είχα. Αντίθετα, η μοναξιά-στην καλύτερη- ήταν συχνή μου φιλενάδα και πολλάκις συντυχαίναμε μαζί στα διαλείμματα, τις παιδικές χαρές και το σπίτι. Δεν ήταν πολλοί εκείνοι που ήθελαν για φίλο τους το χοντροσπασικλάκι, που όποια ομάδα το είχε στο ποδόσφαιρο έτρωγε γκολ με το τσουβάλι!
Ενθυμούμενος τις σκηνές, δέκα-δεκαπέντε χρόνια μετά, χαμογελάω ή έστω αναστενάζω με συγκατάβαση. Αρκετά από τα παιδιά που μου έκαναν αυτά τα καψόνια με χαιρετούν σήμερα με χαρά και με συγχαίρονται για το πόσο άλλαξα και αδυνάτισα. Πραγματικά πιστεύω ότι δεν θυμούνται καν τις προσβολές που κάποτε είχαν εύκολες. Ίσως μερικά να ντρέπονταν κιόλας σήμερα αν τους θύμιζα όλα όσα είπαν.
Και όμως. Παρά τον πολύ ήπιο-σε σχέση με άλλα περιστατικά- χαρακτήρα του, ο εκφοβισμός που δέχτηκα από τους συμμαθητές μου ήταν αρκετός για να με καταστήσει ένα άτομο γεμάτο φοβίες, ανωριμότητα και προβλήματα προσαρμογής. Ήταν, μεταξύ άλλων, αυτό που με οδήγησε πριν από τρία χρόνια στο ιατρείο της ψυχολόγου όταν, στα δεκαεννιά μου πλέον, συνειδητοποίησα ότι μόνο μία ειδικός μπορούσε να με ελαφρύνει από όλα τα βαρίδια που η παιδική και εφηβική μου ηλικία είχε μαζέψει.
Δεν θέλω, λοιπόν, να φανταστώ τι ακριβώς έχει συμβεί στην ψυχή του αγνοούμενου από τις 6 Φεβρουαρίου Βαγγέλη Γιακουμάκη, του εικοσάχρονου σπουδαστή της Γαλακτοκομικής Σχολής Ιωαννίνων. Στην ψυχή ενός παιδιού που επανειλημμένα ξεφτιλίστηκε, απομονώθηκε και υπέστη ψυχρή βία, σωματική και λεκτική, από ένα μπουλούκι-ας μου επιτραπεί ο όρος- κρετίνων.
Η ελληνική κοινωνία είναι δυστυχώς βαθιά κοιμισμένη για ένα ζήτημα που της έχει χτυπήσει για τα καλά την πόρτα. Σύμφωνα με τα στοιχεία του Ερευνητικού Πανεπιστημιακού Ινστιτούτου Ψυχικής Υγιεινής (ΕΠΙΨΥ), το 8.5% των μαθητών αναφέρει ότι υφίσταται σχολικό εκφοβισμό δύο με τρεις φορές το μήνα ενώ ένα 15.8% των παιδιών ‘’ομολογεί’’ τη συμμετοχή του σε τέτοια φαινόμενα ως θύτης.
Και ποια η απάντηση σε αυτά τα ανησυχητικότατα νούμερα; Σιωπή. Απόλυτη σιωπή, όπως έγινε και στην περίπτωση του Βαγγέλη. Έπρεπε να φτάσουμε στο απροχώρητο για να παρθούν μέτρα. Κάνουμε σαν ο σχολικός εκφοβισμός να μην υπάρχει, σαν να αποτελεί μακρινό κακό άλλων κοινωνιών που εμάς δεν μας αγγίζει.
Κι όμως. Είναι δίπλα μας, μπροστά μας. Και πρέπει να τον ξεριζώσουμε όσο είναι καιρός. Για άτομα σαν τους δυνάστες του Βαγγέλη δεν χωρά άλλη λύση από την αποβολή και την καταδίκη τους από το νόμο.
Από ‘κει και πέρα, όμως, σε δύο πεδία θα παιχτούν μακροπρόθεσμα όλα: στο σχολείο και την οικογένεια. Ήδη υπάρχουν εκπαιδευτικοί που κάνουν ό,τι μπορούν αλλά αυτό δεν αρκεί. Πρέπει επιτέλους το κράτος να καταλάβει ότι, αν λεφτά δεν υπάρχουν για ψυχολογική στήριξη και πρόληψη στα σχολεία, πρέπει να βρεθούν. Είναι επιτακτική ανάγκη.
Η δε αγία, αθάνατη ελληνική οικογένεια, οφείλει να επανεξετάσει με τι αξίες και διαγωγή μεγαλώνει τα… βλαστάρια της. Γιατί τα ψευτοαντριλίκια, οι τζάμπα μαγκιές και τα ‘’γαμάω και δέρνω’’ με τα οποία αναθρέφονται εκατοντάδες παιδιά, ιδίως αγόρια και ιδίως στην επαρχία, δεν είναι και ό,τι καλύτερο!
Κυρίως, πάντως, πρέπει όλοι μας να κάνουμε ένα πράγμα: να μιλάμε. Να καταγγέλλουμε, να συζητάμε, να προτείνουμε. Το οφείλουμε σε παιδιά όπως ο Βαγγέλης, που ελπίζω να βρεθεί σώος και να καταφέρει κάποτε να ζήσει μια καλύτερη και ήρεμη ζωή μακριά από τον εφιάλτη. Το οφείλουμε πρωτίστως εμείς, τα απανταχού θύματα του bullying, στον εαυτό μας.