Ένας σύγχρονος ευγενής

της Γιώτας Κωνσταντινίδου Τον είχα συναντήσει καλοκαιρινούς μήνες σε ένα αγαπημένο θεατρικό στέκι, το Don’t tell mama, χαλαρό, οικείο και εξαιρετικά ευγενή. Είχε ένα μόνιμο χαμόγελο και μας χαιρέτησε. Μου είπε τότε, ότι απολαμβάνει το νέο και το παλιό στοιχείο της πόλης, το συντηρητικό και το μοντέρνο. Τώρα τον συναντάμε στο μιούζικαλ, ‘’Η Μελωδία της […]

Γιώτα Κωνσταντινίδου
ένας-σύγχρονος-ευγενής-37716
Γιώτα Κωνσταντινίδου
melwdia2.jpg

της Γιώτας Κωνσταντινίδου

Τον είχα συναντήσει καλοκαιρινούς μήνες σε ένα αγαπημένο θεατρικό στέκι, το Don’t tell mama, χαλαρό, οικείο και εξαιρετικά ευγενή. Είχε ένα μόνιμο χαμόγελο και μας χαιρέτησε. Μου είπε τότε, ότι απολαμβάνει το νέο και το παλιό στοιχείο της πόλης, το συντηρητικό και το μοντέρνο. Τώρα τον συναντάμε στο μιούζικαλ, ‘’Η Μελωδία της Ευτυχίας’’, που λόγω της εξαιρετικής επιτυχίας που είχε στην πόλη μας, παίρνει παράταση και ολοκληρώνει τις παραστάσεις στις 22 Μαρτίου. Ερμηνεύει το ρόλο του Πλοιάρχου Γκεόργκ Φον Τραπ και είναι ενθουσιασμένος για τη συμμετοχή του σ’ αυτή την τεράστια παραγωγή. Αυτό που χαρακτηρίζει τον Άκη Σακελλαρίου είναι η συνεχής μεταμόρφωσή του στους εκάστοτε ρόλους, η εξέλιξή του και η ακαταμάχητη διάθεση να μας εκπλήσσει.

Όταν μεταφέρεται ένα μιούζικαλ στην Ελλάδα, χάνει κάτι από τη μαγεία του;

Ενδιαφέρουσα ερώτηση. Το μιούζικαλ είναι αγγλοσαξωνικής κουλτούρας. Παλιότερα ακουγόταν με τον ίδιο τρόπο που ακουγόταν η ελληνική ροκ. Τα τελευταία χρόνια όμως με τη στροφή του ελληνικού στίχου σε αγγλικό και την άνοδο του μουσικού θεάτρου το ελληνικό κοινό εξασκήθηκε σ’ αυτό το κομμάτι και εξοικειώθηκε αρκετά. Από την άλλη μεριά η μουσική όταν είναι ωραία δεν έχει γλώσσα. Είμαστε εξαιρετικά ευτυχείς γι’ αυτή τη δουλειά και αυτό είναι κάτι που μας το λένε όλοι. Καταφέραμε να μην έχει αφαιρεθεί τίποτα από την ποιητικότητα και τη ροή του λόγου που εξυπηρετεί τις νότες και το τραγούδι.

Το ελληνικό κοινό είναι διστακτικό απέναντι στο μιούζικαλ;

Πέρυσι, πρόπερσι, ανέβηκαν κλασικά μιούζικαλ με εξαιρετική επιτυχία. Αυτό σημαίνει ότι το κοινό, άσχετα από την κρίση, αγκαλιάζει τέτοιες παραγωγές.

Τι απαιτεί το μιούζικαλ από ένα ηθοποιό;

Είναι απαραίτητο να διαθέτει ερμηνευτικές ικανότητες. Δίνεται η ευκαιρία στον ηθοποιό ανεξάρτητα από το αν τραγουδάει ή όχι, να μπορεί να ερμηνεύει. Η ερμηνεία είναι κάτι εντελώς διαφορετικό από το να έχεις σωστή ή καλή φωνή. Αυτή είναι και η ειδοποιός διαφορά των τραγουδιστών που κάνουν μιούζικαλ και των ηθοποιών. Οι ηθοποιοί ερμηνεύουν τα κομμάτια ενώ οι τραγουδιστές, τραγουδούν. Μπορεί ο ηθοποιός να μην έχει τόσο καλή φωνή και να καταφέρνει με την ιδιαίτερη ερμηνεία του να κάνει το κοινό να συγκινηθεί γιατί παρασύρεται από το ερμηνευτικό του ταλέντο. Όταν οι τραγουδιστές καταπιάνονται με το μιούζικαλ, έχουν την ευκολία με το τραγουδιστικό κομμάτι του έργου αλλά δεν έχουν την ερμηνεία.

Όταν σας προτάθηκε ο ρόλος, το δεχτήκατε αμέσως;

Εννοείται. Στην αρχή ήταν να ερμηνεύσω το ρόλο του Μαξ Ντετ Βάιλερ και να παίξει τον ρόλο του Φον Τραπ, ο Μιχάλης Χατζηγιάννης. Δεν έγινε τελικά αυτό και ανέλαβα εγώ.

Συχνά γίνεται λόγος για το πόσο σημαντικό είναι η οικογένεια να πηγαίνει στο θέατρο. Αυτό επιτυγχάνεται με την παράστασή σας;

Το θέατρο απευθύνεται σε όλο τον κόσμο, όχι μόνο στην οικογένεια ή μόνο στα παιδιά ή στους μεγάλους και αυτό είναι και η μαγεία του θεάτρου. Τώρα το δικό μας το έργο περικλείει όλη την οικογένεια. Αναφέρεται σε οικογενειακές αξίες, διαθέτει υπέροχα τραγούδια, εξαιρετικούς ηθοποιούς, τους συναδέλφους μου και ταλαντούχα μικρά παιδιά που παίζουν. Αυτή είναι η μαγιά, η κολλητική ουσία που οφείλεται για την αποδοχή και την αγάπη που έδειξε το κοινό στην παράστασή μας.

Είστε Θεσσαλονικιός…

Ναι, πουλάκι μου. Μεγάλωσα στη Θεσσαλονίκη, σπούδασα εδώ, έχω σπίτι εδώ, είμαι καραθεσσαλονικιός.

Τι σας αρέσει να κάνετε όταν επισκέπτεστε την πόλη;

Να πηγαίνω στον Ξαρχάκο. Μ’ αρέσει τρομερά να πηγαίνω εκεί, παίζει μουσική ο φίλος μου ο Χρήστος Πετράκης και θεωρώ ότι η Θεσσαλονίκη είναι αυτό το μαγαζί. Ακόμα και συμβολικά να το δούμε, είναι ανάμεσα στο Λευκό Πύργο και το Κρατικό Θέατρο Βορείου Ελλάδος, τα δύο σύμβολα της Θεσσαλονίκης. Και ανάμεσά τους ο Ξαρχάκος, το ήσυχο μαγαζάκι που μαζεύεται το αμάλγαμα των Θεσσαλονικέων. Ανάμεσα σε δύο άκρα, απίστευτος συντηρητισμός και μοναδική πρωτοπορία, είναι η Θεσσαλονίκη, δηλαδή. Η ιστορία και η απόκρυψη της ιστορίας. Όλα αυτά μαζί.

Βλέπετε έναν αέρα ανανέωσης στη Θεσσαλονίκη;

Ναι, τα τελευταία χρόνια βλέπω θεαματικές αλλαγές στο κέντρο όπου κινούμαι. Στις γύρω περιοχές, έχει γίνει μεν αλλαγή αλλά με βήμα σημειωτόν. Πιστεύω ότι ο Δήμαρχός σας, ο Μπουτάρης έχει συνειδητοποιήσει την πραγματική αξία της πόλης. Το μόνο μου παράπονο είναι ότι ο κόσμος δεν πηγαίνει τόσο πολύ στο θέατρο. Προτιμάει τα νυχτερινά μαγαζιά παρά τις θεατρικές ομάδες της πόλης που προσπαθούν ιδιαίτερα πολύ και δεν αγκαλιάζονται όσο αγκαλιάζονται ανάλογες προσπάθειες στην Αθήνα. Νέα παιδιά, μικρά σχήματα, σε μπαρ, σε μικρά θέατρα. Το θεατρόφιλο κοινό στην Αθήνα είναι πολύ περισσότερο και θα περίμενε κανείς να συμβαίνει αυτό στη Θεσσαλονίκη, μια πόλη με ιδιαίτερο κοινό κυρίως στη μουσική, να αγκαλιάσει το θέατρο. Οι θεατρόφιλοι είναι λίγοι. Δεν είναι τυχαίο ότι αυτό έχει αντίκτυπο και στη μουσική σκηνή. Όταν η πόλη σχετίζεται με ονόματα όπως Σαββόπουλος, Παπάζογλου, Αγγελάκας, Ξύλινα Σπαθιά και διαθέτει μια κραταιή δυναμική σκηνή ήδη από τη δεκαετία του ’80 και του ’90 είναι άσχημο να ταυτίζουμε την πόλη με μπουζουκλερί. Δεν έχω κάτι εναντίον του απλά το παρατηρώ ως φαινόμενο.

*Δείτε περισσότερες πληροφορίες για την παράσταση εδώ

Σχετικά Αρθρα
Σχετικά Αρθρα