Για την Κύα, ένα χρόνο μετά

Μια φωτεινή, γενναία, απελευθερωμένη και ακομπλεξάριστη γυναίκα, φανατικά πιστή σ' ένα εντελώς προσωπικό ιδίωμα

Άκης Δήμου
για-την-κύα-ένα-χρόνο-μετά-159634
Άκης Δήμου

Τα παλιά χρόνια – τότε που τα πενήντα φάνταζαν σαν ένα απρόσιτο και αδιάφορο τοπίο, τότε που μπορούσες άνετα να ερωτεύεσαι κάθε πέντε λεπτά και να χωρίζεις στα επόμενα πέντε, τότε που ένα τραγούδι ήταν αρκετό για να σε βγάλει βόλτα εκτός εαυτού και μια τυχαία εικόνα να σε γυρίσει πίσω, στο μέρος της καρδιάς, το πένθος δεν ήταν παρά μια αμήχανη λέξη εξορισμένη από μια ξέφρενη καθημερινότητα που κυλούσε ανάμεσα σε διαδοχικές, παρατεταμένες αναμονές “των καλύτερων που θα έρχονταν”.

Λογικό. Ήμαστε όλοι εδώ κι αυτό σήμαινε (μεταξύ των άλλων) ότι είχαμε την άνεση (και την πολυτέλεια) ώρες ώρες να ξεχνάμε ο ένας την ύπαρξη του άλλου βέβαιοι ότι στην επόμενη στροφή θα τον ξαναβρούμε μπροστά μας όρθιο, ίσως ελαφρώς αλλαγμένο αλλά όρθιο. Προφανώς και δεν ήταν έτσι. Στα χρόνια που ακολούθησαν εκείνα τα παλιά χρόνια, αντιληφθήκαμε ότι ενηλικιώνεται κανείς πραγματικά όταν μετρήσει την πρώτη απώλεια. Από κει και πέρα, είναι να μη γίνει η αρχή: απώλειες και προδοσίες σέρνουν έναν ωραιότατο καλαματιανό τον οποίο, θες δε θες, θα χορέψεις κουνώντας το μαντίλι σ’ όσυς φεύγουν μέχρι να πέσεις ξέπνοος και συ.

Δεν είμαι καθόλου σίγουρος ότι η Κύα θα συμφωνούσε με τον παραπάνω πρόλογο, μπορεί να τον έβρισκε βαρύ, ενδεχομένως και υπονομευτικό της υποχρεωτικής αισιοδοξίας της αρχής μιας καινούργιας χρονιάς. Εγώ, από την άλλη, είμαι εντελώς σίγουρος, ότι θα ήθελα να τον έχω αποφύγει, κι αυτόν και ολόκληρο το κείμενο.

Κανονικά, θα έπρεπε να συνεχίσω παρασυρμένος από μια ακατάσχετη αναμνησιολογία, εξαιρετικά προσφιλή σε ανάλογες περιπτώσεις. Ν’ αρχίσω ξεκινώντας από το πού και το πότε τη γνώρισα και να συνεχίσω αραδιάζοντας σκόρπιες στιγμές, εικόνες, κουβέντες και αισθήσεις μέχρι να κλείσω μιλώντας για το πόσο άδικη μου φάνηκε η απώλειά της τον περσινό Γενάρη, παρόλο που ήταν αναμενόμενη (ψέματα: κανένας θάνατος δεν είναι αναμενόμενος. Είναι όλοι ξαφνικοί και βίαιοι). Δεν θα το κάνω. Δε νομίζω ότι αφορούν κανέναν οι προσωπικές μνήμες. Όσοι την έζησαν από κοντά (ή κι από λίγο μακρύτερα) έχουν τις δικές τους να προστατέψουν κι όσοι δεν την έζησαν δεν πρόκειται να τη μάθουν από τις αναμνηστικές κουβέντες των άλλων. Στην πραγματικότητα δεν θα τη μάθουν ποτέ. Εκείνο που θα μάθουν, με μια δική τους, επώδυνη αφορμή, είναι πως μερικές απουσίες αφήνουν πάντα το στίγμα τους – κάτι σαν το πνιχτό σημάδι ενός καρφιού στον τοίχο όταν το κάδρο λείπει κι όσες φορές και να βαφτεί ο τοίχος υπάρχει πάντα το ίχνος που εσύ μόνο βλέπεις κι όταν σε ρωτάνε τι κοιτάς μουρμουρίζεις “τίποτα, αφηρημένος…”.

Οπότε, δεν έχω ιδέα γιατί κάθομαι και (της) τα γράφω όλ’ αυτά. Μπορεί να το κάνω κι από σκέτη ματαιοδοξία, σκέφτομαι κάπως κυνικά. Για να πω ότι είμαι πολύ τυχερός που πρόλαβα να πάρω μια ιδέα απ’ αυτό που ήταν η Κύα: μια φωτεινή, γενναία, απελευθερωμένη και ακομπλεξάριστη γυναίκα, φανατικά πιστή σ’ ένα εντελώς προσωπικό ιδίωμα το οποίο της επέτρεπε – καθόλου παράξενο – να επικοινωνει αποτελεσματικά με τον οποιονδήποτε, ακόμα και μ’ εκείνους που δεν είχε κανένα λόγο να επικοινωνήσει ήταν όμως αναγκασμένη λόγω δουλειάς. Όλ’ αυτά και πολλά άλλα είναι που μεγενθύνουν σήμερα την απουσία της κάνοντάς την να μοιάζει “αγρίως απίθανη”. Αλλά με κάτι τέτοιες απιθανότητες μετριέται πια η ζωή και κάπως έτσι, τσάτρα πάτρα, συνεχίζεται.

*Η Κύα Τζήμου εργάστηκε για δυο δεκαετίες στην parallaxi ως αρχισυντάκτρια. Έφυγε στις 14/1/2018. Ο συγγραφέας Άκης Δήμου υπήρξε στενός της φίλος. 

Διαβάστε επίσης: Το κορίτσι που γελούσε στα δύσκολα 

Σχετικά Αρθρα
Σχετικά Αρθρα