Γιατί δεν θα ξεχάσουμε ποτέ την 4η Ιουλίου
Συμπληρώνονται 20 χρόνια από μια μαγική μέρα που κανείς δεν πρόκειται να ξεχάσει
Η χώρα σ’ ένα καθολικό μεθύσι. Το χρυσό γκολ του Δέλλα στο τελευταίο λεπτό της παράτασης με τους Τσέχους ήταν ένα ακόμη σημάδι. Το πιο ξεκάθαρο γι΄αυτό που ερχόταν.
Κανείς φυσικά δεν το είχε συνειδητοποιήσει αυτό που συνέβαινε στο Euro της Πορτογαλίας, εκείνο το καλοκαίρι του 2004. Ούτε όσοι ήταν εκεί, ούτε όσοι ήταν εδώ. Ούτε όσοι ήταν χιλιάδες χιλιόμετρα μακριά. Σε όλες τις πόλεις του κόσμου όπου πατούσε Έλληνας. Θυμάμαι από το απίστευτο διάστημα της προσμονής μέχρι τη σέντρα. Που έλεγες με την παρέα σου, «τι άλλο θα ζήσουμε θεέ μου», με βραχνή φωνή και μια αγκαλιά.
Κλειστές φωνές όλοι. Το κεφάλι του Δέλλα φταίει και το πόδι του Τσιάρτα με την Τσεχία. Και φυσικά η κατάθεση ψυχής όλων των παικτών σε όλα τα παιχνίδια.
Όλη η Ελλάδα στο πόδι. Δε μιλούσε κανείς για τίποτε άλλο. Η σιγουριά ανάβλυζε από μέσα μας για «κάποιο λόγο». Αυτό το τρόπαιο δεν μπορούσε να χαθεί. Ήμασταν όλοι βέβαιοι πως «κάτι θα γίνει για να το σηκώσουμε» και να «κλάψει ο Κριστιάνο». «Σήκωσέ το» και «Λουίς Φίγκο, το κύπελλο να πάρω και να φύγω» κι άλλα πολλά με… μερικές βωμολοχίες, αλλά με έμπνευση για βραβείο Νόμπελ.
Τα καφέ γεμάτα παντού. Έβλεπες παντού γαλάζιο. Έτριβαν τα χέρια τους οι ιδιοκτήτες. Ηξεραν ότι το sold out θα ισοδυναμεί με πολύ σημαντικές εισπράξεις. Ήταν η «εποχή των παχέων αγελάδων» ακόμη. Ποιος νοιαζόταν γι’ αυτά… Tα πιτσιρίκια βάφονταν με μπλε και άσπρες μπογιές στο πρόσωπο. Παντού σημαιοστολισμένα. Μια τρέλα και ένας πανικός.
Η προσμονή έδωσε τη θέση της στην απόλυτη πεποίθηση ότι το γλέντι θα είναι μεγάλο ξανά και αυτό θα είναι μέχρι τελικής πτώσης. Και η φωνή θα επανέλθει μέχρι να ξανακλείσει. Ακόμη και ο πιο άσχετος με το ποδόσφαιρο, αυτό το παιχνίδι, τον τελικό της 4ης Ιουλίου με την Πορτογαλία στο Ντα Λουζ, θα το έβλεπε. Όλα κινούνταν στο ρυθμό του.
Προσωπικά το έζησα σχεδόν μόνος εκείνον τον τελικό. Ήμουν στο ραδιόφωνο (στον πάνω όροφο του Metropolis, στο πίσω γραφείο με τις τηλεοράσεις), οι περισσότεροι ήταν κάτω στην αίθουσα σύνταξης της εφημερίδας, εγώ ήμουν εκεί και οι συνάδελφοι πηγαινοέρχονταν. Μία στον πάνω όροφο, μια στον κάτω. Εγώ ξεκίνησα πάνω και έμεινα μέχρι τέλους εκεί, για να μη χαλάσει το γούρι. Θα ακολουθούσε δουλειά για την εφημερίδα.
Κάποια στιγμή στο γκολ του Άγγελου βρέθηκα με τον Σταύρο αν θυμάμαι καλά που ήταν εκείνη τη στιγμή εκεί, πάνω στο γραφείο, χωρίς μπλούζες να πανηγυρίζουμε. Μέχρι το 90′ η φωνή δεν υπήρχε. Το τελευταία σφύριγμα έφερε αγκαλιές. Με όλους. Ακόμη και με όσους δεν πολυσυμπαθιόμασταν ή είχαμε μπορεί να είχαμε παρεξηγηθεί.
Το να γράφεις στην εφημερίδα για ένα τόσο μεγάλο γεγονός είχε διπλή… ανάγνωση. Από τη μία αισθανόσουν υπερηφάνεια, να γράφεις για το απόλυτο ΕΠΟΣ, την άλλη το μυαλό σου έφευγε και έλεγες «μα, αντί να είμαι στο Λευκό ή να πανηγυρίζω, γράφω στον υπολογιστή;».
Το καθήκον, πάνω απ΄όλα.
Γύρω στη 1 κατεβαίνω κι εγώ μόνος στο τοπόσημο της πόλης και γίνομαι ένα με τους υπόλοιπους. Τηλέφωνο στους φίλους, απλά για το… μπινελίκι (χωρίς λόγο) στους Πορτογάλους και το πανηγύρι. Άφθονη μπίρα και τρέλα.
Ήταν μια νύχτα που διήρκεσε… πολλές νύχτες ακόμη. Στα μπαρ, στα κάμπινγκ, στα κλαμπ, σε παραλίες. Το πανηγύρι ήταν διαρκείας. Ο καθένας σίγουρα το έζησε με τον δικό του τρόπο. Αλλά ήταν σαν να το ζήσαμε όλοι μαζί.
Μιλώντας στη Σχολή με σπουδαστές συνειδητοποίησα πλέον ότι πολλοί σημερινοί ενήλικες πια, στα 18-19, όχι απλά δεν θυμούνται την 4η Ιουλίου του 2004, αλλά δεν ήταν καν γεννημένοι καν εκείνη τη μέρα. Φαίνεται λίγο περίεργο πώς μία τόσο σημαντική μέρα που όλοι τη ζήσαμε τόσο έντονα, κάποιοι να τη βλέπουν σε βίντεο. Εχει αξία τελικά να λες «αυτό ήμουν τυχερός και το έζησα», ακόμη κι αν δεν το συνειδητοποιείς πάντα, σε όλα όσα, μικρά ή μεγάλα ζούμε καθημερινά.