Φτωχό θεατρικό καλοκαίρι

του Σάββα Πατσαλίδη Δεν ήταν στα καλύτερά του το θεατρικό μας καλοκαίρι, το οποίο, όπου να ‘ναι, ολοκληρώνει τον πολύπαθο κύκλο του. Θα τολμούσα να πω ότι ήταν ίσως το χειρότερο των τελευταίων πολλών ετών. Και δεν συζητώ μόνο από άποψη όγκου παραγωγών (και ματαιώσεων). Συζητώ και από άποψη ποιότητας. Παραστάσεις αδιάφορες, συντηρητικές, μουχλιασμένες, βαριεστημένες, […]

Σάββας Πατσαλίδης
φτωχό-θεατρικό-καλοκαίρι-44922
Σάββας Πατσαλίδης
axarnis_xaralampopoulos_xoros_2015_07_03.jpg

του Σάββα Πατσαλίδη

Δεν ήταν στα καλύτερά του το θεατρικό μας καλοκαίρι, το οποίο, όπου να ‘ναι, ολοκληρώνει τον πολύπαθο κύκλο του. Θα τολμούσα να πω ότι ήταν ίσως το χειρότερο των τελευταίων πολλών ετών. Και δεν συζητώ μόνο από άποψη όγκου παραγωγών (και ματαιώσεων). Συζητώ και από άποψη ποιότητας. Παραστάσεις αδιάφορες, συντηρητικές, μουχλιασμένες, βαριεστημένες, και κυρίως άκρως προβλέψιμες, σε σημείο να ξέρεις πολύ καλά τι θα δεις πριν πας να δεις. Δυστυχώς η φιλοσοφία της διεκπεραίωσης έχει γίνει η γάγγραινα του θεάτρου, κυρίως ανάμεσα στους πιο παλιούς σκηνοθέτες.

Όσο για τους νεότερους, σήμα κατατεθέν προβάλλει η βιασύνη, τα αχώνευτα δάνεια και η τσαπατσουλιά. Παίρνουν τα αρχαία κείμενα και στο όνομα ενός μεταμοντερνισμού (που δεν έχουν καταλάβει) τα διαλύουν κυριολεκτικά όλα αραδιάζοντας χαριτωμενιές, δηθενιές, εντυπωσιασμούς και ακατάσχετη εικονολαγνεία, σε σημείο να μην ξέρεις, ως θεατής, τι να πρωτοσυμμαζέψεις. Ο μεταμοντερνισμός πλησιάζει να ολοκληρώσει τον κύκλο του και οι νέοι υπηρέτες του δεν έχουν ακόμη καταλάβει ότι είναι μια πάρα πολύ σύνθετη θεώρηση των τεχνών και της ζωής, η οποία, για να λειτουργήσει ευεργετικά στη σκηνή, απαιτεί μελέτη, υπομονή, συνέπεια, συγκρότηση, καθαρούς στόχους και συνεχή δοκιμασία; Δεν προσφέρεται για ξεπέτες και αρπαχτές, εκτός κι αν αυτός είναι ο στόχος.

Αυτά ως γενική summa όσων πρόλαβα να δω στη Θεσσαλονίκη, στην Αθήνα και στα περίχωρά τους.

Επί τον τύπον των ήλων

Οι «Αχαρνής» (στην Αττική διάλεκτο) ή «Αχαρνείς» επί το δημοτικότερον, είναι η τρίτη κατά σειρά κωμωδία που έγραψε ο Αριστοφάνης (προηγήθηκαν οι «Δαιταλείς» και οι «Βαβυλώνιοι)» και η αρχαιότερη που μας σώζεται (425 π.Χ). Διδάχτηκε στα Λήναια και μάλιστα απέφερε στον εικοσάχρονο συγγραφέα της το πρώτο βραβείο (ανάμεσα στους αντιπάλους του ήταν ο Κρατίνος και ο Εύπολις).

Όταν ο Αριστοφάνης έγραψε την κωμωδία ο Πελοποννησιακός πόλεμος βρισκόταν ήδη στον έβδομο χρόνο. Η Αθήνα υπέφερε από τις συνεχείς επιδρομές των Σπαρτιατών που είχαν ως αποτέλεσμα την καταστροφή της αγροτικής της παραγωγής. Ο λοιμός που είχε πλήξει την πόλη έκανε τη ζωή των κατοίκων ακόμη πιο δύσκολη. Από την πολιτική σκηνή αισθητή ήταν η απουσία της προσωπικότητας του Περικλή (είχε πεθάνει το 429). Νέος άρχοντας, ο Κλέων.

Το έργο

Εν μέσω αυτής της όχι ευχάριστης κατάστασης ο Αριστοφάνης κάνει ένα κήρυγμα υπέρ της ειρήνης. Πρωταγωνιστής του στόρι ο Δικαιόπολις, ένας Αθηναίος αγρότης ο οποίος, ένεκα του πολέμου, δεν μπορεί να καλλιεργήσει τη γη του και έτσι μένει κλεισμένος στα «μακρά τείχη» της πόλης. Κάποια στιγμή αποφασίζει να πάει στην Εκκλησία του Δήμου, όπου ζητεί να επιβληθεί ειρήνη. Εκεί τα βρίσκει πολύ σκούρα, γιατί εμφανίζονται με τον δικό τους αντίλογο βολεμένοι Αθηναίοι πρέσβεις που υποτίθεται πως μόλις κατέφθασαν από την Περσία από όπου πήραν την υπόσχεση βοήθειας.

Αφού ο Δικαιόπολις αντιλαμβάνεται ότι δεν υπάρχει καμιά ελπίδα, με τη βοήθεια του Αμφίθεου, προσπαθεί να συνάψει ιδιωτική ειρήνη με τους Σπαρτιάτες. Η επιλογή του αυτή εξαγριώνει το Χορό των Αχαρνέων που είναι έτοιμοι να τον σκοτώσουν. Την τελευταία στιγμή αλλάζουν και τον αφήνουν να εκθέσει τα επιχειρήματά του υπέρ της ειρήνης. Πείθεται ο μισός Χορός. Ο άλλος μισός καλεί τον στρατηγό Λάμαχο για βοήθεια. Αυτός χάνει και έτσι πείθεται και το δεύτερο ημιχόριο. Και το έργο τελειώνει μέσα στη μέθη της οινοποσίας.

Κακοποίηση

Δεν υπάρχει άλλος κλασικός που να έχει ταλαιπωρηθεί τόσο πολύ από μεταφραστές, διασκευαστές και σκηνοθέτες όσο ο Αριστοφάνης. Ιδίως τα τελευταία χρόνια, οι κωμωδίες του κάθε άλλο παρά κωμωδίες είναι. Είτε επικαιροποιημένες είτε όχι, έχουν καταντήσει αφόρητες, βαρετές, φτηνές, προβλέψιμες. Χάσιμο χρόνου. Έχω πει και πιο παλιά: αφού δεν έχουμε να πούμε κάτι καινούργιο, ας τον αφήσουμε για κάποια χρόνια στην ησυχία του και επιστρέφουμε σ’ αυτόν όταν έχουμε κάτι φρέσκο να δώσουμε.

Σκηνοθεσία

Τώρα, σε ό,τι αφορά τους φετινούς «Αχαρνής», ο Γιάννης Κακλέας σκηνοθέτησε σαν ….Γιάννης Κακλέας. Δηλαδή σαν ένας σκηνοθέτης με διακριτά μοτίβα που επανέρχονται στη σκηνή άλλοτε κάνοντας διάλογο με το τι προηγήθηκε και άλλοτε απλώς γιατί δεν υπάρχουν άλλες λύσεις.

Γενικά όλες οι σκηνοθεσίες του Κακλέα είναι κάπως γκόθικ. Πάντα βρίσκει κάτι για να βαρύνει την ατμόσφαιρα με δόσεις μελαγχολίας. Δεν τον ψέγω γι’ αυτό. Απλώς αυτή η εμμονή του, τον οδηγεί σε αυτά που λίγο έως πολύ τα έχουμε δει και συνηθίσει. Δεν ξεφεύγει εύκολα από τη δική του πεπατημένη.

Στη συγκεκριμένη παράσταση σεβάστηκε το κείμενο. Δεν το αντιμετώπισε, όπως έχουμε συνηθίσει, σαν φτηνή επιθεώρηση. Σίγουρα το επικαιρικό και το επιθεωρησιακό υφίστανται και στη δική του ανάγνωση, όμως σωστά είδε ότι ο Αριστοφάνης είναι κάτι παραπάνω από απλός επιθεωρησιογράφος. Είναι και ποιητής, και πολιτικούς νους, και σκληρός σατιριστής. Το γεγονός ότι ενσωμάτωσε (στο τέλος) το ποίημα του Λειβαδίτη «Αν θες να λέγεσαι άνθρωπος», έκανε σαφέστερη τη στόχευση της σκηνοθεσίας του, μόνο που εκτιμώ πως ήθελε ακόμη δουλειά και πελέκημα στις λεπτομέρειες για να πείσει απόλυτα. Θεωρώ πως δεν φάνηκε καθαρά ο αινιγματικός χαρακτήρας του Δικαιόπολη.

Εδώ έχουμε έναν ήρωα με σκοτεινές προθέσεις, υπό την έννοια ότι δεν είναι ξεκάθαρο εάν επιδιώκει το κοινό καλό ή αν το μόνο που τον νοιάζει είναι ο εαυτός του. Δεν είμαστε σίγουροι εάν τα επιχειρήματα που επιστρατεύει, διανθισμένα με γνώριμες απόψεις που κυκλοφορούσαν τότε στον Δήμο, στοχεύουν να πείσουν ένα φιλοπόλεμο κοινό πολύ επιφυλακτικό ή εάν ενισχύουν τη σατιρική αύρα των δρωμένων.

Ο ρόλος της τελικής ουτοπικής επιθυμίας, όπου δεσπόζει ως κεντρική μεταφορά το μαγικό κρασί-σπονδή, θα μπορούσε να ιδωθεί ως μια διέξοδος στην ασφυκτική κατάσταση που είχε δημιουργηθεί. Να θυμίσουμε ότι το 426 π.Χ είχαμε μια μικρή πολεμική ανάπαυλα, με τους αγρότες να επιστρέφουν στις καλλιέργειές στους, οπότε και η ουτοπία του Δικαιόπολη κατά κάποιον τρόπο είχε νόημα, ήταν πιο εύπεπτη.

Στα σκηνικά ο μόνιμος συνεργάτης του, ο Παντελιδάκης, δημιούργησε τον αγαπημένο του βιομηχανικό χώρο, όπου κινήθηκαν οι ηθοποιοί ντυμένοι, αδιάφορα και χωρίς στίγμα, από την ικανή για πολύ καλύτερες προτάσεις Εύα Νάθενα. Τα μουσικά ακούσματα του Γασπαράτου ευχάριστα αλλά μάλλον υπερβολικά πολλά.

Ερμηνείες

Ο Χαραλαμπόπουλος, ηθοποιός ικανότατος και με καλό γκελ, κινήθηκε άνετα σε μια γελαστική επιφάνεια που γνωρίζει, όμως δεν δημιούργησε τις προϋποθέσεις ώστε να φανεί η πολυσύνθετη φυσιογνωμία του ήρωα, το κείμενο από κάτω.

Ο Μουρατίδης, ηθοποιός με ενέργεια και καλή υποκριτική κλίματα, μας έδωσε ένα Λάμαχο ζωηρό και καλά στοχευμένο. Ο Χατζηπαναγιώτης έπαιξε τις ευκολίες του χωρίς να κάνει λάθη και χωρίς να ενοχλήσει κανέναν. Αλλά ούτε και να εντυπωσιάσει. Ο Σερβετάλης ξεχώριζε και δεν το εννοώ με θετικό πρόσημο. Κίνηση, χειρονομίες και λόγος δεν έδεναν. Σαν να έβγαιναν μέσα από άλλο έργο.

Συμπέρασμα: παράσταση ευχάριστη, στα σημεία «ποιητική» αλλά χωρίς δυνατό στίγμα ώστε να τη θυμόμαστε. Ο κόσμος πάντως την χειροκρότησε θερμά. Για όσους ενδιαφέρονται θα παρουσιαστεί στο Ηρώδειο αυτό το σ/κ.

Σχετικά Αρθρα
Σχετικά Αρθρα