Για έναν όμορφο άνθρωπο

Ο Θωμάς Καραγκιοζόπουλος γράφει για τη μητέρα του και κάθε μητέρα.

Θωμάς Καραγκιοζόπουλος
για-έναν-όμορφο-άνθρωπο-442555
Θωμάς Καραγκιοζόπουλος

Λέξεις: Θωμάς Καραγκιοζόπουλος

Ένα από τα πρώτα πράγματα που θυμάμαι να κάνω με τη μητέρα μου είναι να διασχίζουμε έναν δρόμο κι αυτή να μου κρατάει το χέρι. Είναι μία πολύ σύντομη ανάμνηση, σαν σκέψη φευγαλέα. Θυμάμαι να διασχίζουμε βιαστικά έναν δρόμο από το ένα πεζοδρόμιο στο απέναντι. Μπορεί να είναι μια σκηνή φαινομενικά απλή, όμως στο περιβάλλον της μνήμης μου έχει μεγάλη σημασία, έχει ένταση. Είναι μία στιγμή που, φοβισμένος για αυτό που ήταν γύρω μου, που δεν το γνώριζα και δεν ήμουν εξοικειωμένος, ακολουθούσα με εμπιστοσύνη την πορεία που όριζε η ίδια και για τους δυο. Σίγουρα δεν είναι η ομορφότερη ανάμνηση που έχω, δεν είναι μια εικόνα στο μπαλκόνι το καλοκαίρι, ούτε στην παραλία, ούτε πολλές άλλες εικόνες. Αλλά είναι η πρώτη και αυτό την κάνει σημαντική.

Δεν ξέρω πώς επιλέγουμε ποιες αναμνήσεις μας συντροφεύουν από μια ηλικία και μετά. Ο νους τρέχει στο παρελθόν, αναπολώντας τα γλυκά χρόνια της παιδικής ηλικίας. Οι περισσότεροι θυμούνται μια στιγμή με τη μητέρα τους από τα πρώτα χρόνια, τα πιο τρυφερά. Συνήθως είναι κάτι σύντομο, σαν την πρώτη σκηνή μιας ταινίας, τότε που εμφανίζονται χρώματα στην οθόνη και αρχίζει η ιστορία. Μετά την πρώτη εικόνα έρχονται πολλές ακόμη. Εικόνες με διάλογο, εικόνες με ησυχία, εικόνες με βλέμματα αγάπης, αγωνίας, βλέμματα φορτισμένα, με ένταση, ηρεμία. Ματιές κλεφτές για να δούμε την επιβεβαίωση που ζητούμε στη ματιά της. Πολλές εικόνες συνοδεύονται από μυρωδιές, άλλες από γεύσεις. Υπάρχουν εικόνες που φέρνουν χαμόγελο και ανακούφιση, άλλες που σε ταράζουν λίγο και συννεφιάζεις, αλλά πάντα νοσταλγείς.

Για τον καθένα η μητέρα του έχει μια ιδιαίτερη σημασία. Είναι ο ξεχωριστός άνθρωπος που φαντάζει ως καταφύγιο μιας ασφάλειας που συχνά χρειαζόμαστε. Είναι ο άνθρωπος που μπορεί να πληγώσουμε, αλλά αφήνει στην άκρη τον έμφυτο εγωισμό που υπάρχει σε όλους μέσα μας και στέκεται αληθινός σύντροφος. Η υποστήριξή της εκδηλώνεται με λόγια που μόνο από αυτήν μπορείς να ακούσεις. Ακόμη και οι πράξεις της έχουν σκοπό υποστηρικτικό. Μπορεί κάποιες φορές να υπερβάλλει με τον τρόπο της, αλλά, το δίχως άλλο, θέλει το καλό του παιδιού της. Για αυτό και έχει τεράστια σημασία στη ζωή ενός ανθρώπου η σχέση του με αυτόν που τον έφερε στον κόσμο, καθώς μέσα από αυτήν τη σχέση διαμορφώνεται η προσωπικότητα και ο χαρακτήρας του καθενός.

Η σημασία της μητέρας φαίνεται και στις τέχνες (ζωγραφική, κινηματογράφος) και τη λογοτεχνία με τη θέση που πολλοί καλλιτέχνες τής έδωσαν στο πολιτισμικό σύμπαν. Σε κάθε μια των περιπτώσεων επιχειρείται η έκφραση του ανέκφραστου δεσμού μεταξύ μητέρας και παιδιού, η αποτύπωση με λόγια, χρώματα και παραστάσεις των βαθύτερων συναισθημάτων όλων των ανθρώπων που θέλουν να μιλήσουν για την αγάπη χωρίς όρους ανάμεσα στη μητέρα και του παιδί της. Η θρησκεία, επίσης, είχε πάντα τη γυναίκα σε περίοπτη θέση όσον αφορά τη σχέση της με την αναπαραγωγή και τη γονιμότητα, με αποκορύφωση την εικόνα που η μητέρα πήρε και κατέχει στις θρησκείες του δυτικού κόσμου ως κάτι αγνό και άξιο σεβασμού.

Δείτε επίσης: Μαμάδες και παιδιά σε ένα μοναδικό project στην Θεσσαλονίκη 

Στην κοινή αντίληψη του κόσμου υπάρχει η άποψη πως οι έννοιες του σεβασμού και της εμπιστοσύνη κερδίζονται μέσα από πράξεις, αλλά μπορεί να μην έχουν μόνιμο χαρακτήρα, αφού κάποια στιγμή θα κλονιστούν και θα χαθούν. Ισως έτσι είναι οι περισσότερες ανθρώπινες σχέσεις. Ομως, το τι ισχύει μεταξύ μιας μητέρας και του παιδιού της είναι κάτι άλλο. Εκεί η εμπιστοσύνη, ο σεβασμός, ο θαυμασμός και η αγάπη προϋπάρχουν και εκδηλώνονται με κάθε ευκαιρία. Δεν μπορεί να περιμένει κάποιος πως ξαφνικά θα χαθεί η εμπιστοσύνη μιας μητέρας για το παιδί της, ούτε θα πάψει να το θαυμάζει για αυτό που είναι. Ακόμη και στις στενοχώριες και στις δύσκολες στιγμές, αυτό που υπάρχει μεταξύ των δύο ανθρώπων, που ο ένας είναι σάρκα του άλλου, δεν σπάει, δεν αλλοιώνεται.

Θέλω να κλείσω με ένα πολύ όμορφο απόσπασμα από το έργο του Νίκου Καζαντζάκη Αναφορά στον Γκρέκο και συγκεκριμένα το κεφάλαιο που αφιερώνει στη μάνα του. Εδώ παρουσιάζονται εικόνες που ο συγγραφέας ομολογεί πόσο καθόρισαν τη ζωή του και εκφράζει κάτι που είναι κοινή γνώση, δηλαδή το πόσο οι πράξεις της μητέρας και η σχέση των παιδιών μαζί της καθορίζουν την ιδιοσυγκρασία τους: «Οι ώρες που περνούσα με τη μητέρα μου ήταν γεμάτες μυστήριο· καθόμασταν ο ένας αντίκρα στον άλλο, εκείνη σε καρέκλα πλάι στο παράθυρο, εγώ στο σκαμνάκι μου, κι ένιωθα, μέσα στη σιωπή, το στήθος μου να γεμίζει και να χορταίνει, σά νά ‘ταν ο αγέρας ανάμεσά μας γάλα και βύζαινα.

Από πάνω μας ήταν η γαζία, κι όταν ήταν ανθισμένη, η αυλή μοσκομύριζε. Αγαπούσα πολύ τα ευωδάτα κίτρινα λουλούδια της, τά ‘βαζε η μητέρα μου στις κασέλες και τα σώρουχά μας, τα σεντόνια μας, όλη μου η παιδική ηλικία μύριζε γαζία.

Μιλούσαμε, πολλές ήσυχες κουβέντες, πότε η μητέρα μού δηγόταν για τον πατέρα της, για το χωριό που γεννήθηκε, και πότε εγώ της στορούσα τους βίους των αγίων που είχα διαβάσει, και ξόμπλιαζα τη ζωή τους με τη φαντασία μου· δε μ’ έφταναν τα μαρτύριά τους, έβαζα κι από δικού μου, ωσότου έπαιρναν τη μητέρα μου τα κλάματα, τη λυπόμουν, κάθιζα στα γόνατά της, της χάδευα τα μαλλιά και την παρηγορούσα:

–Μπήκαν στον Παράδεισο, μητέρα, μη στενοχωριέσαι, σεριανίζουν κάτω από ανθισμένα δέντρα, κουβεντιάζουν με τους αγγέλους και ξέχασαν τα βάσανά τους. Και κάθε Κυριακή βάζουν χρυσά ρούχα, κόκκινα κασκέτα με φούντες και πάνε να κάμουν βίζιτα στο Θεό.

Κι η μητέρα σφούγγιζε τα δάκρυά της, με κοίταζε σα να μού έλεγε: «Αλήθεια λες;» και χαμογελούσε.

Και το καναρίνι, μέσα από το κλουβί του, μάς άκουγε, σήκωνε το λαιμό και κελαηδούσε μεθυσμένο, ευχαριστημένο, σα νά ‘χε αφήσει μια στιγμή τους αγίους κι ήρθε στη γης να καλοκαρδίσει τους ανθρώπους.

Η μητέρα μου, η γαζία, το καναρίνι, έχουν σμίξει αχώριστα, αθάνατα μέσα στο μυαλό μου· δεν μπορώ πια να μυρίσω γαζία, ν’ ακούσω καναρίνι, χωρίς ν’ ανέβει από το μνήμα της -από το σπλάχνο μου- η μητέρα μου και να σμίξει με τη μυρωδιά τούτη και το κελάδημα του καναρινιού.

Ποτέ δεν είχα δει τη μητέρα μου να γελάει· χαμογελούσε μόνο, και τα βαθουλά μαύρα μάτια της κοίταζαν τους ανθρώπους γεμάτα υπομονή και καλοσύνη. Πηγαινόρχουνταν σαν πνέμα αγαθό μέσα στο σπίτι, κι όλα τα πρόφταινε ανέκοπα κι αθόρυβα, σα νά ‘χαν τα χέρια της μιαν καλοπροαίρετη μαγική δύναμη, που κυβερνούσε με καλοσύνη την καθημερινήν ανάγκη.

Μπορεί και νά ‘ναι η νεράιδα, συλλογίζουμουν κοιτάζοντάς τη σιωπηλά, η νεράιδα που λεν τα παραμύθια, και κινούσε στο παιδικό μυαλό μου η φαντασία να δουλεύει: μια νύχτα ο πατέρας μου, περνώντας από τον ποταμό, την είδε να χορεύει στο φεγγάρι, χίμηξε, της άρπαξε το κεφαλομάντηλο, κι από τότε την έφερε σπίτι και την έκαμε γυναίκα του. Κι ολημέρα τώρα πάει κι έρχεται η μάνα μέσα στο σπίτι και ψάχνει νά βρει το κεφαλομάντιλο, να το ρίξει στα μαλλιά της, να γίνει πάλι νεράιδα και να φύγει. Την κοίταζα να πηγαινόρχεται, ν’ ανοίγει τα ντουλάπια και τις κασέλες, να ξεσκεπάζει τα πιθάρια, να σκύβει κάτω από το κρεβάτι, κι έτρεμα μην τύχει και βρει το μαγικό κεφαλομάντιλό της και γίνει άφαντη. Η τρομάρα αυτή βάσταξε χρόνια και λάβωσε βαθιά τη νιογέννητη ψυχή μου· κι ακόμα και σήμερα αποκρατάει μέσα μου, πιο ανομολόγητη, η τρομάρα ετούτη: παρακολουθώ κάθε αγαπημένο πρόσωπο, κάθε αγαπημένη ιδέα, με αγωνία, γιατί ξέρω πώς ζητάει το κεφαλομάντiλό της να φύγει».

Διαβάστε σχετικά: Με λουλούδια στο χέρι σε μια πόλη που (σε) πληγώνει 

Σχετικά Αρθρα
Σχετικά Αρθρα