Ένας Flaneur στη Θεσσαλονίκη: Στην Άνω Πόλη ζεις με τον ήλιο, ερωτεύεσαι με το φεγγάρι

Ένας νεαρός Γερμανός καλλιτέχνης μετακόμισε στη Θεσσαλονίκη και περιγράφει όσα ζει.

Parallaxi
ένας-flaneur-στη-θεσσαλονίκη-στην-άνω-πόλη-ζ-444947
Parallaxi
Εικόνα: Vitus Bachhausen

Λέξεις – Εικόνες: Vitus Bachhausen | Μετάφραση: Μαριαλένα Μουλού

Ο Vitus Bachhausen είναι ένας νεαρός Γερμανός καλλιτέχνης που αποφάσισε πρόσφατα να μετακομίσει στη Θεσσαλονίκη. Πριν λίγο καιρό, η Parallaxi μίλησε μαζί του, αναζητώντας και μαθαίνοντας τα κίνητρα γύρω από αυτήν την (πράγματι ασυνήθιστη) απόφαση. Με ένα γραπτό επεισόδιό του ανά εβδομάδα, θα παρουσιάζει το ημι – αυτοβιογραφικό του δοκίμια με τίτλο ”A Flaneur’s Pilgrimage”, την ιστορία ενός ξένου που βυθίζει τον εαυτό του μέσα στην πόλη ώστε να έρθει πιο κοντά στην καρδιά της καινούργιας του ελληνικής πατρίδας, πιο βαθιά στην δική του καρδιά.

Vitus Bachhausen is a young German artist who decided to make Thessaloniki his home. Some while ago we already talked to him about his motifs for this unusual move. Now and in the course of the coming weeks, Vitus will elaborate even more on his curious case. With one episode per week he will present his semi-autobiographical essay “A Flaneur’s Pilgrimage”, the story of a stranger immersing himself into the city, to come closer to the heart of his new Greek home and his own.

ΔΙΑΒΑΣΤΕ τα προηγούμενα επεισόδια ΕΔΩ

***

THE SQUARE AT HEART / ΤΕΤΡΑΓΩΝΟΣ ΣΤΗΝ ΚΑΡΔΙΑ

Εικόνα: Vitus Bachhausen

Οι δρόμοι ήταν πιο σκληροί κι απότομοι όταν έμενα πάλι μόνος. Κάθισα να ξεκουραστώ σ’ ένα παγκάκι σε κάποια πλατεία της Άνω Πόλης. Περιτριγυριζόμουν από σπίτια και πολυκατοικίες, από μαγαζιά, εστιατόρια και καφέ, κάθε τόσο μερικά αυτοκίνητα με προσπερνούσαν.

Εξαντλημένος από ολόκληρη την ημέρα, ο ήλιος είχε αρχίσει ήδη να αποσύρεται, να βυθίζεται γαλήνια μέσα στα μωβ μαξιλάρια του απογευματινού ουρανού. Ήταν σαν η πόλη να κρατούσε την ανάσα της για μια στιγμή. Οι μόνες λέξεις που αντηχούσαν μέσα στην ησυχία της πλατείας ήταν γραμμένες σ’ ένα γκραφίτι στο εξωτερικό ενός σπιτιού: “Ζούμε με τον ήλιο, ερωτευόμαστε με το φεγγάρι”.

Εικόνα: Vitus Bachhausen

Το πάθος του δε μου φαινόταν καθόλου θλιβερό πια. Ένιωσα πως η νύχτα πάλεψε με τη μέρα και τελικά επικράτησε. Στην αρχή μου έδωσε ένα ανησυχητικό συναίσθημα ότι η ένταση αυτής της ημέρας, φωτεινής και κορεσμένης, μετά από όλα όσα μου είχε δώσει, έφτανε στο τέλος της. Όμως, όταν φαινόταν κάθε φως να έχει χαθεί, εμφανίστηκε το φεγγάρι, που τρεφόταν απ’ το σκοτάδι της νύχτας. Η επιβλητική του έλξη ενέπνεε τη σιωπή.

Και η πόλη εξέπνευσε ξανά, σθεναρά. Ένα πνιχτό κροτάλισμα ήχησε σε ολόκληρη την πλατεία και οι λάμπες του δρόμου άναψαν σιγά-σιγά. Ευτυχώς, η πανδημική -ψυχρή μπλε- ενέργεια, δεν πρόφτασε την πόλη. Οι θεσσαλονικιώτικες νύχτες ήταν ακόμα λαμπερές σα χρυσάφι: να ικανοποιούν εκείνους που δε χορταίνουν.

Και όπως οι πεινασμένοι και διψασμένοι οπαδοί του φεγγαριού ξεχύθηκαν σε εστιατόρια και μπαρ και σ’αυτή την πλατεία για να γιορτάσουν, γι’ άλλη μια φορά, τη νίκη μιας ακόμα ημέρας, ένιωσα την καρδιά αυτής της πόλης, αφήνοντας τον εαυτό μου να βυθιστεί στη στοργική αγκαλιά της.

The streets were rougher and steeper when I was all by myself again. I sat down to rest on a bench on a square in the Old Town. I was surrounded by houses and apartment buildings, by shops, restaurants and cafes, from time to time a few cars were passing around me. Burnt-out from plying her day, the sun already started to retire, peacefully sinking into the purple-cushioned glow of the early night sky. It was as if the city held its breath for a moment.

The only words that resounded through the silence of the square were written in graffiti on the exterior of a house: “We live by the sun, we dream by the moon.“ Its pathos didn’t seem pathetic to me anymore. I sensed how the night was grappling with the day and gradually took over. It first gave me an unsettling sensation that the intensity of this day, bright and saturated, after all it had given me, would finally come to an end. But when all light seemed to be lost, the moon stepped in, feeding on the darkness of the night. His solemn appeal was inspiring the silence.

And the city breathed out again, vigorously. A muffled clicking sound echoed all over the square and the street lamps were slowly lighting up. Fortunately, the pandemic of cold-blue energy- efficiency hadn’t reached the city. Thessalonikian nights were still glowing golden: to soothe those who couldn’t get enough. And as the hungry and thirsty disciples of the moon infused the restaurants and bars and this square to celebrate, once again, the victory over another day, I felt at the heart of this city, letting myself sink into its tender embrace.

*Για να επικοινωνήσετε με τον Vitus, βρείτε το Facebook Profile του ΕΔΩ και το Instagram Profile του ΕΔΩ

**Περισσότερα επίσης: www.behance.net/vitus_bachhausen

Σχετικά Αρθρα
Σχετικά Αρθρα