Parallax View

Ένας φωτεινός στρατηλάτης στο διηνεκές: Παύλος Παυλίδης «Αυτή είναι η γειτονιά μου, σκύλε»

Ο Παυλίδης σκαρώνει μια ποίηση σαν ελεύθερος αλλά ψιλιασμένος οδοιπόρος του σύμπαντος, με μπούσουλα τον δικό του αστρολάβο

Θωμάς Κοροβίνης
ένας-φωτεινός-στρατηλάτης-στο-διηνεκ-1357003
Θωμάς Κοροβίνης

Ο Παύλος Παυλίδης είναι μια σημαντική καλλιτεχνική μορφή του καιρού μας, μια ιδιαίτερη, δυναμική παρουσία με έργο ειδικού βάρους, έντονα προσωπικής πνοής, ρηξικέλευθο και επιδραστικό, έργο – τομή στην μουσική ιστορία του τόπου μας.

Η στιχουργική-ποιητική κατάθεση του δημιουργού σε όλο το μουσικό corpus της μέχρι τώρα πορείας του έχει θέσεις τις βάσεις και έχει σηματοδοτήσει πολλά σημεία αναφοράς της ιδεολογικής του θεώρησης για την ύπαρξη και την κοινωνία, μια κοσμοθεώρηση με δομή, οραματισμό και μια ουτοπική και παράλληλα παραμυθητική χροιά να διακρίνει την πρόσληψή της. Ο ποιητής, ο από μικρούλης πολυγυρισμένος, πολύπατρις συνταραγμένος, ανήσυχος, ξεσηκωμένος, με ακονισμένα αισθητήρια, φλογερή ιδιοσυγκρασία, ταμπεραμέντο εκρηκτικό, προικισμένος με παραγωγική διάνοια, μυαλό θηλυκό, και μια ψυχή πρώιμα ραγισμένη από την συνειδητοποίηση της κατάντιας ενός διαλυμένου, ποταπού κόσμου, ο οποίος, υποκείμενος στην πολύμορφη ποικιλία και την σωρεία των διαβαθμίσεων της καταστροφικής ισχύος ποικίλων εξουσιών, πουλάει την υποκριτική του «κανονικότητα» έχοντας υποθηκεύσει το μέλλον της ανθρωπότητας, γίνεται κήρυκας και εξάγγελος μιας ολικής ανατροπής αυτής της «κανονικότητας» με την ποιητική αποκάλυψη του μυστικού του κόσμου, φτιαγμένου από δικά του πρωτογενή υλικά.

«Αυτή είναι η γειτονιά μου, σκύλε»! Ποιός είναι αυτός που ακούγεται να μιλάει; Ανήκει εδώ ή εκεί; Σ’ αυτόν, τον απτό ή σ’ έναν άλλο, αόρατο κόσμο; Στο απολησμονημένο ή καταγεγραμμένο χτες, στο τρέχον και ακαταγράφητο σήμερα ή στο προβλέψιμο ζοφερό και ασέληνο εγγύς και απώτερο αύριο; Και ποιά είναι η γειτονιά του; Ο περίγυρος του σπιτιού, της δουλειάς και των οικείων του ή όλου του κόσμου οι γειτονιές κι οι μαχαλάδες των ουρανών και των υποχθονίων; Και ο σκύλος; Ποιός είναι ο σκύλος; Ο τετράποδος υπαρκτός ή επιθυμητός σύντροφος; Ο φίλος ή ο αλλότριος; Ο ένας ή οι πολλοί; Ο μικρόκοσμός του ή το σύμπαν; Μήπως είναι ο σκύλος στο ποίημα «Δίπλα σ’ έναν σκύλο που κουτσαίνει» ένα από τα τελευταία της συλλογής:

«Αισθάνθηκα πολύ τυχερός που στέκομαι Πολλαπλά νεκρός αρκετά Παρ’ όλα αυτά ζωντανός Εδώ σ’ αυτό το παγκάκι στην πλατεία Αριστοτέλους Δίπλα σ’ αυτόν τον σκύλο που κουτσαίνει».

Η μορφή του σκύλου, έτσι ή αλλιώς, με τη μια ή την άλλη μορφή επανέρχεται σε πολλά απ’ τα ποιήματα της συλλογής. Ο Παύλος Παυλίδης έρχεται να μας εκπλήξει με μια μαγευτική ποιητική έμπνευση, καταρρακτώδους ορμής, πυκνής φιλοσοφικής ενόρασης, σαν προφητική ενδοσκόπηση βαθιάς πνοής, με την αποκάλυψη της συμπύκνωσης ματαιωμένων πόθων, μαρτυρικών εμπειριών, πολλαπλών διαψεύσεων, αβάσταχτης βασάνου του θυμικού, εναλλαγής πτώσεων και αναστάσεων, με μια συλλογή ποιημάτων που μπορεί και να θεωρηθεί σαν ποίημα – ποταμός, χωρισμένο σε ενότητες και υποενότητες, με την διάκριση δηλαδή τιτλοφορημένων ποιημάτων που συναπαρτίζουν μια ποιητική συλλογή, ενώ παράλληλα με την μορφολογία αλλά και την μεγαλόπνοη και απαιτητικών λογοτεχνικών αξιώσεων σύλληψή του μπορεί να συνδέεται –τηρουμένων των αναλογιών- μ’ ένα νοερό νήμα με την μεγάλη παράδοση τέτοιας φόρμας εμβληματικών ποιητικών πονημάτων, όπως το «Πνευματικό εμβατήριο» του Σικελιανού, το «Άξιον εστί» του Ελύτη, η «Αμοργός» του Γκάτσου, ο «Νεκρόδειπνος» του Σινόπουλου.

Τίτλοι τραγουδιών ή ολόκληρων δίσκων του : «Τροφή για τα θηρία», «Αυτό το πλοίο που όλο φτάνει», «Ιστορίες που ίσως έχουν συμβεί», «Στον διπλανό ουρανό», «Μια πυρκαγιά σ’ ένα σπιρτόκουτο», «Μαύρο Κουτί», έρχονται στο νου σα να προαναγγέλουν την γέννηση αυτής της εργασίας. Όλη η συλλογή μπορεί να διαβαστεί σαν ένα κεφάλαιο από ένα χαμένο ή αναζητούμενο αναγνωστικό του ανθρώπινου πολιτισμού ή να θεωρηθεί σαν απόσπασμα ενός ποιητικού σελιδοδρόμιου για μιαν Άνοιξη που δεν ήρθε ακόμη, μιαν οραματική Αναγέννηση που θα επαναπροσδιορίζει τις σχέσεις των ατόμων μεταξύ τους και τις σχέσεις του κάθε ατόμου αλά και του ανθρώπινου συνόλου με το Σύμπαν. Χαρακτηριστικό ποίημα αυτής της σύλληψης είναι το «Millenium». Ένα ξεχωριστό κεφάλαιο, ένα ποίημα μοναδικό μέσα στην αυτοτέλειά του που μας εισάγει σ’ ένα ιδιότυπο σχεδίασμα που περιγράφει την απαρχή και την συνέχεια στη διαδρομή της νέας χιλιετίας, αυτής που διανύουμε, εμείς οι τυχεροί- άτυχοι. Γεννιέται στην Ανατολή, όπως η γέννηση κάθε νέας μέρας, και πορεύεται σαρωτικά κάνοντας διάφορες στάσεις, προχωράει βιαστικά, με τεράστια ταχύτητα, σαν ωστικό κύμα πυρηνικής έκρηξης που συμπιέζει ασφυκτικά τον χωροχρόνο. Το Millenium υπερίπταται, κινείται μέσα από εκκωφαντικές, παταγώδεις διαδρομές,

προκαλώντας φαινόμενα πρωτόγνωρα, σμίγοντας με πανικόβλητα οικόσιτα ζωντανά, πετεινούς και γαϊδουράκια, και οδηγείται στις εσχατιές του απείρου, στην άπιαστη terra incognita της διαπλανητικής σφαίρας, και πέραν αυτής στο απόλυτο χάος, πέραν του βιωμένου και αβίωτου χρόνου, πέραν της Ιστορίας. Ο Παυλίδης επιχειρεί την ποιητική κατασκευή μιας κοσμογονικής εικονοποιίας, μια επανεκκίνηση της δημιουργίας του Κόσμου, για να διαγράψει με την μορφή του Millenium, πάντα εκκινούμενου εξ Ανατολών, την τροχιά της νέας χιλιετίας, με αποτέλεσμα την απόλυτη αποσύνθεση, την κατάληξη στην «μαύρη τρύπα», στο μηδέν, στήνοντας ένα εφιαλτικό εικαστικό σκηνικό, που φέρνει στο νου την διάλυση του παντός, όπως την απεικόνισε στην περίφημη «κοιλάδα του θανάτου», τον πιο ξηρό και θερμό τόπο της Αμερικής, στη Νεβάδα και την Καλιφόρνια, ο φακός του Αντονιόνι στο «Ζαμπρίσκι πόιντ», μέσα σε ένα περιβάλλον όπου τα πάντα αποδομούνται και εκρήγνυνται σαν φούσκες ταξιδεύοντας στο υπερπέραν με την συνοδεία της εκστατικής μουσικής των Πινκ Φλόιντ.

Το αίσθημα, γνήσιο, ζωντανό, πυκνό και σπάταλο, πλημμυρίζει την συλλογή. «Nothing more than feelings». Ο ποιητής αντικρίζει με αυθεντική συμπόνια, με σπαραχτική καλοσύνη, ακόμη και τα θεωρούμενα ως πιο ασυγχώρητα σφάλματα: «Θα μπορούσε ίσως κάποτε παλιά να είχε χτίσει εδώ κάτω κάποιος Μόνος του κρυφά ένα εκκλησάκι για τον Ιούδα. Αλλά ποιος να το βρει Και ποιος να την αντέξει τόση αγάπη…..»

Ο Παυλίδης είναι ένας ακούραστος στρατοκόπος, ένας ταξιδευτής απόγονος των στρατηλατών εκείνων που πορεύονταν ακόμη και σκάβοντας ψηλαφητά στα λαγούμια του σκοταδιού για να βγουν και να μας δείξουν το φως, εσαεί πορευόμενος στο δικό του «on the road», εξάλλου το είχε τραγουδήσει προ πολλού : «Κάθε φορά αν θες να βρεις τον δρόμο, πρέπει τουλάχιστον να έχεις βγει στον δρόμο».

Στην συλλογή «Αυτή είναι η γειτονιά μου σκύλε», η ανάγκη για δημιουργικά ανοίγματα, η προτροπή για απόδραση και ρήξη και το αίτημα για επανάδραση των ομάδων και των κοινωνιών συνομιλεί με την νοσταλγία του χαμένου παράδεισου και συγκρούεται με την μακαριότητα και τον παθητικό εφησυχασμό του δυτικού μοντέλου ζωής που τείνει να επικρατήσει παγκοσμίως. Στοιχεία αντλημένα από το άμεσο φυσικό περιβάλλον, θάλασσα, ουρανός, σύννεφα, άνεμος, κάμποι, θάμνοι, ποταμοί, χωράφια, δέντρα, λουλούδια, γιασεμιά, η ελιά, και άλλα από το ζωικό βασίλειο, όλο το πανηγύρι της φύσης, συνδιαλέγονται με στοιχεία από τον κόσμο της σύγχρονης τεχνολογίας, ενώ επιλεγμένες αναφορές από το διαχρονικό φάσμα των Μύθων και των Θρύλων, της Βίβλου, της κλασικής Αρχαιότητας, της εκκλησιαστικής παράδοσης, της Ποίησης, της Ζωγραφικής και της Μουσικής ανιχνεύονται διάσπαρτα σε όλο το ποιητικό corpus της συλλογής : πολύ εμφατικά ο Κάιν και ο Άβελ, ο Δανιήλ, η Άρτεμις, η Ωραία Ελένη ο Φιλοκτήτης, η Κοκκινοσκουφίτσα, ο Βαν Γκογκ, ο Λόρκα, ο Μπρεχτ, ο Νιζίνσκυ, ο Σαραμάγκου, ονόματα εκκλησιών, Τα ξύλινα Σπαθιά. Αναφορές, επίσης, της προσωπικής γεωγραφικής μυθολογίας του ποιητή συναντούμε σε τοπόσημα : η Ξάνθη, η Βέροια, ο Αλιάκμονας, η Βεργίνα, η πλατεία Αριστοτέλους, το Παρίσι, η Γερμανία, η Μάγχη, η Σμύρνη της προγιαγιάς Ευανθίας, κ.α.

Ο Παυλίδης, αν δεν γεννιόταν και δεν εξελισσόταν σε μουσικό και ποιητή, θα γινόταν ζωγράφος, εννοώ ζωγράφος βάθους, γιατί οι εικονοποιητική, παραστατική του ικανότητα δεν γίνεται για εντυπωσιασμό, δεν είναι μια σειρά από λεκτικές λεζάντες που στοχεύουν στην ωραιοποίηση ή στην κοσμητική απεικόνιση αλλά στην βυθομέτρηση της ουσίας του περιβάλλοντος. Η προσωποποίηση, η μεταφορά, η αλληγορία, χρησιμοποιούνται δίνοντας ζωντανό λόγο στα φυσικά στοιχεία. Τα δέντρα μιλούν, η θάλασσα παίζει κρουστά, ο ουρανός ουρλιάζει. Τα στοιχεία της φύσης δρουν, όπως δρουν και οι άνθρωποι, με παλμό, νεύρο και εγρήγορση, προσδίδοντας μια κινηματογραφική διάσταση στην ροή του λόγου.

Διαβάζοντας ένα από τα ωραιότερα, το ποίημα «Η γυναίκα που κλαίει σιωπηλά» σκέφτεσαι πως άνετα θα μπορούσε ο τίτλος να αντιστοιχεί σε ζωγραφικό πίνακα ή σε ακέραια μουσική εργασία ομόθεμων τραγουδιών ή σε μια υποβλητική ορχηστρική σύνθεση : « Κοίταξα γύρω μου Είδα κι άλλους με το ανεμίζουνε σαν μπέρτες διαλυμένες

Τα λάβαρά μας τα έκανε κουρέλια Με μια τεράστια δοξαριά Έτσι όπως ούρλιαξε σε μια στιγμή ο αέρας

Τότε κάποιος είπε Ας γεννηθούμε

Πόσο θ’ αντέξουμε Έτσι αμίλητοι Στην όμορφη κοιλιά Αυτού του άλλου κόσμου…»

Θα επιχειρήσω να διαλέξω, να απομονώσω μάλλον, κάποια σχήματα, λεκτικά σχήματα, που ως ποιητικές φράσεις λειτουργούν αυτόνομα σαν αποφθεγματικές ρήσεις (με ενδιαφέρει αυτή άσκηση, η ανθολόγηση ποιητικών σπαραγμάτων που περιέχουν εν σπέρματι την προοπτική μιας πρότασης με προοπτική διαχρονικής, ας πούμε, ισχύος) : «ΙΣΩΣ Κάποιοι άνθρωποι Μετά θάνατον Θα είμαστε ίσως κάπως πιο εύχρηστοι

Και ίσως πιο χρήσιμοι Κάπως» «Μη μου ορμάς γιατί θα σπάσεις το κεφάλι σου στα βράχια της αγάπης» «Για κάποιο λόγο όμως υπάρχουμε ακόμη» «Μπροστά ακόμη η θάλασσα χτυπούσε τα ταμπούρλα Κι από μακριά ο άνεμος αύξαινε τον ρυθμό της» «Αισθάνομαι σαν ζώο που το τσαλαπατάει το ίδιο του το κοπάδι» «Το πρώτο πράγμα που στεγνώνει στα κελιά είναι τα δάκρυα» «Ένα ολόκληρο έθνος εκτεθειμένο στη βροχή μπροστά σε θολά τζάμια» «Άπλωνε γύρω με το βλέμμα μαύρες κλωστές» «Θα το κάψουμε απόψε το βράδυ Οι παλιοί μου οι φίλοι είναι όλοι εδώ Ποιος το μάζεψε τόσο σκοτάδι Θα το κάψουμε απόψε το βράδυ» «Βραδιάζει Πρέπει να προλάβω να επιστρέψω Επάνω Στη Χώρα όλο και κάποιο Γιασεμί θα ξενυχτάει»

Ο ερωτισμός παίρνει συχνά τον λόγο, κανακεμένος από μιαν αφοπλιστική παιδικότητα, σαν αυτήν που ενσαρκώνεται στο πρόσωπο του αγοριού του εξωφύλλου της συλλογής. Ένας ερωτισμός που άλλοτε σιωπά μπροστά στην απορία, άλλοτε εκστασιάζεται από θαυμασμό για κάποιαν Οφηλία, μιαν Ελένη, ένα κορίτσι ακουμπισμένο σ’ ένα δέντρο δίπλα στο ποτάμι ή μιαν οπτασία. Η ερωτική ματιά του ποιητή δεν στοχεύει να δρέψει τον καρπό του έρωτα, να οδηγηθεί στην συνεύρεση ή στην απόκτηση οργιαστικών εμπειριών, αλλά από την συνάντηση να κερδηθεί η απλότητα, η χάρη της καθαρής επικοινωνίας, ο εξαγνισμός, ένα βήμα ακόμη προς την αρμονία.

Υπάρχει ο σπόρος της αναζήτησης της εσωτερικής γαλήνης, της ανάγκης να οδηγηθεί ο ίδιος και αυτοί στους οποίος απευθύνεται σε ένα ιδεώδες νιρβάνα. Η «εξεγερμένη συνείδηση», αν μπορεί να το πει κανείς έτσι, του Παυλίδη δεν βγάζει ίχνος βίας, ακόμη κα η ειρωνεία, ο αυτοσαρκασμός και ο καγχασμός, ο περιγελασμός της κοινότητας, παίρνει την έκφραση της αγωνίας του ασκητή που περιπλανάται στιγματίζοντας με τις παρατηρήσεις του, όχι για να κάνει τον έξυπνο, να βγάλει την κακία του ή να δασκαλέψει αλλά για να περιγράψει την προσωπική του, βαθιά ανάγκη, να εναρμονιστεί με το εσωτερικό φως που τον καίει, να συναντηθεί με την ακέραια αλήθεια του.

Τα ανάποδα και τα ζοφερά της τρέχουσας πραγματικότητας σημειώνονται ανάγλυφα, χειροπιαστά. Η ωραιότητα γίνεται σφάγιο στο βωμό του κάθε τυχάρπαστου μηδενικού που οι συγκυρίες του παρέδωσαν την σατραπεία. Η ζωή, πέραν των άλλων, είναι πόλεμος. Πόλεμος στον οποίο καλείσαι συχνά χωρίς όπλα, χωρίς μέσα άμυνας εννοώ, χωρίς καβάντζα τροφής και αισθήματος, προγραμμένος του χαμού. Τότε ή κάθεσαι άπραγος, με την βέβαιη πίστη ότι το κισμέτι σου ετεροκαθοριζόμενο έχει προαποφασιστεί κι έτσι το τέλος σου θα έχει επέλθει πολύ προτού συμβεί, βιώνεις δηλαδή ολοκληρωτικά τον «ζωντανό» σου «θάνατο» ή εξεγείρεσαι πυρπολώντας και πυρπολούμενος. Σημασία έχει η στάση σου, αν ο φακός της ψυχής σου είναι αμβλυγώνιος, φωτογραφίζεις την κοινότητα, φύση και ανθρώπους, υπό το πρίσμα της μικρότητάς σου. Αλλά «σκοπός της ζωής μας δεν είναι η χαμέρπεια» είπεν ο μέγας Εμπειρίκος. Δεν υπάρχει μέση οδός, το βολικό για τους φοβικούς και φοβισμένους –αυτά πάνε παρέα- δόγμα «εγώ δεν είμαι τίποτα, δεν είμαι ούτε δεξιά, ούτε αριστερά, εγώ στέκομαι στο κέντρο, ουδέτερος, αμέτοχος, στο απυρόβλητο, δεν έχει καμιάν υπόσταση, δεν υφίσταται ουδαμώς. «Στην εποχή μας άλλοι είναι μέσα στη φωτιά κι άλλοι χειροκροτάνε» γράφει ο Τάκης Σινόπουλος στον περίφημο «Καιόμενο». Ποιά είναι η ευκολότερη λύση, νομίζεις; Να πας μ’ εκείνους που νικάνε, θα έλεγαν οι πιο πολλοί μ’ ένα στόμα. Και «τί ωφελήσει άνθρωπον», αδελφοί μου. αν εξολοθρεύσει απ’ τον γελοίο τρόμο του ένα φίδι σε ώρα ύπνου που τύχει να βρεθεί μπροστά του; Ο ποιητής Παύλος Παυλίδης πετάει τον άχρηστο φονιά στις μυλόπετρες της αυτοτιμωρίας του, της τσίπας, της αισχύνης ή στα οιωνεί αιματοβαμμένα δόντια των Ερινύων.

Γράφει ο Παύλος : «Θα το σκοτώσεις; Κοιμάται ακόμη… Θα σκοτώσεις ένα φίδι ενώ κοιμάται;

Όχι Ένα νεκρό φίδι Δεν είναι καν ένα σπουδαίο τρόπαιο Αφήνεις την πέτρα κάτω Κι αρχίζεις να φεύγεις ντροπιασμένος…»

Ο ποιητής μας απαιτεί. Απ’ τον εαυτό του κατ’ αρχήν αλλά και από μας. Δικαίως. Αυτοδικαίως. Ως συνειδητό ον. Ως μη αναίσθητος, ως μη νεκρός. Για την δικαιοσύνη των πραγμάτων. Για τον θρίαμβο του ανθρώπινου ηθικού μεγαλείου, την παντοκρατορία της ατόφιας ομορφιάς της ψυχής. Δε γουστάρει την ελεημοσύνη, ως εύκολο σκαλοπάτι για να κερδίσεις πόντους στον παράδεισο. Ποιοί είναι οι πιο αξιοθρήνητοι, οι πιο αδιέξοδοι, οι πιο άχρηστοι; Συνοψίζει την σκέψη του υπέροχα σε μια ποιητική αποστροφή υψηλών κραδασμών :

«Μη λυπάσαι όλους εμάς πίσω απ’ τα κάγκελα Κάποιοι εδώ θα βρουν το δρόμο τους πιο γρήγορα Κλάψε γι’ αυτούς που δεν τα βλέπουνε τα σίδερα Και φοβισμένοι κλείνουν πόρτες και παράθυρα Ψάξε γι’ αυτούς να βρεις τα λόγια τα παρήγορα».

Ο Παυλίδης σκαρώνει μια ποίηση σαν ελεύθερος αλλά ψιλιασμένος οδοιπόρος του σύμπαντος, με μπούσουλα τον δικό του αστρολάβο, φορτωμένος με τις αποθησαυρισμένες αναμνήσεις του, το πάθος της νοσταλγίας του απωλεσθέντος παραδείσου των άσπιλων ονείρων της ηλικίας της τερπνής αθωότητας, την ανάγκη για επαναλειτουργία ενός κόσμου που έχει χάσει προ πολλού την καθαρότητά του και έχει οδηγηθεί στην κενοδοξία, τον ανώφελο ατομικισμό και τον αλληλοσπαραγμό. Μια ποίηση μουσκεμένη από την ανάγκη του για ατόφια αγάπη και ζητούμενο τον θρίαμβο της ομορφιάς. Θα μπορούσε να αναφωνήσει σαν τον Παπαδιαμάντη κι αυτός : «Εγώ είμαι εραστής του ωραίου». Και μαζί : «Ζήστε, αγαπήστε, εκραγείτε. Κάψτε τη μάσκα και ψάξτε να βρείτε το καθαρό σας πρόσωπο».

«Υπάρχουν μόνο δύο στάσεις ζωής» λέει ο Μαξίμ Γκόργκι, «η σήψη και η ανάφλεξη. Οι δειλοί και οι άπληστοι επιλέγουν την πρώτη. Οι γενναίοι και οι γενναιόδωροι επιλέγουν τη δεύτερη. Για τον καθένα που αγαπά την ομορφιά είναι ξεκάθαρο που βρίσκεται το μεγαλείο. Ζήτω ο άνθρωπος».

Σχετικά Αρθρα
Σχετικά Αρθρα