Parallax View

Γιατί γιορτάζουμε την αρχή και όχι το τέλος του πολέμου;

Οι θεσμικές και μνημονικές περιπέτειες μιας εθνικής επετείου.

Parallaxi
γιατί-γιορτάζουμε-την-αρχή-και-όχι-το-τ-1235076
Parallaxi

Λέξεις: Στράτος Δορδανάς

Κάθε φορά που κοντοζυγώνει η 28η Οκτωβρίου δέχομαι αρκετά τηλεφωνήματα από δημοσιογράφους για να μιλήσω ή να γράψω ένα σχετικό κείμενο για την επέτειο και να παρουσιάσω συνοπτικά το χρονικό. Η αλήθεια είναι πως πάντα αμφέβαλα για την αξία τέτοιων επετειακών αφιερωμάτων, πολύ περισσότερο για την εν λόγω επέτειο λόγω της μη παραγωγικής (επιστημονικά) διαφωνίας που συνήθως τη συνοδεύει για το ποιος είπε το «ΟΧΙ».

Ήταν ο Ιωάννης Μεταξάς; Ήταν ο λαός αυτός που τον υποχρέωσε να το πει ή τελικά υπήρξε μια γενικότερη ομοθυμία πάνω στο δίλημμα αντίσταση ή υποταγή; Αναφύονται και δύο αλλά συναφή ζητήματα που επίσης κατά τη γνώμη μου δεν μας κάνουν σοφότερους με τον τρόπο που δημοσίως συζητούνται: ήταν ο Μεταξάς δικτάτορας που θα έπρεπε να τον καταδικάσουμε στην αιώνια λήθη ή τη στιγμή που υποδεχόταν τον Ιταλό πρέσβη μετριάστηκε κάπως το αρνητικό πρόσημο αναφορικά με την υστεροφημία του; Συνεπακόλουθα, γιατί η Ελλάδα γιορτάζει την εμπλοκή της στον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο και όχι την απελευθέρωσή της από τα γερμανικά στρατεύματα ή τη λήξη των εχθροπραξιών στο ευρωπαϊκό έδαφος τον Μάιο του 1945;

Με το τελευταίο αυτό ερώτημα θα καταπιαστώ εδώ χωρίς να φιλοδοξώ ασφαλώς να κάνω με τη σειρά μου σοφότερους τους αναγνώστες αλλά με την πρόθεση να θέσω μια σειρά άλλων προβληματισμών και παραμέτρων που συχνά δεν λαμβάνονται υπόψη, όταν κάθε φορά ανοίγει (ευκαιριακά) η σχετική συζήτηση.

Να ξεκινήσω από το προφανές: γιορτάζουμε την 28η Οκτωβρίου γιατί δεν μπορούμε να γιορτάσουμε την 9η Μαΐου από τη στιγμή που η τελευταία δεν σήμαινε (και δεν σημαίνει) απολύτως τίποτε για την εθνική μας υπερηφάνεια ή αντίστροφα σημαίνει πολλά για τη εθνική ομφαλοσκόπησή μας.

Η τεράστια «καύσιμη ύλη» που είχε συσσωρευτεί από το 1936 έως το 1944 και οδήγησε στα Δεκεμβριανά του ’44 μετέτρεψε την αμέσως επόμενη χρονιά τις εορταστικές εκδηλώσεις για το αλβανικό έπος σε «παράσταση για έναν πρωταγωνιστή» αυτός ταυτιζόταν σε απόλυτο βαθμό με τον συνασπισμό των εθνικοφρόνων δυνάμεων που είχαν κατασχίσει επί της εαμικής αντίστασης. Θα έλεγε κανείς ότι πάνω κάτω τα ίδια συνέβησαν αφότου το βασιλικό διάταγμα του Οκτωβρίου 1944 έδινε για πρώτη φορά διαστάσεις εθνικής επετείου στον νικηφόρο πόλεμο εναντίον των Ιταλών εισβολέων.

Με τη διαφορά ότι όσα επακολούθησαν κατά τη διάρκεια των τριαντατριών ημερών που συγκλόνισαν την απελευθερωθείσα χώρα, λειτούργησαν ως «παραμορφωτικός καθρέπτης» που θόλωσε το μήνυμα της αντίστασης κατά του κατακτητή την περίοδο της Κατοχής και άρχιζε να δίνει σάρκα και οστά στη θεωρία των «τριών γύρων» που κατέστη σημαία των νικητών του Εμφυλίου Πολέμου.

Πώς να γιορτάσεις, λοιπόν, μαζί με την υπόλοιπη Ευρώπη τη λήξη του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου, με τη συνθηκολόγηση της Γερμανίας (η Ιαπωνία ανθίστατο ακόμα), από τη στιγμή που θα είσαι εκ των πραγμάτων αναγκασμένος να περιλάβεις το σύνολο των γεγονότων μεταξύ 1940-1945; Πώς μπορείς με άλλα λόγια να επαίρεσαι, όντας αναγκασμένος να αναφερθείς στις ενδοελληνικές συγκρούσεις της κατοχικής περιόδου ή στο φαινόμενο του δοσιλογισμού. Επίσης, να αναμετρηθείς με τις τοπικές διαστάσεις της καταστροφής των ελληνικών εβραϊκών κοινοτήτων, για να προσθέσω εδώ τις συγκρούσεις στην Αθήνα, τη συμφωνία της Βάρκιζας αλλά και την περίοδο που επακολούθησε για να καταστεί συνολικά το εθνικό εσωτερικό βάρος ακόμα πιο «επαχθές».

Απεναντίας, ο εορτασμός της εισόδου της Ελλάδας στον πόλεμο λόγω της απρόκλητης ιταλικής επίθεσης δεν είχε (και δεν έχει) να αντιμετωπίσει τέτοιου είδους ιστορικά αδιέξοδα για δύο βασικούς αλληλοεξαρτώμενους λόγους:

α) επικεντρώνεται αποκλειστικά στις δάφνες της απώθησης των ιταλικών στρατευμάτων από το ελληνικό έδαφος και στη συνέχεια της προέλασης στο αλβανικό με την απελευθέρωση μιας σειράς πόλεων (με ισχυρό συμβολισμό για ανεκπλήρωτες εθνικές διεκδικήσεις) παράλληλα σηματοδοτεί όχι μόνο την πρώτη ήττα του Άξονα αλλά και τη γερμανική στρατιωτική εμπλοκή στα Βαλκάνια, κάτι που ασφαλώς «εμπλούτισε» την ελληνική σχολική ιστορία με τις αναφορές για την αποφασιστική συμβολή στην καθυστέρηση της εισβολής στη Σοβιετική Ένωση και συνακόλουθα στην τελική έκβαση του παγκοσμίου πολέμου,

β) παρακάμπτει τις όποιες άβολες αναφορές στην ιστορία της κατοχικής περιόδου, καθώς συνήθως η σχετική περιοδολόγηση φτάνει έως τον Απρίλιο του 1941 για να περιλάβει μια ακόμα ηρωική αντίσταση εναντίον ενός ακόμα πιο ισχυρού εισβολέα που εισάγει στο μεγάλο κεφάλαιο της Κατοχής με μία «ανάλαφρη» αφηγηματική διάθεση.

Υπάρχει και μια αθέατη πτυχή στα προηγούμενα που ακροθιγώς μνημονεύεται αλλά στην πραγματικότητα αποτελεί νοηματικό παρεπόμενό τους και η οποία επίσης προκαλεί εθνική αμηχανία, πολιτικούς διαξιφισμούς και κοινωνικές εντάσεις ως σήμερα.

Από τη στιγμή που ο Μεταξάς απέρριψε το ιταλικό τελεσίγραφο και η Ελλάδα δαφνοστεφανώθηκε στα αλβανικά βουνά, κερδίζοντας τον διεθνή θαυμασμό του ελεύθερου κόσμου, αυτό αυτομάτως τον κατέστησε σχεδόν συμπαθή στους σύγχρονους και μεταγενέστερους και πασπάλισε με χρυσόσκονη –τρόπο τινά– το αυταρχικό καθεστώς της 4ης Αυγούστου.

Αυτό αμέσως εξηγεί δύο πράγματα: α) τη δεσπόζουσα θέση την οποία κατέχει ο Μεταξάς για τον χώρο της μετεμφυλιακής και σύγχρονης ελληνικής ακροδεξιάς, και β) το γεγονός πως καταφέρνει σε έναν βαθμό να συγκεράσει ακόμα και φυγόκεντρες ιδεολογικές αναζητήσεις της διευρυμένης παράταξης των νικητών του Εμφυλίου και να δημιουργήσει ένα ηρωικό συνεχές για τον στρατό ως κυματοθραύστη κάθε είδους επιβουλής (εδώ εξωτερικής).

Σε αυτό το σχήμα ο Μεταξάς παρουσιάζεται πρωτίστως ως ο εθνικός κυβερνήτης της πολεμικής προπαρασκευής, του αλβανικού έπους και της ηρωικής αντίστασης στη στατική οχυρωματική γραμμή που φέρει το όνομά του και συνάμα υποφωτίζεται ο Μεταξάς της 4ης Αυγούστου.

Εντέλει, στα ιστορικά ανούσια ερωτήματα για το πόσο «καλός» ή «κακός» ήταν ο Μεταξάς και πόσο «συμπαθές» ή «μισητό» το καθεστώτος του, έρχονται να αντιπαρατεθούν τα λόγια του Γιώργου Θεοτοκά, όπως σημειώνονται ως εντυπώσεις στο ημερολόγιό του από την ημέρα της κηδείας του Μεταξά: «Η σχέση του Μεταξά και του λαού δεν υπήρξε ποτέ ερωτική. Υπήρξε ψυχρή, λογική, υπολογιστική.

Σήμερα ο λαός λυπάται με τον ίδιο τρόπο που λυπάται κανείς για το θάνατο ενός χρησιμοτάτου συνεταίρου». 

Επιστρέφοντας στη βασική προβληματική για τους λόγους του εθνικού εορτασμού της 28ης Οκτωβρίου, η εναλλακτική εδώ θα μπορούσε να είναι η ημέρα της απελευθέρωσης της ελληνικής πρωτεύουσας ή εκείνη της ανύψωσης του εθνικού συμβόλου στον βράχο της Ακρόπολης.

Αυτή θα μπορούσε ασφαλώς να είναι μια κάποια λύση αλλά και πάλι θα ήταν δύσκολο το γεγονός από μόνο του να λειτουργήσει ενοποιητικά σε πανελλαδική κλίμακα, να εγγραφεί σε ένα γενικά αποδεκτό ερμηνευτικό σχήμα και κυρίως να συγκινήσει στον βαθμό που το κάνει ακόμα και σήμερα η φωνή της Σοφίας Βέμπο.

Από την άλλη, συχνά δεν λαμβάνεται υπόψη πως ο τελευταίος Γερμανός στρατιώτης πέρασε τα βόρεια σύνορα εγκαταλείποντας το ελληνικό έδαφος την 1η Νοεμβρίου 1944, ενώ οι τελευταίοι κυριολεκτικά στρατιώτες του Γ΄ Ράιχ εγκατέλειπαν την Κρήτη μετά τη γερμανική συνθηκολόγηση.

Για να καταλήξω: γιορτάζουμε και θυμόμαστε τον πόλεμο και όχι την ειρήνη γιατί ακριβώς ο πόλεμος αυτός εγγράφηκε ως μια διεθνική νίκη συνολικά του μαχόμενου κόσμου έναντι των φασιστικών δυνάμεων και όχι μόνο της Ελλάδας του ανελεύθερου καθεστώτος της 4ης Αυγούστου.

Αντιθέτως, η ειρήνη δεν μπορούσε να χωρέσει και να εξηγηθεί μέσα στο μεταπολεμικό ευρωπαϊκό παράδειγμα της αποκατάστασης των πληγών και της πολύπλευρης ανασυγκρότησης. Θεωρείται επομένως εθνικά πιο «επωφελές» να ανακαλούμε φράσεις όπως «οι Έλληνες δεν πολεμούν ως ήρωες, οι ήρωες πολεμούν σαν Έλληνες» παρά να συμμετέχουμε στους εορτασμούς κάθε 9η Μαΐου, μετακαλώντας αναγκαστικά στη συλλογική μας μνήμη το ελληνικό 1945.

Τελικά μήπως βάζουμε πιο δύσκολα στους εαυτούς σας και ταλαιπωρούμαστε άδικα, βαδίζοντας πολλές φορές σε βατά μονοπάτια της Ιστορίας; Ακόμα, όμως και σε εκείνα τα ιστορικά σταυρόλεξα για δυνατούς λύτες, τα λόγια του ποιητή αποδεικνύονται λυτρωτικά για το τι θέλουμε να πετύχουμε ως έθνος ατενίζοντας το παρελθόν μας, ασχέτως αν αναφέρονταν ή όχι στους εθνικούς μύθους: «Εθνικό είναι ό,τι είναι αληθές».

*Ο Στράτος Δορδανάς είναι Αναπληρωτής Καθηγητής Ιστορίας στο Τμήμα Ιστορίας και Αρχαιολογίας ΑΠΘ

Σχετικά Αρθρα
Σχετικά Αρθρα