Γιατί αγαπώ τα Λουλουδάδικα;
Μια συγκινητική ανάγκη και μια συγκίνηση αναγκαία μπροστά στην εικόνα των ανθρώπων που ποτίζουν και κλαδεύουν τα φυτά μέσα στα οποία περνούν και εξασφαλίζουν τη ζωή τους
Γιατί αγαπώ τα λουλουδάδικα;
Μια πινακίδα με χρυσά γράμματα «ΑΣΠΙΣ ΠΡΟΝΟΙΑ».
Και μόνη η παλαιότητα της όψης της, το κατά γράμμα ψευτο-στίλβωμα και η φαινομενική αίσθηση κολοσσού μιας άλλης δεκαετίας θα οδηγούσαν εύκολα κάποιον στη σκέψη ενός παρηκμασμένου μεγαλείου, ότι -μάλλον- η εταιρεία αυτή είναι σήμερα υπό εκκαθάριση, αν φυσικά δεν το γνώριζε ήδη από κάποιον συγγενή ή φίλο που αναμένει να αποζημιωθεί.
Τα χρυσά γράμματα είναι τοποθετημένα σε μια φαρδιά και ψηλή πολυκατοικία στα χρώματα του χώματος μπολιασμένα με τη φθορά και τις στρώσεις καυσαερίου που δεν κατάφερε να εξοντώσει ο λυτρωτικός Βαρδάρης.
Η πολυκατοικία αυτή μοιάζει με περιστερώνα, με κυψέλη γραφείων, στα οποία πλάθεις την εικόνα ότι δουλεύουν φιγούρες με μεγάλα ακουστικά σε άσπρους υπολογιστές κουτιά κατά τα λεγόμενα χρόνια ΠΑΣΟΚ και είναι λίγο ατσούμπαλες. Χύνουν τον καφέ τους, πίνουν δέκα τη μέρα, δουλεύουν μέσα σε ένα πέπλο τσιγαρίλας, γιατί απλά καπνίζουν όλοι, ενώ πολλές από αυτές (τις φιγούρες) έχουν έρθει σερί από κάποιο νυχτερινό κέντρο,. Αν και υπάλληλοι, έχουν τηλεόραση μέχρι και στο αποθηκάκι, έχουν τρία αυτοκίνητα ως οικογένεια και εξοχικό -ίσως προσημειωμένο εξαιτίας κάποιου καταναλωτικού. Προφανώς όλοι παίζουν χρηματιστήριο και βλέπουν τις τιμές των μετοχών πατώντας το τελετέξτ στην τηλεόραση, καθώς τρώνε στο σαλόνι.
Κάτω από αυτό το άλλης δεκαετίας στέγαστρο γραφείων και υπαλλήλων υπάρχει ένα φωτογραφείο, στο οποίο έχω βγάλει φωτογραφίες για μια ταυτότητα που κάπου, κάποτε μου παράπεσε.
Το λιθόστρωτο κομμάτι της Κομνηνών μεταξύ της Βασιλέως Ηρακλείου και της Τσιμισκή είναι το πιο ζωντανό καλντερίμι της πόλης. Σε ένα μικρό μαγαζάκι με φτηνά κοσμήματα τρύπησα το αυτί μου στο γυμνάσιου και λίγο παρακάτω δεν κατόρθωσα κάποτε με τους συμμαθητές μου να βγούμε από ένα escape room σε 60 λεπτά.
Το Γιαχουντί Χαμάμ, αυτό το αρχιτεκτονικό κόσμημα έχει νοτίσει από τα τσικνίσματα και τα ψησίματα των παραμονών και των αποκριών. Εξασφαλίζει, όμως, μια ανοιχτωσιά και βλέμματα προς τον ουρανό. Παραδίπλα στην γωνία της Φραγκίνη το μαγειρείο/κουζίνα με το πάντα εξαιρετικό κοκκινιστό του και το καλό ημίγλυκο κρασί.
Το στολίδι αυτής της γειτονιάς, που αναπτύσσεται γύρω από ένα χαμάμ, είναι οι γλυκιές παράγκες που μοσχοβολούν. Που θεσπίζουν καθημερινά το λουλούδι ως δώρο, ως μια κίνηση τρυφεράδας. Που κάνουν ακόμα και τον υπάλληλο που δουλεύει απέναντι, τον μόνιμο κάτοικο της πόλης που περνά καθημερινά από εκεί, να κονστοσταθούν και να τα κοιτάξουν ή να τα φωτογραφίσουν, ειδικά κατά τα απογευματινά χρώματα της Θεσσαλονίκης.
Τα λουλουδάδικα είναι η απόδειξη ότι η ταπεινότητα, ο κάματος και το μεράκι μπορούν ακόμα να πλάσουν ένα σύγχρονο μνημείο καθημερινής ανθρωπιάς και γλυκύτητας. Μια συγκινητική ανάγκη και μια συγκίνηση αναγκαία μπροστά στην εικόνα των ανθρώπων που ποτίζουν και κλαδεύουν τα φυτά μέσα στα οποία περνούν και εξασφαλίζουν τη ζωή τους.
Αυτές οι αισθητικές και φωτογραφικές συμμείξεις ζωντανεύουν την πόλη σε κάθε μικρογραφία της, δηλαδή σε γειτονιές, τετράγωνα, δρόμους και στενάκια. Βυζαντινά και οθωμανικά κράματα, κτερίσματα περασμένων μεγαλείων και χαμένων ευκαιριών, γαστρονομικές ευαισθησίες και αίσθηση διασκέδασης συνυπάρχουν και θα συνυπάρχουν αρμονικά.
Σε αυτή τη Θεσσαλονίκη δεν θα αλλάξει τίποτα, ούτε η αίσθηση ότι όταν κάνει κρύο, το νιώθουμε πιο κρύο.