Γδύθηκες. Πηδήχτηκες. Διαγράφηκες.
Οι συντεταγμένες του σεξ: η επιθυμία ως συναλλαγή στο Grindr
Λέξεις: Γιώργος Μαντιός
Είναι πάντα νύχτα εκεί μέσα. Το φως της οθόνης φωτίζει μόνο σώματα, κομμένα, βουβά, εκτεθειμένα σαν κρέας σε ψηφιακή προθήκη. Το πρώτο που βλέπεις είναι μια πούτσα. Ξερό, κάθετο close-up, τραβηγμένο με flash μέσα σε ένα μπάνιο που στάζει μούχλα. Κανένα όνομα, κανένα πρόσωπο – μόνο 8 εκατοστά μακριά σου. Ανοίγεις το επόμενο προφίλ: «Χωρίς φάτσες, μόνο δράση». Μια γυμνή πλάτη, μια γροθιά σφιγμένη, ένα στόμα ανοιχτό σε pixelated ανάλυση. Κάθε swipe και μια μικρή πράξη διαπραγμάτευσης. Πόσο αξίζεις εδώ μέσα; Πόσο θα πουλήσεις, πόσο θα αγοράσεις, χωρίς λεφτά να αλλάζουν χέρια. Μόνο κορμιά, επιθυμία και μια γρήγορη ματιά στο ραντάρ – ποιος είναι διαθέσιμος τώρα, ποιος είναι πρόθυμος να γίνει κάτι για λίγο και μετά… τίποτα.
Το Grindr δεν είναι απλώς εφαρμογή. Είναι ένα αόρατο χρηματιστήριο σωμάτων που απλώνεται πάνω από την πόλη. Μια νυχτερινή αγορά που δεν κλείνει ποτέ. Ό,τι δεν αγοράζεται, ανταλλάσσεται. Likes, nudes, dick pics – μικρές πρόχειρες συναλλαγές, ένας ανομολόγητος διαγωνισμός αξίας. Δίνεις λίγο σώμα για λίγη προσοχή. Παίρνεις λίγη επιθυμία, ανταλλάσσεις λίγη ντροπή. Κι όλα τελειώνουν με ένα tap, ένα block, ένα «τι παίζει;» που μένει να αιωρείται σαν απόδειξη αγοράς που δεν ολοκληρώθηκε ποτέ. Μια οικονομία που λειτουργεί με την πιο παλιά μονάδα μέτρησης: το σώμα. Πόσα likes χωράνε σ’ ένα στέρνο; Πόση προσοχή αξίζει μια καλοφωτισμένη κοιλιά; Πόσοι πόντοι διαγράφονται με ένα «τι παίζει;» που μένει αναπάντητο;
0–50 μέτρα: «Μέσα στον τοίχο σου»
Ο πρώτος είναι τόσο κοντά, που σχεδόν ακούς την ανάσα του. Ο τοίχος ανάμεσά σας λεπταίνει – σαν να λιώνει απ’ τη θερμότητα των dick pics. Το bio του απλό: «Μόνο σπίτι.»
«Δεν λέμε ποτέ “σ’ ακούω”, αλλά ξέρουμε ότι είμαστε δίπλα. Καμιά φορά τσεκάρουμε ποιος ανοίγει το ψυγείο πρώτος, και μετά στέλνουμε».
Είναι ο πιο κοντινός, άρα και ο πιο ασφαλής. Αν υπάρξει σιωπή, δεν χρειάζεται να απολογηθείς. Απλώς κλείνεις την εφαρμογή και χαμηλώνεις τη μουσική σου – μην καταλάβει ότι είσαι ξύπνιος.
500 μέτρα: «Θες να σου δείξω;»
Πέντε εκατοστά scrolling κι έχεις ήδη βγει απ’ τη γειτονιά. Το σκηνικό αλλάζει – ο αέρας μυρίζει club, ιδρώτα και ανησυχία. Βρίσκεσαι στα Λαδάδικα: bio με μαύρες σημαίες, “queer anarcho kink pig”.
«Εδώ βγαίνεις. Δεν κάθεσαι σπίτι. Εδώ όλα γίνονται. Φτάνει να το ζητήσεις.»
Απαντήσεις άμεσες, emojis και thirst traps. Οι συζητήσεις είναι πιο τολμηρές – θες τώρα; τι φοράς; πόσο αντέχεις; Η ταχύτητα γίνεται φετίχ.
Πίσω από κάθε πρόταση, το σώμα ήδη έχει πάρει θέση. Μόνο που δεν ξέρεις αν η πόρτα που θα ανοίξει θα σε φάει ή θα σε σώσει.
Σκάει μήνυμα. 3:17 π.μ.
«Στείλε κάτι.»
Η οθόνη φωτίζει τα χέρια μου. Το δωμάτιο είναι βουβό, μόνο κάτι από δρόμο ακούγεται απ’ το ανοιχτό παράθυρο. Η θερμοκρασία πέφτει, αλλά το αίμα δεν έχει ιδέα.
Σέρνω τον αντίχειρα στον φάκελο. Δεκαεπτά επιλογές. Μερικές παλιές, άλλες καινούριες. Πάντα η ίδια προσπάθεια: να δείξω χωρίς να φανερωθώ. Διαλέγω μία.
Κάθομαι γυμνός στο κρεβάτι, λίγο στο πλάι, φως απ’ το κομοδίνο. Είναι clean, λίγο πνιγμένη, λίγο ψεύτικη. Τη στέλνω. Περιμένω.
«Ωραίο. Άλλη;»
«Με φάτσα ή χωρίς;»
«Όχι φάτσα. Δείξε τον π@τσο σου.»
Στέλνω. Τραβηγμένη από πάνω. Χέρι να πιάνει, λίγο βιαστικά ξυρισμένο.
Δεν απαντάει αμέσως. Ύστερα, σκάνε δυο φωτογραφίες δικές του. Γραμμωμένος, πρόσωπο κομμένο.
«Θες να περάσεις;»
«Τι παίζει;»
«Γλείψε με λίγο. Μετά αν μου αρέσεις, μένεις.»
Σκέφτομαι πέντε δευτερόλεπτα. Κοιτάω τη μικρή κουκίδα στον χάρτη. 500 μέτρα. Ένα τσιγάρο δρόμος.
«Ναι.»
Τέταρτος όροφος, χωρίς ασανσέρ. Η πόρτα ανοίγει, δε μιλάει. Ούτε εγώ. Γδύνομαι μέχρι τη μέση, αυτός ήδη γυμνός, γονατίζω, με καθοδηγεί με τα χέρια. Δεν έχει διάλογο. Δεν υπάρχει φωνή. Μόνο μια σειρά κινήσεων που έχουν ξαναπαιχτεί αμέτρητες φορές.
Δεν είναι ραντεβού, δεν είναι γνωριμία. Είναι επιβεβαίωση παραλαβής.
Σηκώνομαι. Δεν με αγγίζει πια. Ντύνομαι. Βγαίνω.
Μόλις στρίβω στη Βενιζέλου, σκάει καινούριο:
«Έχεις καμιά άλλη φωτό;»
1 χιλιόμετρο: «Ο Άγνωστος στην Πόλη»
Ο χάρτης ανοίγει σαν πληγή. Τα όρια της πόλης διαστέλλονται και η λίστα γεμίζει με αγνώστους. Σκάει ένα bio γραμμένο στα αγγλικά:
“Just moved. Vers top. Hosting. No time for games.”
«Όταν φτάνεις να πας με κάποιον στο χιλιόμετρο, σημαίνει ότι δεν έχει μείνει κανείς πιο κοντά.»
Το ταξί αργεί. Εσύ ιδρώνεις. Κάθε μήνυμα μετράει. Δεν υπάρχει πια context. Μόνο δυο κουβέντες, μια διεύθυνση, κι ένα σώμα που δεν θα μάθεις ποτέ σε ποιον ανήκει.
2 χιλιόμετρα: «Τα Ψηλά της Πόλης»
Το app σου δείχνει ότι είναι δύο χιλιόμετρα μακριά, «πάνω στην πλαγιά, με θέα». Η απόσταση δεν ακούγεται μεγάλη, αλλά η ενέργεια αλλάζει. Δεν είναι τυχαίο ότι όσο ανεβαίνεις προς τα βόρεια, τα bio γίνονται πιο clean-cut. “Discrete”, “Classy only”, “No drama please”. Οι φωτογραφίες έχουν φίλτρα, τα σώματα είναι γυμνασμένα, τα σπίτια έχουν λευκούς τοίχους και πέντε διαφορετικά μαξιλάρια στον καναπέ.
«Μου έχουν πει να μη φέρω poppers στο σπίτι, γιατί μυρίζουν. Άλλος δεν ήθελε να αφήσω τρίχες στο σεντόνι. Όλα πρέπει να είναι curated εδώ.»
Η γλώσσα του app σε αυτά τα μέρη είναι πιο ήσυχη αλλά γεμάτη κανόνες. Όσο πιο «ποιοτική» είναι η γειτονιά, τόσο πιο αυστηρά τα φίλτρα: όχι θηλυπρεπείς, όχι «παχύσαρκοι», όχι «ελληνικά μόνο».
Το σεξ δεν λείπει – γίνεται απλώς με σεντόνια 500 thread count και ησυχία μετά τις 11. Υπάρχει ένα είδος απεγνωσμένης κανονικότητας, σαν να προσπαθούν όλοι να κρατήσουν ένα προσωπείο «λειτουργικού» εραστή.
«Με έχουν διώξει επειδή μίλησα πολύ. Εδώ δεν μένεις μετά. Τελειώνεις, και φεύγεις. Κι ας έχεις οδηγήσει δύο χιλιόμετρα μες τη νύχτα.»
Είναι σαν να μεταφέρεις το σώμα σου σε μια περιοχή που δεν το θέλει ολόκληρο – μόνο την εκδοχή του που ταιριάζει με το decor.
10 χιλιόμετρα: «Το Κάλεσμα της Απόστασης»
Δέκα χιλιόμετρα. Δεν είναι πια απλώς «λίγο πιο έξω». Είναι μια άλλη πόλη. Ή έστω, μια άλλη πραγματικότητα. Στο app, ο τύπος που σου στέλνει μήνυμα δεν έχει φωτογραφία. Το bio του λέει: «Έλα όπως είσαι, αλλά να ξέρεις τι θέλεις.» Δεν λέει που μένει. Δεν λέει ούτε πότε.
Κάθεσαι με αναμμένο το app και περιμένεις. Το icon του κινείται. Είναι 9.6 χιλιόμετρα τώρα. Μετά 8.3. Κάτι πλησιάζει.
«Όταν μένεις σε χωριό, το Grindr είναι σαν ραντάρ. Σκανάρεις τους δέκα χιλιόμετρα γύρω σου, και ψάχνεις αν υπάρχει κάποιος σαν κι εσένα.»
λέει ένας 29χρονος που ζει σε μια μικρή κωμόπολη και δουλεύει delivery.
Εκεί, δεν υπάρχουν προτιμήσεις. Υπάρχει απλώς ανάγκη. Το app γίνεται σκοτεινή έξοδος κινδύνου. Όσοι εμφανίζονται, έρχονται από μακριά και δεν λένε ποτέ πολλά.
«Δεν κοιτάς αν είναι όμορφος. Κοιτάς αν μπορείς να τον εμπιστευτείς αρκετά για να μπεις στο αμάξι του.»
Η απόσταση είναι μέρος του kink. Είναι αυτό που σε διαχωρίζει από την πόλη, από την κανονικότητα, από τους υπόλοιπους. Και κάποιες φορές, κάνει το σεξ να μοιάζει με λύτρωση – ή με παγίδα.
Εκεί που τελειώνει το σήμα, ξεκινά η πιο ωμή εκδοχή του ποιος είσαι.
Πάμε.
Το σεξ εδώ μέσα, δεν είναι πράξη. Είναι εσωτερική κατανάλωση. Η προσφορά γίνεται σε pixels. Το προφίλ είναι η βιτρίνα. Τα καλά σώματα έχουν τη δική τους αγοραστική αξία με βραδινές εκπτώσεις και μεσημεριανή ζήτηση.
Κι όσο πιο πολύ πουλιέσαι, τόσο πιο σπάνια σε αγοράζουν.
Έστειλες βίντεο. Έλαβες φωτογραφίες. Πήρες likes. Έχασες λίγη αυτοεκτίμηση.
Μα δεν πειράζει. H ισοτιμία του κορμιού ανεβοκατεβαίνει με το ηθικό σου σαν τα dick ratings. Κι αν δεν έπιασες τιμή σήμερα, αύριο ίσως πουλήσεις φτηνά και τη σιωπή σου.
Πόσα αποσπάσματα απ’ το πρόσωπό σου μπορείς να κόψεις πριν πάψεις να σε αναγνωρίζεις;
Πόσα στιγμιότυπα απ’ το σώμα σου μπορείς να στείλεις, πριν πάψεις να νιώθεις πως έχεις κάτι να κρατήσεις για σένα;
Γδύθηκες. Γαμήθηκες. Διαγράφηκες.
Όχι απ’ το app – από την φαντασίωση.
Γιατί εκεί δεν ανήκεις. Εκεί ενοικιάζεσαι.
Και κάπου ανάμεσα στα inbox που αδειάζουν και στα σώματα που γεμίζουν, σκέφτεσαι:
Ίσως τελικά η πιο ακριβή συναλλαγή να είναι αυτή που μοιάζει δωρεάν.
Ίσως ο εαυτός σου να είναι το μόνο πράγμα που δεν πουλήθηκε – απλώς ξοδεύτηκε.
Ίσως, τελικά, η σύγχρονη ροπή της σεξουαλικής ελευθερίας – προς μια ηθική εξιλέωση κι έναν νέο, ωραιοποιημένο βαρβαρισμό ντυμένο με προοδευτικά ρούχα, αυτόν που φέρνει η αποδόμηση του βαθύτερου δεσμού του περιστασιακού σεξ – να μην είναι τίποτε άλλο παρά ένα επιδέξιο αφήγημα της δυτικής κοινωνίας, ένας τρόπος να μας ενοχοποιεί για τις βιολογικές μας ανάγκες, ή και για την απλή μας καλοπέραση. Σου ψιθυρίζει «είσαι ελεύθερος» – μόνο όσο αυτολογοκρίνεσαι.
