Για τα παιδιά που χάθηκαν στο δάσος
Του Γιώργου Τούλα Από όλα τα παραμύθια, αληθινά ή ψεύτικα, πιο πολύ με γοήτευαν πάντα αυτά που μιλούσαν για τα παιδιά που χάθηκαν στο Δάσος. Τα δάση εκείνα τα πυκνά, που οι φυλλωσιές τους έφταναν στον ουρανό και δεν άφηναν το φως να περάσει ανάμεσα. Τα δάση εκείνα τα σκοτεινά και τα παράξενα, που τα […]
Του Γιώργου Τούλα
Από όλα τα παραμύθια, αληθινά ή ψεύτικα, πιο πολύ με γοήτευαν πάντα αυτά που μιλούσαν για τα παιδιά που χάθηκαν στο Δάσος. Τα δάση εκείνα τα πυκνά, που οι φυλλωσιές τους έφταναν στον ουρανό και δεν άφηναν το φως να περάσει ανάμεσα. Τα δάση εκείνα τα σκοτεινά και τα παράξενα, που τα ελάχιστα ξέφωτα ανάμεσα στις συστάδες των δέντρων μοιάζουν με μικρούς παραδείσους, ελπίδες που περικλείονται ανάμεσα σε σκοτεινές στεριές.
Οι ιστορίες των χαμένων παιδιών εντός τους ήταν πάντα οι πιο μυστηριώδεις, οι πιο απόκοσμες και οι πιο γοητευτικές. Παιδιά φοβισμένα που ξεμάκρυναν ανυποψίαστα, που εγκλωβίστηκαν σε απάτητα μονοπάτια που ήρθαν αντιμέτωπα νύχτες αξημέρωτες με τους πιο μύχιους φόβους τους, με θεριά ανήμερα, φωνές του δάσους μυστηριώδεις, βλάστηση απόκοσμη, κλαδιά έτοιμα να σε αρπάξουν θαρρείς, ζώα που δεν είχαν συνηθίσει την ανθρώπινη παρουσία, στοιχειά.
Και στο τέλος επιβίωσαν και επέστρεψαν σε ένα κόσμο που ποτέ δεν θα μπορέσει να φανταστεί ακριβώς όσα πέρασαν, που όσο και αν το θελήσει δεν θα γευτεί ποτέ τα ακραία συναισθήματα που γεύτηκαν, της πιο βαθιάς μοναξιάς, του πιο ανίκητου φόβου, της πιο μεγάλης απόγνωσης.
Τα παραμύθια που μιλούν για αυτά τα παιδιά, τα τραγούδια τους, οι ζωγραφιές που κάποιοι εμπνεύστηκαν με γεμίζουν μαγεία.
Προχθές που διάβασα για ένα τέτοιο κορίτσι, την Καρίνα Τσικίτοβα, που χάθηκε μέσα στην τάιγκα, τα παράξενα δάση της Σιβιρίας με τα κωνοφόρα δέντρα και για έντεκα μέρες και νύχτες επιβίωσε ανάμεσα σε άγριες αρκούδες, λύκους, επιθετικά έντομα και ερπετά, τρώγοντας άγρια μούρα και πίνοντας νερό από ποτάμια, ανατρίχιασα. Δεν άφησε στιγμή από το χέρι λέει το κουτάβι της, που κρατούσε αγκαλιά και την κράτησε ζεστή τις υγρές νύχτες του ρώσικου βορά. ‘Ηταν αυτό το πιστό κουτάβι που επέστρεψε προς το χωριό για να φέρει τους διασώστες κοντά στο κορίτσι.
Ακολούθησε λέει τον πατέρα της κρυφά στο δάσος και ανήμπορή να βρει το δρόμο για πίσω χώνονταν όλο και πιο βαθιά στις θηριώδεις φυλλωσιές, ακούγοντας μακριά πολύ τις φωνές των διασωστών, τους ήχους των ελικοπτέρων, τα φώτα των φακών που έψαχναν για εκείνη. Και όταν πιθανά έκλεινε τα μάτια της τις νύχτες παράξενα μουρμουρητά γινόταν το νανούρισμα στα πιο βαθιά σκοτάδια.
Η Καρίνα της Σιβηρικής τάιγκα έγινε στον καιρό μας το πιο γοητευτικό παραμύθι, ενός κόσμου που δε γεννά πια παραμύθια και χιλιάδες παιδιά σε όλο τον κόσμο θα κοιμούνται από δω και μπρος με τη δική της συναρπαστική ιστορία.