Ένας κόμπος στο λαιμό
Ένα συγκλονιστικό κείμενο για όσα συμβαίνουν στη Κύπρο
Λέξεις: Ελένη Ευαγόρου
Που τη στιγμή που είδα τούτη την εικόνα, έχω ένα κόμπο στο λαιμό τζαι συνέχεια ανακαλώ κουβέντες με τους γονείς, τους θείους τζαι τες θείες μου, τον παππού τζαι τη γιαγιά μου: “Μες την ταξη εν να ήμασταν καμιά 30αρια μαθητές το ’65. Την επόμενη χρονιά εν ήμασταν ούτε οι μισοί. Φτώσεια πολλή, έφευκε ο κόσμος με πλοία στην Αυστραλία.”, “Όσους Φαρματζιώτες εσιει μες το χωρκό, εσιει άλλους τόσους στην Αυστραλία τζαι άλλους τόσους στη Νότια Αφρική”, “Θυμούμαι την ημέρα που επήαμε να πάρουμε τη θκεια μου στο λιμάνι της Λεμεσού. Οι γιαγιάδες εκλαίαν σαν να τζαι είχαμε κηδεία. Η δίδυμη της παραπάνω που ούλλες.”
Άνθρωποι φτωχοί, αμόρφωτοι, που δεν ήξεραν καν την γλώσσα, που επικοινωνούσαν μόνο με όσα μαθαιναν δια ακοής. Εφτάσαν σε χώρες άγνωστες, που καμιά σχέση εν είχαν με τα υπανάπτυχτα χωριά τους. Ήβραν δουλειές, ο ένας κουρέας, η άλλη ραφταινα, ο ένας εργάτης, η άλλη καθαρίστρια. Κάποιοι ανοίξαν “φισιαδικα”, άλλοι “μπακάλικα”. Εχτίσαν σπίτια, εκάμαν οικογένειες.
Θυμούμαι στις γιορτές τη γιαγιά μου κάθε φορά που εχτύπαν το τηλέφωνο: “Εν ναν η αρφή μου αλόπως”! Τζι όταν τελικά ερχόταν το πολυπόθητο τηλεφώνημα τζαι έκλειε εκάθετουν τζαι εμίλαν μας ώρα πολλή, για ιστορίες που εγίναν πριν 50 χρόνια. Ήταν ότι είχε να τη συνδέει με την αδερφή της. Οι αναμνήσεις τζαι η έγνοια για τζίνη τζαι τα παιθκιά της τζι ας εν χιλιάδες χιλιόμετρα μακριά. “Έχουν δουλειές; Κρατούν λεφτά; Ήβραν καλούς ανθρώπους;” Λίγο καιρό πριν μας φύγει η γιαγιά μου, στα 89 της πια, έδειξα της την φωτογραφία της αδερφής της πάνω στο τάμπλετ. Την είχε ανεβάσει ο γιος της στο Facebook. Έβαλε τον σταυρό της τζι εφίλησε την, σαν να φιλούσε εικόνισμα σε εκκλησία.
Τούτη η γυναίκα στη φωτογραφία, μάλλον έφυε που ένα χωριό σαν το δικό μου. Έφυε για να γλιτώσει που τη φτώσεια, να έβρει καλύτερες μέρες. Πιθανότατα να έχει κάπου γονείς τζι αδερφές που έχουν την έγνοια της, οπως είχαν οι δικές μας οι γιαγιάδες την έγνοια της αρφής τους. Το πιο πιθανό επίσης είναι να μετρά τζαι το τελευταίο σεντ για να βγει ο μήνας, για να μεγαλώσει τα τέσσερα της παιδιά. Μάλλον όπως εκάμναν τζαι οι δικοί μας, στην άλλη μεριά της γης. Άραγε εκινδυνεψε τζαι η αδερφή της γιαγιάς μου που φασίστες κάποια στιγμή; Τα παιδιά της; Η περιουσία της;
Γιατί τα λέω τούτα σήμερα που μαύρισε η ψυσιή μας; Γιατί οι “δικοί” μας στην Αυστραλία, στη Νότια Αφρική, στην Αγγλία εν το ίδιο μετανάστες τζαι μετανάστριες με τους Σύριους, τους Ασιάτες, τους Αφρικανούς μετανάστες/ριες στην Κύπρο. Τζαι οι δικοί μας έζησαν “στοιβαγμένοι” σε μικρά σπίτια τζαι σε φτωχές γειτονιές γιατί τούτο τους επέτρεπε η οικονομική τους κατάσταση. Πολλοί εμείναν τζαι άστεγοι. Κάποιοι εισήλθαν στες χωρες που τους εφιλοξενήσαν “παράνομα”. Τζαι οι δικοί μας εμοιάζαν “παράξενοι”, είχαν “διαφορετικές συνήθειες”. Γενικά ήταν ξένοι. Φτωχοί ξένοι για να είμαστε ακριβείς. Αν κάτι πρέπει να ξέρουμε καλά σε τούτο τον τόπο εν ότι ο εχθρός μας εν ο πόλεμος τζαι η φτώχεια τζαι όσοι τα δημιουργούν. Όχι οι άνθρωποι.
Εν αξιώνω τίποτε που τους φασίστες! Που ότι πιο σαθρό εγέννησε η ανθρωπότητα. Που τζίνους που με κουκκούλλες εκάμαν οτι έκαμαν οι πρόγονοι τους στην Κύπρο τζαι αλλού. Τζίνους που πάντα βάλλουν τα με τους φτωχούς τζαι τους κατατρεγμένους γιατί πάντοτε, όλες τις φορές, λειτουργουν σαν δεκανίκι των πλούσιων, των δυνατών.
Έχω απαιτήσεις όμως που τους απλούς καθημερινούς ανθρώπους, του μόχθου, της δουλειάς. Αυτές κι αυτούς που βγάζουν δύσκολα τον μήνα. Που υπήρξαν οι ίδιοι πρόσφυγες, που έχουν συγγενείς μετανάστες. Ακόμη τζαι τζίνους που εν σήμερα μετανάστες/ριες, τζι ακόμα τζαι που εργάζονται σε καλοπληρωμένες θέσεις εργασίας σε ουρανοξύστες τζαι πανεπιστήμια, παραμένουν μετανάστες.
Να σταθούμε στη σωστή πλευρά της ιστορίας! Να μην περάσουν! Δε θα περάσουν! Τη Δευτέρα, στις 19:00, όλες και όλοι έξω από το Διοικητήριο στην Λεμεσό.
*Η Ελένη Ευαγόρου είναι Κύπρια